«Καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται»
Ο πιο «κομψός» τρόπος για να υπονομεύσεις το δίκιο του αγώνα των καταπιεσμένων είναι να παίρνεις «ίσες» αποστάσεις ανάμεσα στο «δίκιο», στις «ελευθερίες» και στο «δικαίωμα» του καταπιεστή να καταπιέζει, και στο δίκιο, στις ελευθερίες και στο δικαίωμα του καταπιεσμένου να αντιδρά, να αντιστέκεται αλλά και να επιτίθεται ενάντια στην καταπίεση και στον καταπιεστή.
Του Νίκου Μπογιόπουλου από τον Ριζοσπάστη.
Ο ακόμα «κομψότερος» τρόπος για να αποκηρύξεις τον αγώνα του καταπιεσμένου ενάντια στον τύραννο και εκμεταλλευτή του, είναι να βαφτίζεις «βία» την αντίσταση και τη διαμαρτυρία του, την οποία βέβαια σπεύδεις μετά να την αντιπαραβάλεις με τη βία του εκμεταλλευτή ώστε με την ευπρέπεια που αρμόζει στον κόσμο των εστέτ του ανθρωπισμού, να αποφανθείς: «Καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται»…
Τον παραπάνω λυρικό «πασιφισμό», της καταδίκης της βίας «απ’ όπου κι αν προέρχεται», ένα σχήμα που αποτελεί σήμα κατατεθέν των προπαγανδιστικών μηχανισμών των καθεστώτων της βίας και της εκμετάλλευσης, τον ακούσαμε προχτές να διατυπώνεται και από την κυρία Ρένα Δούρου, στέλεχος και βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ.
Φυσικά δεν είναι της ώρας να κάνουμε μαθήματα (πολύ περισσότερο σε μια αριστερή…).
Αλλά, προς δόξαν της πραγματικότητας, τη βία – συστατικό στοιχείο της ύπαρξης των κοινωνιών όπου αντιπαρατίθενται αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα – είτε την καταδικάζεις, είτε δεν την καταδικάζεις, αυτή υπάρχει. Ερήμην των ηθικοπλαστικών κηρυγμάτων.
Είναι σαν να καταδικάζεις το θάνατο. Οσο κι αν τον καταδικάσεις, αυτός υπάρχει και θα υπάρχει (μέχρι τη δευτέρα παρουσία, τουλάχιστον…). Και η αναγνώριση ότι υπάρχει, μόνο ως παραλογισμός θα μπορούσε να εκληφθεί ως εκδήλωση «αγάπης» προς το θάνατο ή ως δήλωση «δικαίωσης» της ύπαρξής του.
Το ίδιο συμβαίνει, για παράδειγμα, με το θέμα του πολέμου. Η στάση μας απέναντί του δεν τελειώνει (ούτε καν αρχίζει) με την έκφραση της καταδίκης του. Αλλά με τον προσδιορισμό του χαρακτήρα του πολέμου. Δηλαδή αν είναι δίκαιος ή άδικος ο πόλεμος, από πλευράς εκείνων που είτε ως αμυνόμενοι, είτε ως επιτιθέμενοι, συμμετέχουν σε αυτόν.
Εκτός αν καταλήξουμε ότι κάθε πόλεμος είναι άδικος. Ως εκ τούτου εξίσου «άδικο» με τους Τούρκους το ’21 είχαν και οι επαναστατημένοι Ελληνες. Αλλά τότε, αν κάθε πόλεμος είναι «άδικος», και η αδικία επιμερίζεται εξίσου σε όλους όσους συμμετέχουν ή εξαναγκάζονται να συμμετάσχουν σε αυτόν, τότε η δικαίωση του «αδικητή» είναι εξασφαλισμένη.
Το ζητούμενο, λοιπόν, όταν μιλάμε για βία, δεν είναι να αραδιάσουμε επίθετα και προσδιορισμούς για να αποδείξουμε πόσο απεχθής μας είναι, μη και δεν πάρουμε μέρος στο γενικό μεθύσι κάποιας αταξικής, απολίτικης και αντι-ιστορικής «συναδέλφωσης».
Υποχρέωση του καθενός – εφόσον σέβεται τον εαυτό του – είναι να προσδιορίζει το χαρακτήρα της βίας. Αν μάλιστα είναι αριστερός, πρώτη του υποχρέωση είναι να μην επιτρέπει να συκοφαντούνται οι κοινωνικοί αγώνες μέσα από τη χυδαία επιχείρηση να διασυνδεθούν, να παραλληλιστούν ή πολύ περισσότερο να ταυτιστούν με το φασιστικό λιντσάρισμα, την ατομική τρομοκρατία, την κρατική καταστολή, την παρα-κρατική δράση κοκ.
Είναι να αποδεικνύει και όχι να τροφοδοτεί τη χυδαιότητα πως η λαϊκή αντίσταση αποτελεί τάχα τη «δικαίωση», τη «νομιμοποίηση» ή ακόμα και τον «γεννήτορα» (!) της τραμπούκικης, της υποκοσμιακής, της ναζιστικής και κάθε μορφής καθεστωτικής βίας. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο: Οι λαϊκοί αγώνες και οι μορφές τους, ως έκφραση αυτών των λαϊκών αγώνων, δεν αποτελούν την «κατάφαση», αλλά την εκκωφαντική άρνηση – μέχρι του σημείου της κατάργησης – της βίας που ασκείται πάνω στον καταπιεσμένο και που αυτή είναι που γεννά όχι απλώς το δικαίωμα, αλλά το καθήκον της αντίστασης.
Υποχρέωση, τελικά, του καθενός – εφόσον σέβεται τον εαυτό του – δεν είναι να εξαντλείται στην «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται». Είναι η καταδίκη και αντίσταση στη βία, αλλά από εκεί που πραγματικά προέρχεται. Και αυτή η στάση δεν καθιστά ούτε αντιμετωπίζει τη βία ως κάτι το επιθυμητό. Την αντιμετωπίζει υπό το πρίσμα την μόνης ελεύθερης προσέγγισης που μπορεί να υπάρξει. Και η μόνη ελεύθερη προσέγγιση είναι εκείνη που έχει επίγνωση της αναγκαιότητας.
Αν πάλι δεν ισχύουν όλα αυτά, τότε δεν έχουμε παρά να ζητήσουμε «συγγνώμη» τόσο από την κυρία Δούρου όσο και από τους υπόλοιπους.
«Συγγνώμη» για λογαριασμό του Άρη και του αντάρτη του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ. «Συγγνώμη» για λογαριασμό του Τσε. «Συγγνώμη» για λογαριασμό του Καραϊσκάκη και του Κολοκοτρώνη. «Συγγνώμη» για λογαριασμό του στρατιώτη του Κόκκινου Στρατού στο Ράιχσταγκ. «Συγγνώμη» για λογαριασμό εκείνων που γκρέμισαν τη Βαστίλη και των άλλων που παρέδωσαν στο λαό τα Χειμερινά Ανάκτορα. «Συγγνώμη» για λογαριασμό και του πιτσιρικά της «Ιντιφάντα» που πετούσε τόσο βίαια τις πέτρες του στα τανκς των Ισραηλινών…