Ο υπέροχος πρόλογος του Νάνου Βαλαωρίτη για τη «Νάντια» του Μπρετόν
Εφυγε από τη ζωή σε ηλικία 98 ετών ο Νάνος Βαλαωρίτης, ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες διανοούμενους. Ήταν ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής, δάσκαλος, πολιτικός ακτιβιστής και ερευνητής. Την είδηση του θανάτου του έκανε γνωστή ο ποιητής και εκδότης Ντίνος Σιώτης: «Χθες βράδυ χάσαμε τον Νάνο, τον Νάνο τον Βαλαωρίτη, τον Νάνο όλων μας, τον Νάνο που σημάδεψε όσο λίγοι , με τις πολλές του ιδιότητες, τα ελληνικά γράμματα. Έφυγε πλήρης ποίησης και ημερών στα 98 του χρόνια, αφού έζησε μια πλούσια σε πολλά αγαθά ζωή. Γενναίος, αιρετικός, απρόβλεπτος, όπως αρμόζει στους γνήσιους σουρεαλιστές. Ο Νάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1921 και πάλεψε για τις ιδέες του μέχρι το τέλος
Ο Νάνος Βαλαωρίτης προλόγισε την ελληνική έκδοση της Νάντια ή Nadja (εκδ. ‘Υψιλον, Αθήνα, 1981) με το παρακάτω θαυμάσιο κείμενο:
Δεν υπάρχει βιβλίο του Μεσοπολέμου, που να έχει επηρεάσει πιο ανομολόγητα τόσους συγγραφείς, ιδίως στη Γαλλία, από τον Alain Jouffroy ίσαμε τον Philippe Sollers, όσο το παράξενο αυτό αφήγημα της «Νάντιας», που γράφτηκε σχεδόν εναντίον της θέλησης του συγγραφέα. Ο ρεαλισμός του, όλα όσα αφηγείται είναι γεγονότα, ακόμα και τα λογοτεχνικά βιβλία που αναφέρονται και τα έργα τέχνης. Κι όμως το έργο αυτό είναι ένα έργο καθαρής φαντασίας. Η καθημερινή ζωή είναι γεμάτη από παράξενες συμπτώσεις, από προμηνύματα, διασθήσεις, συναντήσεις ανθρώπων που αργότερα θα συνδεθούν στενά. Η αληθινή ζωή περιγράφεται ως η μήτρα, το καλούπι μιας άλλης ζωής που έχει σχέση με μια πνευματική πραγματικότητα που ξεπερνάει τα όρια του αισθητού, παρόλο που συνυπάρχει μέσα του, άρρηκτα συνδεδεμένο με τα φαινόμενα του καθημερινού κόσμου.
Η συνύπαρξη αυτών των δύο διαστάσεων σε μιά και μόνη, ενσαρκώνεται τελικά στην ηρωϊδα του βιβλίου, τη Νάντια, ή Νάτζα όπως προφέρεται συνήθως. Μόνο ο Μπρετόν την πρόφερε Νάντια, απ’ όσους άκουσα να μιλάνε γι’ αυτό το βιβλίο. ‘Ομως η Νάντια, παρόλο που μπορεί να εκληφθεί ως σύμβολο, δε λειτουργεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Μένει μιά περίπτωση, ένα αληθινό πλάσμα από σάρκα και οστά, που μάλιστα διόλου δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις ενός συμβόλου, αφού αυτή η ίδια υπόκειται στις δυνάμεις της καθημερινής φθοράς. Ο Μπρετόν μας την έδωσε χωρίς καμιά ωραιότητα, όπως ήταν, με μια ακρίβεια ντοκουμενταρίστα. Η εκπληκτική της πλευρά κερδίζει σε αληθοφάνεια χάρη σ’ αυτό που θα το έλεγαν οι Ρώσοι φορμαλιστές ένα τέχνασμα του γραψίματος. ‘Ομως στην περίπτωση του Μπρετόν, του τόσου αντίθετου στη φτιαχτή λογοτεχνία, τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση του, μπορούμε περισσότερο να μιλήσουμε για πεποίθηση, οπτική γωνία, και ό,τι μένει από το ηθελημένο γράψιμο είναι το στίλ, το μπαρόκ αυτό ύφος με τις μεγάλες φράσεις που δηλώνουν μια λαβυρινθένια διάθεση, μιά λυρική μετατόπιση της πραγματικότητας σε άλλα επίπεδα εμπειρίας πιο πλούσιας. Τι άλλο είναι αυτό παρά ο υπερρεαλισμός όπως τον έβλεπε, όπως τον ζούσε ;
Η σύνθεση πραγματικότητας και φαντασίας σε μιά υπερπραγματικότητα, είναι μια κληρονομιά του ρομαντισμού, από την εποχή της Aurelia του Νερβάλ, όπου η εμπειρία της τρέλας περιγράφεται με μιά κλινική κλασική γλώσσα του 17ου αιώνα. Ο Μπρετόν, που μισούσε τον κλασικισμό, επιχείρησε ν’ αποφύγει το κλασικό ύφος του Νερβάλ, -με το περίπλοκο των φράσεων που καθρεφτίζουν μάλλον ένα μεσαιωνικό πνεύμα, το πνεύμα των μεγάλων καθεδρικών ναών που τόσο θαύμαζε. ‘Ετσι η Νάντια γίνεται η συνάντηση, με κάποιο τρόπο, μιας γραφομηχανής και μιάς πένας από φτερό χήνας σ’ ένα τραπέζι μπιλιάρδου, του καινούριου και του νέου, του παιχνιδιού και της κλινικής ανάλυσης, σε μια ενότητα που ύστερα από τον Μπρετόν κανένας άλλος Γάλλος συγγραφέας δεν απετόλμησε. Η δικτύωση της καθημερινής ζωής από γεγονότα που αντηχούνε σα να συνεργάζονται είναι ακριβώς αυτή η απόπειρα πλουτισμού της εμπειρίας που επιχείρησε ο υπερρεαλισμός στην εκστατική του φάση. Η ζωή και το έργο, η έκφραση και το περιοχόμενό της δε χωρίζονται. Είναι μια ενότητα που μόνο ο Μεσαίωνας και οι πρωτόγoνες κοινωνίες κατάφεραν να πλησιάσουν. Οι χωρισμοί σε λογικό και σε παράλογο, σε συνειδητό και ασυνείδητο, είναι προϊόντα της δικής μας νοοτροπίας, εμείς που ζούμε την αλλοτρίωση και την ειδίκευση ως πληγές και ως αποξένωση από τον πραγματικό μας εαυτό στο πλαίσιο της βιομηχανικής κοινωνίας.
Η σχέση λοιπόν του υπερρεαλισμού με ορισμένες μορφές ψυχολογικής εμπειρίας που χαρακτηρίζονται ως ψυχωτικές, παρακρούσεις, παρανοιακές ερμηνείες, οραματισμοί, ψευδαισθήσεις, ακόμα και ψυχικά φαινόμενα τηλεπάθειας, προφητείας, κλπ., ασφαλώς είναι το κύριο θέμα όλων σχεδόν των βιβλίων πρόζας του Μπρετόν. ‘Ολες αυτές οι εμπειρίες έχουν τούτο το κοινό, ότι ξεπερνούν τα όρια της φτωχής πραγματικότητας μες στην οποία είναι αναγκασμένοι να ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι, όχι λόγω των ασχολιών τους τόσο, όσο επειδή δεν φαντάστηκαν ότι υπήρχε τίποτα άλλο. Πέρα λοιπόν από τις κοινοτοπίες, ζει πάντοτε κάπου μέσα ή έξω μας μια Νάντια που αφήνεται ελεύθερη στους δρόμους της στιγμιαίας της έμπνευσης, σπάζοντας και παραβιάζοντας τους κανόνες. Η χρήση της φωτογραφίας, ανθρώπων, αντικειμένων και εργων τέχνης, έχει εδώ το ίδιο νόημα. Αποσκοπεί να δείξει την αλληλουχία όλων αυτών των όψεων της πραγματικότητας, την καμιά φορά κρυφή και αόρατη συνεκτικότητά τους που χρειάζεται κάποια σκέψη και κάποια προσπάθεια για να την ανακαλύψεις. Το ότι ο ύπνος και τα όνειρα συνεργάζονται με τον ξύπνιο είναι πιά κοινός τόπος. Κι όμως, κάθε φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο, η έκπληξη επαναλαμβάνεται, όπως το κλισέ της αγάπης γίνεται, με κάθε νέα εμπειρία, μιά αποκαλυπτική κοσμοδημιουργία γι’ αυτόν που τη ζει. ‘Ετσι και η φαινομενική ψυχρότητα του γραψίματος, τέμνει κάθετα το παθιασμένο περιεχόμενο του βιβλίου, που τελείωνε μ΄ένα SOS ριγμένο από κάποιο άγνωστο σημείο. Και η υπερρεαλιστική εμπειρία της Νάντιας μετατρέπεται σε μια αγάπη παθιασμένη για την οποία μας λέει λίγα ο ποιητής, παρόλο που είναι σήμερα γνωστό πως πρόκειται για μιά άλλη γυναίκα, για την οποία γράφτηκε L’ union libre, το γνωστό ποίημα «‘Ελεύθερη ‘Ενωση».
Μερικοί κατηγόρησαν τον Μπρετόν ότι εκμεταλλεύτηκε τη Νάντια για τους σκοπούς του κι ότι την παράτησε αργότερα. Κι όμως το βιβλίο γράφτηκε κατ’ επιταγή της ίδιας της Νάντιας και με αρκετή δυσκολία και πολλούς ενδοιασμούς. Η θεωρία της εκμετάλλευσης της Νάντιας απ’ τον Μπρετόν δε στέκεται. Την εποχή που γράφτηκε το βιβλίο αυτό είχε μιά επαναστατική αξία. Η Νάντια αντιμετωπίζεται όχι σαν άρρωστη αλλά σαν εμπνευσμένη. Υπάρχει μιά επίθεση εναντίον της συμβατικής ψυχιατρικής, που μόνο με τον Λαίνγκ θα εισχωρήσει στις τάξεις των ψυχιάτρων. Ο σκοπός του Μπρετόν ήταν διδακτικός και απελευθερωτικός. Και το γεγονός ότι τα είπε όλα, δηλαδή δεν έκρυψε τίποτα για λόγους αξιοπρέπειας, είναι ένα δείγμα του θάρρους του, την εποχή που ο Φρόυντ ο ίδιος αρνιόταν να τα αποκαλύψει όλα, γιατί θα κλόνιζε το γόητρό του. Εκ των υστέρων πάντοτε, μπορούμε να βρούμε κάποιο ψεγάδι κάπου, κάτι που δεν πηγαίνει με τις σημερινές μας ιδέες, αλλά πρέπει να δούμε ένα βιβλίο μες το πλαίσιο της εποχής που γράφτηκε και τη σχέση του με τις τότε επικρατούσες ιδέες, και τότε μόνο θα καταλάβουμε την αξία της συμβολής του, έξω από ρητορείες και αντι-ρητορείες.
Η δύναμη του ποιητή είναι το θάρρος του να είναι υποκειμενικός, όχι μόνο με την παραδεδεγμένη έννοια, αλλά διότι εισχωρεί κάτω από τα κείμενα, και μάλιστα τα κακώς κείμενα, ένα θάρρος που λίγοι επιστήμονες το έχουν, με σημαντικές εξαιρέσεις των πιο μεγάλων, από το Γαλιλαίο μέχρι το Φρόυντ ή το Ράιχ, και σήμερα ως κληρονομιά του Μαρξ, με όλες τις διαφορές τους, τους Λέβι-Στρως και Λακάν. Ο ποιητής μένει όμως πάντοτε ο φάντης μπαστούνι, ο γελωτοποιός της τράπουλας που δεν παίζει με τους κανόνες. ‘Ετσι το κείμενο και το αντικείμενο πάντοτε θα βρίσκονται σε σχέσεις έντασης. Και αν θέλουμε να κατατάξουμε κάπου τη Νάντια, ασφαλώς θα τη βάλουμε από το μέρος των αντι-κειμένων, των βιβλίων που υπονομεύουν, που τολμάνε να ανασκαλέψουν στις απαγορευμένες περιοχές.
Μαδουρή, 26 Ιουλίου 1981 Νάνος Βαλαωρίτης