20ή Φλεβάρη 2015: Η Βάρκιζα του ΣΥΡΙΖΑ

του Γιώργου Παυλόπουλου* 

«Η Άνγκελα Μέρκελ θα συμφωνήσει και θα είναι μέρα-μεσημέρι», διαβεβαίωνε πριν τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 σε τηλεοπτική του συνέντευξη ο Αλέξης Τσίπρας. Κάποιοι, τότε, υπέθεσαν πως είτε είχε κάποιο κρυφό χαρτί στο χέρι του είτε είχε πάρει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις από την καγκελάριο της Γερμανίας. Το Βερολίνο και οι σύμμαχοί του, όμως, δεν είχαν καμία διάθεση για παιχνίδια με την πρώτη «αριστερή κυβέρνηση» στην Ευρώπη. Αντιθέτως, είχαν κάθε λόγο να επιδιώξουν να την ταπεινώσουν και μάλιστα το γρηγορότερο δυνατό, ώστε να στείλουν ένα σαφές μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση και ειδικά προς τους επίδοξους μιμητές της. Έτσι κι έγινε. Γνωρίζοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κάψει προ πολλού το μοναδικό όπλο που θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα, αυτό του εκβιασμού και της ρήξης με το οικοδόμημα του ευρώ και της ΕΕ, οι «εταίροι» αποφάσισαν να χτυπήσουν γρήγορα και με όλη τη δύναμη πυρός. Και τη νύχτα της 20ης Φεβρουαρίου, ούτε ένα μήνα μετά τις εκλογές δηλαδή, κατάλαβαν πως το παιχνίδι ήταν δικό τους και δεν θα μπορούσαν να το χάσουν παρά μόνο από μια δυσάρεστη έκπληξη. Μια έκπληξη, φυσικά, που δεν θα μπορούσε πλέον να προέλθει από την κυβέρνηση, αλλά από μια δυναμική παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα, εφόσον αποφάσιζε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Κάτι το οποίο, όπως ήδη γνωρίζουμε, δεν έγινε – και για να μην γίνει, πολλοί ήταν εκείνοι που έβαλαν το χεράκι τους… Ούτως ή άλλως, στις αρχές του 2015 η Ελλάδα βρισκόταν συγκριτικά σε πολύ πιο δυσμενή θέση σε σύγκριση με τις περιόδους που υπογράφονταν το πρώτο και το δεύτερο μνημόνιο. Ακόμη κι έτσι, όμως, εφόσον υπήρχε σχέδιο και θέληση για σύγκρουση, οι πιθανότητες επιτυχίας κάθε άλλο παρά αμελητέες ήταν.

Σε πολλές χώρες της Ευρώπης, άλλωστε, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ είχε γεννήσει σημαντικές ελπίδες ότι μπορεί να μπει φρένο στην πολιτική της άγριας λιτότητας και της σύνθλιψης των εργατικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων. Στην Ισπανία, την Ιταλία και άλλες χώρες ήταν σχεδόν καθημερινές και ιδιαιτέρως μαζικές οι εκδηλώσεις συμπαράστασης και αλληλεγγύης. Ένας άνεμος ελπίδας έπνεε στις κοινωνίες της Ευρώπης, οι οποίες το μόνο που έβλεπαν και καταλάβαιναν ήταν το «πρώτη φορά Αριστερά», χωρίς να γνωρίζουν πρόσωπα, πράγματα και λεπτομέρειες για τις θέσεις της νέας κυβέρνησης. Οι Γερμανοί, όμως, ήξεραν πολύ περισσότερα. Ειδικά μετά τα όσα τους είπε ο Βαρουφάκης στο πρώτο Γιούρογκρουπ μετά τις εκλογές, στις 11 Φεβρουαρίου. Ανάμεσα στα άλλα: «Η Ελλάδα έχει κάνει μια τεράστια προσαρμογή την τελευταία πενταετία (…) Η νέα κυβέρνηση θεωρεί αυτή την προσαρμογή ως σημείο εκκίνησης. Τώρα θέλουμε να πάμε παραπέρα (…) Όσον αφορά στις ιδιωτικοποιήσεις και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, η κυβέρνηση είναι απολύτως μη δογματική (…) Οι αναφορές των μίντια ότι η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού του Πειραιά ακυρώθηκε δεν θα μπορούσαν να απέχουν περισσότερο από την αλήθεια».

Τόσο απλά…

 

Κανείς σώφρων και στοιχει­ωδώς ενημερωμένος δεν δικαιούται να πει ότι έπε­σε από τα σύννεφα λόγω της πολιτικής… κυβίστησης του ΣΥΡΙΖΑ μετά την ανάληψη της δια­κυβέρνησης της χώρας, σε συνεργασία με τους ΑΝΕΛ. Εξάλλου, η κυρίαρχη τάση της ηγετικής του ομάδα είχε δώσει εγκαί­ρως και αρκετά πριν τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου σαφή δείγματα γραφής για τις προθέσεις της και τις πραγματικές κόκκι­νες γραμμές της – χωρίς μάλιστα η μειο­ψηφία να φροντίσει να διαχωρίσει τη θέ­ση της. Θα θυμούνται, προφανώς, οι πε­ρισσότεροι, τη στροφή του στο μείζον ζή­τημα του δημόσιου χρέους και της μονο­μερούς διαγραφής του, αλλά και την πα­ρακάτω μνημειώδη δήλωση Τσίπρα τον Μάιο του 2014, σε συνέντευξή του στον ΑΝΤ1: «Ισχυρίζομαι και το λέω με όλη τη δύναμη της φωνής μου ότι η χώρα πράγ­ματι είναι μια χώρα που ανήκει στο δυτι­κό πλαίσιο, ανήκει στην Ε.Ε,. στο ΝΑΤΟ, αυτό δεν αμφισβητείται».

 

Παρ’ όλα αυτά, είναι γεγονός πως εάν αναζητήσουμε το ορόσημο που σηματο­δοτεί αυτή τη στροφή, δεν θα δυσκολευ­τούμε να το βρούμε: Ακριβώς ένα χρόνο πριν, την 20ή Φεβρουαρίου 2015 και προ­τού καν συμπληρωθεί ένας μήνας από τον εκλογικό θρίαμβο και τα πανηγύρια, η κυ­βέρνηση συνθηκολογεί ολοκληρωτικά και ουσιαστικά άνευ όρων στις απαιτήσεις και τους εκβιασμούς των δανειστών. Στο Γι­ούρογκρουπ που διεξάγεται εκείνη την ημέρα και αφού είχαν προηγηθεί κυριο­λεκτικά σημεία και τέρατα, Τσίπρας, Βα­ρουφάκης, Καμμένος και οι λοιποί υπουρ­γοί βάζουν ταφόπλακα ακόμη και σε αυ­τό το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσα­λονίκης».

Το περιεχόμενο εκείνης της συμφωνίας, την οποία η κυβέρνηση αρνήθηκε πεισμα­τικά να φέρει για συζήτηση στη βουλή πο­λύ δε περισσότερο να τη θέσει στην κρίση του λαού, δεν αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο για αμφισβήτηση. Όπως φαίνε­ται και στα σχετικά αποσπάσματα εκείνου του κειμένου, γίνεται ξεκάθαρα αποδεκτή η συνέχιση του Μνημονίου, εξαρτώνται τα πάντα από την αξιολόγηση των δανειστών (οι οποίοι από τρόικα μετονομάζονται σε θεσμοί), η κυβέρνηση δεσμεύεται να μην προχωρήσει σε καμία μονομερή ενέργεια χωρίς την έγκρισή τους, υπόσχεται να επι­τύχει «κατάλληλα» δημοσιονομικά πλεο­νάσματα αλλά και να αποπληρώσει πλή­ρως και στην ώρα του το δημόσιο χρέ­ος, ενώ μεταφέρει στις Βρυξέλλες τα 11 και πλέον δις ευρώ που προορίζονταν για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών και η ίδια είχε δηλώσει πως θα αξιοποιήσει δι­αφορετικά. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, αποδίδει ουσιαστικά τα εύσημα και στις προηγούμενες κυβερνήσεις, αναγνω­ρίζοντας τις προσπάθειες που καταβλήθη­καν για την «προσαρμογή»!

Μετά από αυτό, τα όσα ακολούθησαν πρέ­πει να θεωρούνται περίπου αναμενόμενα – με μοναδική εξαίρεση το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, το οποίο σηματοδότησε ταυτόχρονα το μεγαλειώδες «όχι» του λα­ού και την προδοσία του από την «πρώ­τη φορά Αριστερά» κυβέρνηση. Το απο­τέλεσμά του είναι προφανές ότι εξέπληξε την ηγετική ομάδα της (δυσάρεστα), ακό­μη όμως και τον Βαρουφάκη (παραιτήθη­κε την επομένη) ο οποίος, σε συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα στον Σκάι, δήλω­σε ευθαρσώς τα εξής: «Είχαμε πάρει μια απόφαση, ο ελληνικός λαός με εξέπληξε, εγώ μέχρι και την Κυριακή περίμενα ότι θα κερδίσει το ναι».

Στην ίδια μάλιστα συνέντευξη, ο άνθρω­πος ο οποίος είχε για το πρώτο διάστημα την ευθύνη των διαπραγματεύσεων, αυ­τός που δήθεν εκνεύριζε τον Σόιμπλε, τον Ντάιζελμπλουμ και τους άλλους συνομι­λητές του στην Ευρώπη με τα όσα τους έλεγε και τη συνολική του στάση, κάνει μία ακόμη πολύ σημαντική αποκάλυψη, καθώς σχολιάζοντας το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» λέει ότι υπήρχαν σε αυ­τό ανακρίβειες και λαϊκισμοί, ενώ παρα­δέχεται χωρίς περιστροφές: «Ότι θα πά­ρεις κάποια δις από το Ταμείο Χρηματο­πιστωτικής Σταθερότητας για να τα ρίξεις στην ανάπτυξη ή για να καλύψεις τα κόκ­κινα δάνεια, χωρίς διαπραγμάτευση, αυ­τό ήταν κάτι το οποίο δεν έστεκε στη βά­ση των κανονισμών και των διαδικασιών της Ε.Ε.».

Αν όμως όλα αυτά είναι μάλλον αρκετά για να διαμορφώσει κανείς σαφή άποψη για το τι στάση κράτησε ο Βαρουφάκης, αλλά και για το τι επιδιώκει μέσω του κι­νήματος που πρόσφατα ίδρυσε στη Γερ­μανία, οφείλουμε να μην λησμονούμε τις τεράστιες ευθύνες που έχει και εκείνο το τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ το οποίο τότε αποτε­λούσε τη μειοψηφία και πριν τις τελευ­ταίες εκλογές αποχώρησε και συγκροτή­θηκε γύρω από τη Λαϊκή Ενότητα. Πέρα από τις αυταπάτες τις οποίες καλλιέργησε και συντήρησε στο πιο μαχητικό κομμάτι των στελεχών, της βάσης και των ψηφο­φόρων του κόμματος, η στάση που τήρη­σαν οι εκπρόσωποί του κυρίως μετά την επονείδιστη συμφωνία της 20ής Φεβρου­αρίου φανερώνει και τις λαθεμένες πολιτι­κές τους εκτιμήσεις, τις ταλαντεύσεις και, τελικά, τα πολιτικά όριά τους.

Χαρακτηριστικά, η πρόεδρος της Βου­λής, Ζωή Κωνσταντοπούλου, σε πρόσφα­τη ανάρτησή της με την οποία θέλησε να απαντήσει στις κατηγορίες που της εκτό­ξευσε ο διάδοχός της, Νίκος Βούτσης, αναφέρθηκε στη συνεδρίαση της κοινο­βουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ που πραγματοποιήθηκε στις 25 Φεβρουαρί­ου, δηλαδή πέντε μέρες μετά τη συμφω­νία στο Γιούρογκρουπ, αποκαλύπτοντας ανάμεσα στα άλλα και τα εξής: «Όταν του έθεσα (στον Βαρουφάκη) το ερώτημα για ποιο λόγο επιστράφηκαν τα 11,5 δισ. του ΤΧΣ, από όπου θα χρηματοδοτούνταν μέ­ρος του προγράμματος της Θεσσαλονί­κης, δήλωσε ότι (…) ήταν ανεφάρμοστο και, όταν ζήτησα εξηγήσεις από τον Γιάν­νη Δραγασάκη (είχε καταρτιστεί υπ’ ευ­θύνη του), εκείνος αποχώρησε από την αίθουσα».

Η ίδια υπήρξε ξεκάθαρη και στη συνέ­ντευξη την οποία έδωσε τον Μάιο του 2015 στον Σκάι. Αφού ισχυρίστηκε ότι «η ημερομηνία της 20ής Φεβρουαρίου είναι ανεπίκαιρη σήμερα» και χαρακτήρισε τα όσα είχαν υπογραφεί από την κυβέρνηση στο Γιούρογκρουπ ως «ένα απλό ανακοι­νωθέν, που δεν έχει καμία νομική υπόστα­ση», στη συνέχεια δήλωσε τα εξής: «Αυ­τή η ηγεσία δεν συνάπτει συμφωνίες σε κλειστές πόρτες (…) Έχω αμέριστη εμπι­στοσύνη στον πρωθυπουργό. Αποκλείε­ται να κάνει συμφωνία που θα υπονομεύ­ει την δημοκρατία. Οτιδήποτε άλλο είναι σεναριολογία εκτός πραγματικότητας».

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αξίζει να στα­θούμε στην κυριολεκτικά απίστευτη δή­λωση που έκανε ο Παναγιώτης Λαφαζά­νης τον Ιούλιο, μετά το κυβερνητικό πρα­ξικόπημα με το αποτέλεσμα του δημοψη­φίσματος και την έγκριση του Μνημονί­ου από τη Βουλή (ο ίδιος και τα άλλα με­τέπειτα στελέχη της ΛΑΕ δεν το είχαν ψη­φίσει). Μια δήλωση που έκανε τους πε­ρισσότερους να τρίβουν τα μάτια τους και να αναρωτιούνται μήπως είχαν ακούσει ή διαβάσει λάθος: «Είμαστε βουλευτές της κυβέρνησης αυτής, τη στηρίζουμε ολό­θερμα, είμαστε η καρδιά και η ψυχή του ΣΥΡΙΖΑ, τον στηρίζουμε τον ΣΥΡΙΖΑ, στηρίζουμε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, στηρίζουμε τον πρωθυπουργό, δεν στηρί­ζουμε το Μνημόνιο»!..

Μετά από όλα αυτά, τα συμπεράσματα εί­ναι περίπου αυτονόητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε καμία πρόθεση να πάει σε ρήξη με αποτέλεσμα, στις 20 Φεβρουαρίου, με τις πρώτες κιόλας ομοβροντίες από την απέ­ναντι πλευρά, να παραδοθεί. Μάλιστα, όχι απλώς δεν φρόντισε ώστε να διασφαλί­σει κάποια στοιχειώδη χρηματοδότηση ως αντάλλαγμα, αλλά στο διάστημα που ακολούθησε άδειασε εντελώς τα δημόσια ταμεία και τα αποθεματικά των ασφαλιστι­κών φορέων για να πληρώσει πάνω από 8 δις σε δόσεις προς τους τοκογλύφους.

 

Η υπογραφή του τρίτου και σκληρότερου από όλα Μνημονίου ήταν αναμενόμενη. Ο Τσίπρας, ο Καμμένος και οι σημερινοί υπουργοί είναι καταδικασμένοι στη συ­νείδηση του λαού. Όσοι υπήρξαν στελέ­χη της κυβέρνησης ασφαλώς και γνώρι­ζαν, αλλά εξακολουθούσαν να έχουν τρα­γικές αυταπάτες και στερούνταν πολιτικής τόλμης. Τώρα πλέον;

 

*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν 21.02

Απάντηση