Όταν το χρήμα αγοράζει τα πάντα
Όταν λέμε ότι «πωλούνται όλα», εννοούμε όλα. Με αυτές τις επτά λέξεις μπορούμε να περιγράψουμε το Τι δεν μπορεί να αγοράσει το χρήμα (What Money Can’t Buy) του πολιτικού φιλοσόφου Μάικλ Σαντέλ, μια μελέτη για τα «ηθικά όρια των αγορών», που φαίνεται ότι θα γίνει ένα από πιο πολυσυζητημένα βιβλία της χρονιάς. Μόνο που ο καθηγητής του Χάρβαρντ υποστηρίζει ότι δεν θα έπρεπε να είναι όλα για πούλημα, ότι υπάρχουν πράγματα που θα έπρεπε να βρίσκονται εκτός αγοράς ώστε να μην ξεχαρβαλωθεί εντελώς η ανθρώπινη κοινωνία.
Με νηφάλιο τόνο, χωρίς ακαδημαϊκή υπεροψία αλλά και χωρίς ρηχή καταγγελτική διάθεση, ο Σαντέλ μοιάζει να περιγράφει τις τελευταίες μέρες της παγκόσμιας καπιταλιστικής Πομπηίας, παροτρύνοντας τους αναγνώστες του όχι να οργανωθούν και να εξεγερθούν, όπως ίσως θα έκανε ο Νόαμ Τσόμσκι ή κάποιος άλλος διάσημος ακτιβιστής θεωρητικός, αλλά να σκεφτούν, να στοχαστούν, να αλλάξουν. Και ίσως, αλλάζοντας οι ίδιοι, μπορέσουν να αλλάξουν και τον κόσμο γύρω τους. Το βιβλίο του Σαντέλ είναι πολύτιμο γιατί δεν απευθύνεται στους ήδη πεισμένους, αλλά μπορεί να κλονίσει αυτούς που θεωρούν ότι έτσι είναι η ζωή, έτσι είναι το σύστημα και, αν το δούμε διαφορετικά, κινδυνεύουμε να γίνουμε γραφικοί.
O 59χρονος Αμερικανός καθηγητής είναι ένα είδος ροκ σταρ στον ακαδημαϊκό χώρο, αφού κατά τις παραδόσεις του στο Χάρβαρντ, όπου διδάσκει πολιτική φιλοσοφία εδώ και 30 χρόνια, παρατηρείται το αδιαχώρητο. Μάλιστα, το μάθημά του με θέμα «Δικαιοσύνη» έχει αναρτηθεί στο Διαδίκτυο και οι επισκέπτες του ανέρχονται σε εκατομμύρια. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε πέρυσι η μελέτη του Δικαιοσύνη. Τι είναι το σωστό; (μετάφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιόλης, εκδ. Πόλις), που έκανε μέσα σε λίγους μήνες τρεις εκδόσεις, κάτι όχι πολύ συνηθισμένο για θεωρητικά βιβλία. Πρόσφατα ο Σαντέλ έκανε μια παγκόσμια περιοδεία-μαμούθ για την προώθηση του νέου βιβλίου του, στη διάρκεια της οποίας έδωσε διαλέξεις και συνεντεύξεις και προσείλκυσε την προσοχή των ΜΜΕ.
Στην Ελλάδα της κρίσης, με τις αχαλίνωτες ιδιωτικοποιήσεις προ των πυλών, με τα δημόσια νοσοκομεία και σχολεία σε κατάσταση διάλυσης, η σκέψη του Σαντέλ μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα χρήσιμη, καθώς μας υπενθυμίζει αφενός την έννοια της «κοινής» δημόσιας σφαίρας και αφετέρου της «κόκκινης γραμμής» για τα αγαθά και τις αξίες που θα έπρεπε να βρίσκονται έξω από τον έλεγχο της αγοράς.
«Κρίμα το κοριτσάκι κρίμα, τι κάνει το άτιμο το χρήμα», τραγουδά ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, περιγράφοντας ένα «γάμο που έμοιαζε κηδεία», με τη νύφη μόλις δεκαεννιά και του γαμπρού οι μέρες μετρημένες. Ο στιχουργός, ο Γιάννης Νεγρεπόντης, περιγράφει μια αγοραπωλησία, που ναι μεν προκαλεί ανατριχίλα, όμως είναι νόμιμη. Στις μέρες μας, ιδίως στη μητρόπολη του καπιταλισμού, στις ΗΠΑ, πληθαίνουν τα είδη ανατριχιαστικής αγοραπωλησίας και τα πιο κραυγαλέα από αυτά περιγράφει και χρησιμοποιεί ως παραδείγματα ο Μάικλ Σαντέλ στο νέο βιβλίο του, καθώς και σε διαλέξεις και άρθρα του. Να λοιπόν τι μπορείτε να αγοράσετε ή να πουλήσετε νομίμως αν έχετε αρκετά δολάρια:
Ένα πριβέ κελί φυλακής: 90 δολάρια τη βραδιά. Στη Σάντα Άνα της Καλιφόρνια και σε μερικές άλλες πόλεις, οι καταδικασμένοι για μη εγκληματικές πράξεις μπορούν να πληρώσουν για ένα ήσυχο, καθαρό και μοναχικό κελί.
Τον αριθμό του κινητού του γιατρού σας: 1.500-25.000 δολάρια ετησίως. Ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός ιδιωτών γιατρών παρέχουν τηλεφωνική πρόσβαση και αυθημερόν ραντεβού στους πελάτες τους. Εννοείται ότι οι επισκέψεις χρεώνονται χωριστά.
Το δικαίωμα της μόνιμης παραμονής στις ΗΠΑ: 500.000 δολάρια. Ένας αλλοδαπός που κάνει μια επένδυση μισού εκατομ. δολαρίων και δημιουργεί τουλάχιστον 10 θέσεις εργασίας σε μια περιοχή με υψηλή ανεργία μπορεί να πάρει την πράσινη κάρτα.
Το δικαίωμα να πυροβολήσετε έναν μαύρο ρινόκερο: 250.000 δολάρια. Στη Νότια Αφρική επιτρέπεται σε ορισμένους γαιοκτήμονες να πουλούν σε κυνηγούς άγριων ζώων το δικαίωμα να σκοτώσουν έναν ορισμένο αριθμό ρινόκερων. Υποτίθεται ότι αυτό είναι ένα κίνητρο ώστε οι ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων να εκτρέφουν και να προστατεύουν τα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση.
Μια ινδή παρένθετη μητέρα: 8.000 δολάρια. Όλο και περισσότερα δυτικά ζευγάρια αναθέτουν σε μια Ινδή να κυοφορήσει το παιδί τους καθώς το κόστος στην Ινδία είναι το 1/3 του αντίστοιχου στις ΗΠΑ.
Το δικαίωμα εκπομπής στην ατμόσφαιρα ενός τόνου διοξειδίου του άνθρακα: περίπου 15 δολάρια (το 2010). Η ταχέως αναπτυσσόμενη Αγορά του Άνθρακα νομιμοποιεί και επιτρέπει την αγοραπωλησία ρύπων, όπως έχει δείξει και ο Γιώργος Αυγερόπουλος στο έξοχο ντοκιμαντέρ του «Πωλείται αέρας».
Λίγοι μπορούν να αγοράσουν τα παραπάνω. Όμως αν θέλετε ένα έκτακτο εισόδημα, θα μπορούσατε να επιλέξετε κάποια από τις ακόλουθες λύσεις:
Να προσφέρετε θέση για διαφημιστικό τατουάζ στο κούτελο ή στο ξυρισμένο κρανίο σας. Μια ανύπαντρη μητέρα στη Γιούτα πήρε 10.000 δολάρια από ένα ονλάιν καζίνο για ένα μόνιμο τατουάζ στο μέτωπό της. Τα μη ανεξίτηλα τατουάζ, που γίνονται με χένα, πληρώνονται λιγότερο. Στο πλαίσιο μιας διαφημιστικής εκστρατείας της, η Αir New Zealand νοίκιασε δεκάδες ξυρισμένα κεφάλια -για την ακρίβεια, «κρανιακά διαφημιστικά πλαίσια» (cranial billboards)- με αμοιβή δύο δωρεάν αεροπορικά εισιτήρια μετ’ επιστροφής στη Νέα Ζηλανδία είτε 777 δολάρια (μια αναφορά στα Μπόινγκ 777 του στόλου της).
Να γίνετε ανθρώπινο πειραματόζωο για δοκιμές φαρμάκων. Η αμοιβή κυμαίνεται γύρω στα 7.500 δολάρια για κάθε προϊόν, ανάλογα με τη φαρμακευτική εταιρεία και την ταλαιπωρία που συνεπάγεται η δοκιμή.
Να πολεμήσετε στη Σομαλία ή στο Αφγανιστάν για έναν ιδιώτη υπεργολάβο του στρατού με ημερομίσθιο 1.000 δολάρια. Η μισθοφορική αμοιβή κυμαίνεται ανάλογα με τα προσόντα, την πείρα και την εθνικότητα.
Αν είστε μαθητής, να διαβάσετε ένα βιβλίο: 2 δολάρια το κομμάτι. Η προσφορά αυτή ισχύει σε ορισμένα υποβαθμισμένα σχολεία του Ντάλας και σκοπός της είναι η ενθάρρυνση της ανάγνωσης.
Να σταθείτε στην ουρά στη θέση κάποιου λομπίστα για μια ακρόαση στο Κογκρέσο, στην Ουάσιγκτον. Η αμοιβή είναι 10-15 δολάρια την ώρα. Οι λομπίστες πληρώνουν εταιρείες ενοικίασης ανθρώπων (line-standing companies) που στέκονται στην ουρά και έτσι ο πελάτης απαλλάσσεται από την ορθοστασία και την αναμονή.
Ο Σαντέλ δεν περιορίζεται στην παράθεση παραδειγμάτων ώστε να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη ή τον ακροατή του. Απλώς τα παραδείγματα είναι η αφετηρία, η αφορμή για να διατυπωθούν ερωτήματα τα οποία προσεγγίζει με αναλυτικό τρόπο από τη σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας, όπως διαπιστώνουμε διαβάζοντας τη Δικαιοσύνη. Και μολονότι τα περισσότερα παραδείγματα ξεκινούν από την Αμερική, παραλλαγές τους εμφανίζονται σε όλες τις χώρες, ακόμα και σε εκείνες που δεν έχουν πλήρως παραδοθεί στην εξουσία της αγοράς.
Για παράδειγμα, αυτή την εβδομάδα μάθαμε ότι στις φυλακές της Βραζιλίας εφαρμόζεται ένα πρόγραμμα με τίτλο «Λύτρωση μέσω της ανάγνωσης» χάρη στο οποίο οι κρατούμενοι μπορούν να πετύχουν μείωση της ποινής τους έως και 48 μέρες το έτος διαβάζοντας ένα βιβλίο το μήνα. Αφού το διαβάσουν, πρέπει να γράψουν μια περίληψη χωρίς ορθογραφικά και συντακτικά λάθη που να επιβεβαιώνει ότι το διάβασαν κανονικά. Η απαλλαγή είναι 4 ημέρες μείωση ποινής για κάθε βιβλίο.
Αναρωτιόμαστε πώς θα σχολίαζε αυτή την πρακτική ο Σαντέλ που θεωρεί τη χρηματική ανταμοιβή των μαθητών του Ντάλας (δύο δολάρια για κάθε βιβλίο) δείγμα της διαβρωτικής δύναμης της αγοράς: «Οι αγορές δεν εξασφαλίζουν μόνο τη διανομή των αγαθών, αλλά εκφράζουν και προωθούν κάποιες στάσεις προς τα αγαθά που ανταλλάσσονται. Το να πληρώνεις παιδιά για να διαβάζουν βιβλία μπορεί να τα ωθήσει στη συνήθεια της ανάγνωσης, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να τα διδάξει να βλέπουν την ανάγνωση σαν αγγαρεία και όχι σαν πηγή εσωτερικής ικανοποίησης… Οι αγορές δεν είναι ουδέτερες, όπως συχνά συμπεραίνουν οι οικονομολόγοι, όμως στην πραγματικότητα οι αγορές αφήνουν τη σφραγίδα τους».
Στην περίπτωση της Βραζιλίας, δεν έχουμε αγοραπωλησία, αλλά ανταλλαγή, αφού ένα βιβλίο υπόσχεται δύο ημέρες ελευθερίας, περίπου όπως συμβαίνει με την εργασία στις αγροτικές φυλακές. Όμως η ανάγνωση, σε αντίθεση με τη βαριά χειρωνακτική δουλειά, επηρεάζει το υποκείμενο, αν και η έκταση, ο βαθμός της θετικής επιρροής δεν μπορεί να είναι μετρήσιμος. Ασφαλώς η συμπεριφορά των κρατουμένων πρέπει να βαραίνει στην απόφαση για μείωση της ποινής και ασφαλώς η ανάγνωση βρίσκεται στον αντίποδα της βίας, όμως με την ίδια λογική θα έπρεπε να καθοριστούν «ισοδύναμα ελευθερίας» και για άλλες ψυχωφελείς δραστηριότητες, όπως τη συμμετοχή σε θεατρικές ή μουσικές ομάδες.
Εξετάζοντας τον τρόπο που ο Σαντέλ αναπτύσσει τα θέματά του στη Δικαιοσύνη, θα λέγαμε ότι ο ίδιος θα απέφευγε να επικρίνει ή να επικροτήσει αυτό το μέτρο, αλλά θα παρουσίαζε τα υπέρ και τα κατά αυτής της πρακτικής και θα άφηνε τον αναγνώστη να σχηματίσει τη δική του άποψη.
Τα παραδείγματα που παραθέτει ο Σαντέλ δεν έχουν όλα την ίδια ηθική και πολιτική βαρύτητα. Άλλο να νοικιάζει κανείς διαφημιστικό χώρο στο σώμα του και άλλο η κυβέρνηση των ΗΠΑ να στρατολογεί μισθοφόρους ή ξένους μετανάστες για να πολεμήσουν στο Ιράκ με αντάλλαγμα την επιτάχυνση της διαδικασίας απόκτησης της αμερικανικής ιθαγένειας. (Σήμερα 30.000 «μη πολίτες» υπηρετούν στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις.) Η επί πληρωμή «παρένθετη κύηση» μετατρέπει την εγκυμοσύνη «σε μια μορφή αλλοτριωμένης εργασίας», όπως υποστηρίζει η Ελίζαμπεθ Άντερσον, μια ηθική φιλόσοφος με την οποία συμφωνεί ο Σαντέλ. Η παραδοσιακή σύνδεση ανάμεσα στο ωάριο, τη μήτρα και τη μητέρα καταργείται, ενώ το συμβόλαιο «παρένθετης κύησης» απαγορεύει τη σύναψη οποιουδήποτε συναισθηματικού δεσμού της εγκύου με το παιδί που θα φέρει στον κόσμο.
Ο ηθικός στοχασμός δεν είναι μια ενασχόληση πολυτελείας, εξηγεί ο Σαντέλ. «Όταν ο ηθικός στοχασμός γίνεται πολιτικός, όταν ρωτάει ποιοι νόμοι πρέπει να διέπουν τη συλλογική μας ζωή, θα πρέπει να ασχοληθεί με το βουητό της πόλης, με τα επιχειρήματα και τα επεισόδια που αναστατώνουν τον κοινό νου» (Δικαιοσύνη, σ. 49). Αυτά τα «πεζά» ερωτήματα της καθημερινότητας γύρω από το «νόμιμο και το ηθικό», που γεννιούνται και στη μικρή Ελλάδα, αποτελούν το αντικείμενο της πολιτικής φιλοσοφίας. «Μας ωθούν στο να αρθρώσουμε και να διατυπώσουμε τις ηθικές και πολιτικές μας πεποιθήσεις, όχι μόνο στην οικογένεια και στους φίλους μας αλλά και στην απαιτητική συντροφιά των συμπολιτών μας».
Πέρα από την καταγγελία και τη δημοσιογραφική αποκάλυψη, πέρα από το καθηκοντολογικό κάλεσμα για αντίσταση και αγώνα, πέρα από τις θεσμικές προτάσεις, η αριστερά πρέπει και μπορεί να προσεγγίσει με πολιτικούς όρους «και» την ηθική διάσταση της βαρβαρότητας που μας περικυκλώνει.
Το νόμιμο δεν είναι πάντα και ηθικό
Αίσθηση προκάλεσε πριν από δύο μήνες η αποκάλυψη από την εφημερίδα Πρώτο Θέμα ότι με κοινή απόφαση των υπουργείων Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη επιτρέπεται η ενοικίαση αστυνομικών από ιδιώτες (φυσικά και νομικά πρόσωπα) για προστασία, συνοδεία κ.λπ. Η ενοικίαση ενός σκέτου αστυνομικού στοιχίζει 30 ευρώ την ώρα, ενώ τα εξτρά (π.χ., μοτοσικλετιστής, εκπαιδευμένος σκύλος) χρεώνονται με 20 ευρώ την ώρα επιπλέον. Υποτίθεται ότι η επί πληρωμή διάθεση αστυνομικών θα γίνεται εφόσον υπάρχει «υπηρεσιακή επάρκεια», όμως πώς είναι δυνατό να υπάρξει περίσσεια οργάνων τη στιγμή που ο αριθμός των αστυνομικών που βρίσκονται στο δρόμο για την καταπολέμηση του εγκλήματος είναι εξαιρετικά ανεπαρκής;
Με άλλα λόγια η αστυνομία υπόσχεται την προστασία όχι του πολίτη γενικώς, αλλά του εύπορου πολίτη. Η ασφάλεια στην κατοικία, στο χώρο εργασίας και στις μετακινήσεις δεν είναι ένα αυτονόητο αγαθό που πρέπει να παρέχεται σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες μιας χώρας, αλλά ένα προϊόν που έχει τιμή στην αγορά. Το ίδιο δυστυχώς ισχύει και για δημόσια αγαθά όπως είναι η παιδεία και η υγεία, που η αξία τους δεν θα έπρεπε να εκτιμάται με όρους αγοράς, όπως υπογραμμίζει ο Σαντέλ στο νέο βιβλίο του.
Λιγότερο κράτος σημαίνει περισσότερη αγορά, όμως το βασικό δεν είναι μόνο η ποσοτική διάσταση, δηλαδή το πλήθος των υπηρεσιών και των προϊόντων που έχουν γίνει αγοραία, από το σεξ μέχρι τους νεφρούς, αλλά η ποιοτική αλλαγή που φέρνει η κυριαρχία της αγοράς στις ανθρώπινες σχέσεις, στις αξίες που η αγορά επιβάλλει και στις αξίες που η αγορά σαρώνει.
Η αλλαγή αυτή επιταχύνεται λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά δεν προκλήθηκε εξαιτίας της κρίσης, παρατηρεί ο Σαντέλ. Οι ρίζες της βρίσκονται στην πολιτική που άρχισε να ασκείται στις αρχές του ’80 από τον Ρόναλντ Ρίγκαν και τη Μάργκαρετ Θάτσερ, που θεοποίησαν την αγορά παρουσιάζοντάς τη σαν το κλειδί για την ευημερία και την ελευθερία. Η ίδια πολιτική συνεχίστηκε και στη δεκαετία του ’90 από τον Μπιλ Κλίντον και τον Τόνι Μπλερ που «παγίωσαν την πεποίθηση ότι οι αγορές είναι το κύριο μέσο για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος». Όπως ο ίδιος εξηγεί σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Γκάρντιαν, «η πιο μοιραία αλλαγή που συντελέστηκε την τελευταία τριακονταετία δεν είναι η ενίσχυση της απληστίας, αλλά η επέκταση των αγορών και των αξιών της αγοράς σε σφαίρες όπου αυτές δεν ανήκουν».
Ο Μάικλ Σαντέλ δεν μιλά για σοσιαλισμό, δεν είναι πολέμιος της αγοράς. Όμως εξανίσταται όταν διαπιστώνει ότι τα τελευταία 30 χρόνια οι νόμοι της αγοράς διαπερνούν την υγεία, την παιδεία, την εθνική ασφάλεια, την αναπαραγωγή, την προστασία του περιβάλλοντος, το σωφρονιστικό σύστημα (βλ. ιδιωτικές φυλακές), ενώ και στα ΜΜΕ καταργoύνται τα όρια ανάμεσα στη δημοσιογραφία και τη διαφήμιση. Θέλουμε μια οικονομία της αγοράς ή μια κοινωνία της αγοράς; αναρωτιέται ή μάλλον ζητά από τους συμπατριώτες του να αναρωτηθούν.
Η παντοδυναμία των αγορών φτωχαίνει, στεγνώνει τον δημόσιο βίο, εξηγεί ο Σαντέλ, καθώς η έννοια του καλού και του κακού, του σωστού και του λάθους καταργείται και, ταυτόχρονα, αποθεώνεται η διαχειριστική, η τεχνοκρατική πλευρά της διακυβέρνησης. (Mήπως αυτό μας θυμίζει κάτι;)
Χωρίς να χρησιμοποιεί ταξικούς όρους ανάλυσης, ο Σαντέλ τονίζει ότι η παντοδυναμία των αγορών γιγαντώνει τις κοινωνικές ανισότητες. «Σε μια κοινωνία όπου όλα πωλούνται και αγοράζονται, η ζωή γίνεται πιο δύσκολη για τα φτωχά και μεσαία εισοδήματα. Όσα περισσότερα πράγματα αποκτιούνται με το χρήμα, τόσο περισσότερο βαραίνει η κατοχή πλούτου ή η απουσία του». Η δεύτερη ολέθρια επίπτωση είναι η διαφθορά, που εκφράζεται τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο.
Ο Σαντέλ δεν επιδιώκει την κατάργηση του καπιταλισμού, όμως υπερασπίζεται με πάθος την έννοια του δημόσιου αγαθού και όχι με ωφελιμιστικά αλλά με ηθικά κριτήρια. Ενδιαφέρον δεν έχουν μόνο οι απόψεις του, αλλά και η θερμή υποδοχή τους από το πλατύ κοινό, γεγονός που δείχνει ότι η εποχή μας χρειάζεται τη «μεγάλη αφήγηση» και όχι απλώς οδηγούς επιβίωσης.
Η αγοραπωλησία ανθρώπινων ζωτικών οργάνων δεν διαφέρει από τα παζάρια του δουλεμπορίου. Κάποτε οι άνθρωποι αγοράζονταν και πουλιούνταν ολόκληροι, τώρα προσφέρονται στην αγορά σε τεμάχια, ενώ όλος ο κόσμος τείνει να γίνει μια απέραντη Δήλος των ρωμαϊκών χρόνων. Σύμφωνα με τον Στράβωνα (Γεωγραφικά, ΧIV, 5,2), «η Δήλος, που είχε μετατραπεί σε ζώνη ελεύθερου εμπορίου, μπορούσε σε μία ημέρα να δεχτεί και να πουλήσει δέκα χιλιάδες δούλους, εξ ου και η παροιμία ‘‘έμπορε, καταπλεύσον, εξελού, πάντα πέπραται’’» (έμπορε, ζύγωσε, βγες, όλα πουλιούνται).
Σε μια χρονική στιγμή που ο πλούτος της Ελλάδας βγαίνει προς πώληση, που ο νέος υπουργός Οικονομικών ονειρεύεται ένα Μόντε Κάρλο στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού, ένας μετριοπαθής αμερικανός στοχαστής έρχεται να μας θυμίσει ότι το νόμιμο δεν είναι πάντα και ηθικό.