Διονύσης Τσακνής: Γράφοντας μουσική για Μπρεχτ

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η προφορική ανακοίνωση που έκανε ο Διονύσης Τσακνής, μιλώντας στο συνέδριο που διοργάνωσε το Σαββατοκύριακο 27-28 Απριλίου στον Περισσό η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, για τον Μπέρτολντ Μπρεχτ. Πρωτότυπος τίτλος του κειμένου είναι «Η μουσική στο έργο Ο αφέντης Πούντιλα και ο δούλος του ο Μάτι”. Ευχαριστούμε θερμά τον καλλιτέχνη που μας το παραχώρησε ευγενικά.

Προφανώς θα αναφέρθηκε στη διημερίδα, η ιδιαίτερη σχέση του Μπρεχτ με τη μουσική. Θα μπορούσα να προσθέσω την απαιτητικότητα προς τους συνεργάτες του σε ζητήματα ύφους, την προτίμηση ή η αποστροφή του σε κάποια μουσικά όργανα, το δέσιμό του, παρά τις μνημειώδεις διαφωνίες με τους τους τρεις συνθέτες που έντυσαν μουσικά το έργο του: Τον Κουρτ Βάιλ, τον Χανς Άισλερ και τον Πολ Ντεσάου.

Όσον αφορά στο ύφος, συνεπής στη λογική της αποστασιοποίησης της υποκριτικής, (ο ηθοποιός δηλαδή να μπαινοβγαίνει στο ρόλο και να μην ταυτίζεται πάντα μαζί του) ο μεγάλος αυτός αναμορφωτής της θεατρικής τέχνης, απαιτούσε κάτι αντίστοιχο και από τη μουσική. Αν θεωρήσουμε πως η μουσική, απευθύνεται κυρίως στο συναίσθημα, ο Μπρεχτ ζητάει απεύθυνση δια της μουσικής και στο μυαλό. Σε μία συζήτησή του με τον Βάιλ και για να δείξει πως δεν επιδέχεται το έργο του μουσικό συναισθηματικό παραλήρημα, είπε (αντιστρέφοντας τα φωνήεντα) πως δε θέλει music, αλλά misuc.

Γνωστή επίσης ήταν και η αποστροφή του προς το βιολί. Διατείνονταν σε σημείο υπερβολής βέβαια, πως οι συχνότητες του συγκεκριμένου οργάνου, του προκαλούσαν αναφυλαξία.

Η προτίμησή του στα πνευστά, στο ακορντεόν και στην κιθάρα ήταν εμφανής.
Ας έρθουμε στα καθ’ ημάς…

pountilaΠάντα η άποψή μου για τη σχέση σκηνοθέτη- συνθέτη σ’ ένα θεατρικό έργο, ήταν καθαρή: Η μπαγκέτα της διεύθυνσης ανήκει στον πρώτο. Ο δεύτερος, χωρίς να χάνει το προνόμιο της πρότασης,(εκδοχή ύφους, ενορχηστρωτική άποψη) οφείλει να υπηρετήσει το όραμα του σκηνοθέτη. Ένας δάσκαλος (με ό,τι σημαίνει η λέξη) έχοντας συνεργάτη έναν καλό δέκτη-ακροατή με γνώση και εμπειρία, παράγουν συνήθως, ενδιαφέροντα αποτελέσματα ή και αριστουργήματα (Μπρεχτ – Βάιλ) όσον αφορά στο μουσικό μέρος. Σε αντίθετη περίπτωση το Βατερλό είναι δεδομένο.

Οι συζητήσεις μας με τον Κώστα Καζάκο γύρω απ’ τη μουσική του έργου “Ο αφέντης Πούντιλα και ο δούλος του ο Μάτι”, ήταν πολλές, γόνιμες και ουσιαστικές. Σε ό,τι με αφορά, ήταν και διδακτικές. Το μεγάλο ενδιαφέρον όμως , ήταν οι πρόβες στο ΚΘΒΕ, στο πρώτο ανέβασμα, στη θεατρική περίοδο 2009- 2010.

Εκεί είναι, που δοκιμάζονται όλα. Η δουλειά δεκάδων ωρών που προηγείται στο γραφείο κατά μόνας, έρχεται να συναντηθεί στη σκηνή με τις ανάγκες του ανεβάσματος, τους ηθοποιούς πρώτα και κύρια, τις κορυφώσεις των σκηνών, τις ανάσες ή τις παύσεις. Φαίνεται αμέσως τι “κλωτσάει” και ο συνθέτης, οφείλει όπου πρέπει, να ανασκευάσει. Κάτι τέτοιο ούτε τον ακυρώνει, ούτε τον μειώνει καλλιτεχνικά. Το αντίθετο θα ισχυριζόμουνα. Το ανέβασμα ενός θεατρικού έργου, πρέπει να είναι σχολείο. Η ευτυχής συγκυρία είναι, ο έχων το γενικό πρόσταγμα, να ξέρει τι θέλει και να εμπνέει τους πάντες με τη σιγουριά του. Υπήρξα τυχερός.

Αλλαγές και προσθαφαιρέσεις, γινόντουσαν μέχρι την τελευταία στιγμή, που αφορούσαν στο ύφος περισσότερο, παρά στις βασικές μελωδικές ιδέες. Αποκορύφωμα στάθηκε ο προβληματισμός του Κ. Καζάκου, στη σκηνή της παρουσίας των τεσσάρων αρραβωνιαστικών στο υποστατικό του Πούντιλα: “Ή το κάνουμε όλο μουσικό, ή πετάω όλη τη σκηνή”. Κι αυτό, μία μέρα πριν τις γενικές δοκιμές. Στίχοι και παρτιτούρες, γράφτηκαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και την άλλη μέρα στην πρόβα, δοκιμάστηκαν και πέτυχαν όλα.

Την πρωτότυπη μουσική του Ντεσάου, δεν την είχα ακούσει σκοπίμως. Το πρωί της πρεμιέρας, πήρα απ’ το αρχείο του θεάτρου κάποια μαγνητοφωνημένα αποσπάσματα απ’ το πρώτο ανέβασμα του έργου το 1976 σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη. Τα άκουσα κατά την επιστροφή μου στο αεροπλάνο. Μελωδικές ομοιότητες δεν υπήρχαν, (ευτυχώς) το ύφος όμως, δεν διέφερε.

Το άγχος μου, οφειλόταν στην θεατρική διαθήκη του Μπρεχτ. Απαγόρευε το ανέβασμά του έργου, με άλλη μουσική. Δεν ξέρω αν ήταν λόγοι που σχετίζονταν αποκλειστικά με το ύφος της μουσικής του Ντεσάου, ή αν ήταν και ένα είδος οικονομικής συμφωνίας. Οι κληρονόμοι του Ντεσάου εισπράττουν στο ακέραιο τα ποσοστά απ’ τα πνευματικά δικαιώματα που αναλογούν στον συνθέτη στο κάθε ανέβασμα. Δεν ξέρω αν άλλα έργα του Μπρεχτ όπως η μνημειώδεις όπερα της πεντάρας, έχουν τις ίδιες δεσμεύσεις, με την επίσης αξεπέραστη μουσική του Βάιλ. Αυτά για την ιστορία.

Στο δεύτερο ανέβασμα του έργου (θέατρο Τζένη Καρέζη, περίοδος 2012-2013) τα πράγματα ήταν πιο απλά, με την έννοια ότι ο βασικός κορμός ήταν έτοιμος. Χρειάστηκε βέβαια μια προσαρμογή της ενορχήστρωσης, μια και τα όργανα περιορίστηκαν σε τρία (κιθάρα, ακορντεόν, κλαρινέτο).

Αξίζει να αναφερθεί πως ο Πολ Ντεσάου, χρησιμοποίησε μόνο δύο: κιθάρα και ακορντεόν.

Ο σκηνικός χώρος και η δεύτερη ματιά του σκηνοθέτη, δημιούργησαν νέες ανάγκες. Έπρεπε να ντυθούν μουσικά κάποιες σκηνές που δεν είχαν τραγούδια. Σκεφτήκαμε και για να αποφύγουμε το σκόπελο της απαγόρευσης, να χρησιμοποιήσουμε για τις σκηνές αυτές την πρωτότυπη μουσική.

Είχα πλέον στα χέρια μου τις παρτιτούρες του Ντεσάου. Ο επηρεασμός του απ’ την ατονάλ και δωδεκαφθογγική μουσική ήταν εμφανής. Κάτι που μπορεί να λειτούργησε μουσικά στη Γερμανία του 1950, ήταν πρόδηλο πως δε μπορούσε να σταθεί στην Ελλάδα του 2013. Θα προσέθετα, πως θα μπορούσε να επιδράσει και αρνητικά σ’ αυτή καθ’ αυτή τη διαδικασία της πρόσληψης της μουσικής, τόσο απ’ το κοινό, όσο και απ’ τους ηθοποιούς. Ένα απολύτως λαϊκό έργο, με μια εντελώς λόγια ματιά, θα δημιουργούσε προβλήματα συνέπειας. Έτσι, αποφεύγοντας πάντα συναισθηματικές προσεγγίσεις, ακολούθησα μια παιγνιώδη προσέγγιση, με καλά νομίζω αποτελέσματα στην κίνηση των ηθοποιών, σ’ αυτό δηλαδή που θα ονομάζαμε σωματοποίηση της μουσικής.

Ειλικρινά δεν ξέρω αν θα άρεσε η ματιά μου στο Μπέρτολντ Μπρεχτ. Για κείνο που είμαι βέβαιος πέρα και πάνω από υποκειμενικές αντιλήψεις είναι, πως το έργο,το σκηνοθετικό όραμα, οι ερμηνείες, ο σκηνικός χώρος, οι φωτισμοί και η μουσική, αποτέλεσαν ένα απολύτως συνεπές σύνολο, χωρίς τίποτα να λειτουργεί σε βάρος του άλλου. Η μουσική, είν’ εδώ και περιμένει τη δική της ανατροπή. Άλλωστε αυτό είναι το θέατρο!

Διονύσης Τσακνής

 

Απάντηση