«Πού πήγαν οι διανοούμενοι»

Του Κωνσταντίνου Ζαγάρα από την Αυγή.

“Μα πού πήγαν οι διανοούμενοι”, είναι το ερώτημα που βρίσκεται στα χείλη πολλών συμπολιτών μας παρατηρώντας την εκκωφαντική απουσία και αφωνία των διανοούμενων ή έστω τις “συστημικές τους παρεμβάσεις”, σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς που ζούμε. Καθ’ όλη τη διάρκεια της «Μνημονιακής περιόδου», λίγοι έως ελάχιστοι ήταν οι διανοούμενοι που με τις παρεμβάσεις ή το έργο τους σχολίασαν ή μίλησαν με το έργο ή τον τρόπο τους που μόνο αυτοί θα μπορούσαν. Εύλογα συνεπώς είναι τα ερωτήματα και τα σχόλια που έχουν να κάνουν για τους λόγους που οι άνθρωποι αυτοί ουσιαστικά απουσιάζουν πια από την καθημερινότητά μας, για τα αίτια που τους οδήγησαν στην αποστράτευση από την Αριστερά, καθώς και ερμηνείες για τον ρόλο τους σήμερα, όπως κι εκτιμήσεις ότι εδώ και χρόνια έπαψαν να υπάρχουν

Οι διανοούμενοι των τελευταίων δεκαετιών είχαν απορροφηθεί σε κρατικές κι εξουσιαστικές δομές, καθώς και σε κριτικές, επαγγελματικές δομές και σε ΜΜΕ

Τι είναι στα αλήθεια όμως οι διανοούμενοι; Διαδεδομένη είναι η αντίληψη εκείνη που θέλει τον διανοούμενο να είναι κάτι ξεχωριστό και πέρα του ανθρώπινου. Μια «ελίτ» προσωπικότητα του πνευματικού χώρου που υπερβαίνει το καθημερινό και συνηθισμένο, προσωποποιώντας την ενδοκάρπια υπερβατικότητα. Στο στερεότυπο αυτό περιλαμβάνεται η αντίληψη που θέλει τους διανοούμενους να πρόκειται για όντα απόμακρα και αγέλαστα, υπέρμετρα σοβαρά και μοναχικά, αυστηρά με τους γύρω και τον εαυτό τους, αδιάφθορα και αδέκαστα. Άνθρωποι δηλαδή με το «α» κεφαλαίο. «Άνθρωποι», επίλεκτοι και εκλεκτοί που διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο του διαχωρισμού πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας και αναδείχτηκαν στην κορυφή της πιο σκληρής ιεραρχικής κοινωνικής σχέσης.

Κι αν η αντίληψη αυτή στηρίζεται στη λειτουργία του αστικού κράτους και για το πώς ανέδειξε «πνευματικούς ηγέτες» στο πλαίσιο των ιδεολογικών του μηχανισμών ώστε να διατηρήσει την εξουσία του, η Αριστερά από την πλευρά της, ως δύναμη αμφισβήτησης και κριτικής της αστικής τάξης πραγμάτων, αλλά και κοινωνικής απελευθέρωσης, έφτιαξε κι αυτή τους δικούς της διανοούμενους. Την ίδια ώρα, άνθρωποι, που δεν συνδέθηκαν μεν οργανικά με την Αριστερά, αλλά είχαν στοιχεία αντικομφορμισμού και ρήξης με τα καθιερωμένα βρέθηκαν με τον “αντιεξουσιαστικό” λόγο και τη δράση τους στην ίδια όχθη, κατά κάποιο τρόπο, με την Αριστερά.

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, η ανάδειξη του όρου διανοούμενος αποτέλεσε συνώνυμο με την πολιτική ανάδειξη της Αριστεράς σε πολιτικό πρωταγωνιστή της νεοελληνικής ιστορίας. Με την κριτική φωνή και στάση τους, με τις αποχρώσεις στο λόγο και τις πράξεις τους, οι διανοούμενοι στον τόπο μας αποτέλεσαν την κριτική ματιά της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων και συνδέθηκαν, αρχικά, με την ιδεολογία του αντιφασισμού, ο οποίος στη συνέχεια, θα λέγαμε πως, διατηρήθηκε ως τέτοιος μετεξελισσόμενος στην «αντιδεξιά» κουλτούρα, όχι όμως και σε αντικαπιταλιστική ή κομμουνιστική.

Συνεπώς, για χρόνια οι διανοούμενοι στη χώρα μας μιλούσαν αριστερά χωρίς την ίδια ώρα να αφήνουν το κράτος να τους χρησιμοποιήσει, με αποτέλεσμα αυτό να προσπαθεί να τους εξοντώσει -και το κατάφερε σε μεγάλο βαθμό- πολιτικά, ηθικά και ιδεολογικά.

Οι διανοούμενοι όμως των τελευταίων δεκαετιών, είτε της πανεπιστημαικής κοινότητας, είτε του καλλιτεχνικού χώρου, είτε της δημοσιογραφίας, είτε του θεάματος, είχαν απορροφηθεί σε κρατικές κι εξουσιαστικές δομές, καθώς και σε κριτικές, επαγγελματικές δομές και σε ΜΜΕ. Η κοινωνική τους λειτουργία περιορίστηκε αποκλειστικά στο πλαίσιο του σύγχρονου κράτους και των πολιτικών του δυνάμεων που το στήριξαν και το εξέθρεψαν. Σε μια σχέση δούναι και λαβείν, κράτος και διανοούμενοι ήταν για χρόνια άρρηκτα συνδεδεμένοι. Από το κράτος, τις παραφυάδες και τους βραχίονές του προσλαμβάνονταν, πληρώνονταν, καταξιώνονταν και συνταξιοδοτούνταν. Καμία επιστημονική ή καλλιτεχνική παραγωγή δεν είχε τύχη εκτός των τειχών αυτών, εκτός κι αν περιορίζονταν σε ένα μικρό κοινό.

Θα ήταν ωστόσο λάθος να έβλεπε κανείς μονομερώς την ενσωμάτωση των αριστερών διανοούμενων στο κρατικίστικο μοντέλο των περασμένων ετών και να προσπαθεί να εξηγήσει το γεγονός βάσει της ηθικολογικής θεωρίας περί της προδοσίας και του εκπεσμού των διανοουμένων. Κι αυτό γιατί με τον τρόπο αυτό παραγνωρίζει ότι πρόκειται ουσιαστικά για μια κοινωνική ομάδα εργαζομένων που για χρόνια είχε συνδεθεί στενά με το κράτος και είχε ενσωματωθεί στον λόγο, τη δομή και την κοινωνική του συνθήκη, και η οποία τέλεσε σε σχέσεις εξάρτησης. Έτσι, με την «θεωρία της προδοσίας» επιστρέφουμε σε ξεπερασμένα μανιχαϊστικά σχήματα και εποχές που δε κάνουν τίποτα άλλο παρά να καλλιεργούν μύθους και στερεότυπα.

Στους ρευστούς πολιτικούς και οικονομικούς καιρούς που ζούμε, ο «παλιός κόσμος» φαίνεται να μας αφήνει χρόνους. Μαζί του, φαινόμενα και αντιλήψεις που για χρόνια κυριάρχησαν. Δεν χρειάζεται κανείς να έχει κάνει διατριβή πάνω στον Γκράμσι για να καταλάβει πως οι νέες κοινωνικές διεργασίες και η ένταση της ταξικής πάλης γεννούν νέες κοινωνικές ομάδες που, στο πρωταρχικό πεδίο μιας ουσιαστικής λειτουργίας στον κόσμο της οικονομικής παραγωγής, δημιουργούν μαζί τους οργανικά ένα ή περισσότερα στρώματα νέων διανοούμενων που τους προσδίδουν ομοιογένεια και συνείδηση της αποστολής τους. Εξάλλου, κάθε πραγματικό κίνημα γνωρίζει πως αν δεν αναδείξει τους δικούς του ιδεολόγους, δεν έχει καμία πιθανότητα να ευδοκιμήσει. Στο υπό διαμόρφωση «πραγματικό κίνημα», γεννιούνται ή αρχίζουν να εμφανίζονται δειλά- δειλά και οι νέοι «οργανικοί διανοούμενοι» που ξαναπιάνουν το νήμα των κοινωνικών αφετηριών, της αέναης επικαιρότητας της πάλης τους και της καθημερινής διασποράς τους αναζητώντας μιαν άλλη ιδεολογία και πρακτική. Σε ό,τι αφορά τους άλλους διανοούμενους, τους «παλιούς μας -δηλαδή- φίλους», που τραγουδούσε κάποτε κι ένας από αυτούς, δεν χρειάζεται να τους το πούμε, αλλά για «πάντα φύγαν…».

One thought on “«Πού πήγαν οι διανοούμενοι»

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: