Το κάτι που λείπει

του Κωστή Καρπόζηλου*

‘Εχουν περασει ακριβως δεκατέσσερα χρόνια από τότε που η Καίτη Γαρμπή τραγουδούσε, σε στίχους του Φοίβου, την αγωνιώδη αναζήτησή της για εκείνο το απροσδιόριστο «κάτι» που θα προσέδιδε νόημα στη ζωή της. Προκειμένου να καταδείξει τη σημασία του κινητοποιητικού «κάτι» η Γαρμπή απέρριπτε διαδοχικά τα τεκμήρια του υλικού πολιτισμού του καθ΄ημάς εκσυγχρονισμού στο γύρισμα του 21ου αιώνα: τη «μερσεντες χλιδάτη», το πούρο, το σκούρο αρμάνι, τις «δυνατές στη Σοφοκλέους μετοχές» και την «κάρτα αμέρικαν εξπρές». Το μοντέλο ανάπτυξης που περιγράφουν οι στίχοι αυτοί υπενθυμίζει τις κοινωνικές διαστάσεις των θεωρητικών αναζητήσεων γύρω από την ισχυρή Ελλάδα συνολικά, τα δυναμικά σουξε της εποχής, και τα βιντεο-κλιπ τους- συγκροτούν ενα εξαιρετικό αρχείο της χρυσής εποχής του ελληνικού κεφαλαίου και των γενικευμένων ψευδαισθήσεων κοινωνικής ανόδου στις τάξεις όσων σήμερα αναπολούν τις παλιες καλές μέρες. Η ουσία όμως του τραγουδιού έγκειται αλλού: στο «κάτι», το οποίο μπορεί να οριστεί μόνο εκ του αποτελέσματος, καθώς «θα με κάνει σαν τρελή να σε θέλω». Αυτό το «κάτι» που ελειπε στην Καιτη Γαρμπή το μακρινό 2000 είναι αυτό που διαισθητικά όλο και περισσότερο αντιλαμβανόμαστε οτι μας λείπει περισσότερο: το ενοποιητικό στοιχείο που θα γεννήσει και θα ανατροφοδοτήσει τον ενθουσιασμό, τη στράτευση κ την ενεργητική εμπλοκή στην πολιτική πράξη.

Οι πρόσφατες εκλογες δεν αποτύπωσαν μόνο τη μετάβαση απο τον καιρο της κρίσης στην εποχή της σταθερότητας και την ταυτόχρονη πανευρωπαϊκή καχεξία του πολιτικού ριζοσπαστισμού. Αποτύπωσαν και τη συσσωρευμένη κόπωση, την –με σημαντικές εξαιρέσεις- σχάση μεταξύ εκλογικού αποτελέσματος και κοινωνικής συμμετοχής, την εμπέδωση της λογικής της ανάθεσης σε ευρύτερα τμήματα του ακροατηρίου της αριστερας. Η κυνική απαισιοδοξία και η φαινομενικά αντίρροπή της φαντασιωσική αναμονή μιας ουρανόπεμπτης λύσης περιγράφουν τις δύο όψεις του ζητήματος: την εμπέδωση δηλαδή μιας παθητικής στάσης, η οποία παράγει το αντίστοιχο με την «πολεμίτιδα» τον καιρό του Εμφυλίου, δηλαδη την παράλυση μπροστα στο αναπόδραστο αδιέξοδο. Ανεξάρτητα απο τα ποικίλα ανησυχητικά αποτελέσματα, το πιο ανησυχητικό στοιχείο αφορά τους ίδιους τους όρους της αναμέτρησης αν κανεις συνυπολογίσει τις εξαιρετικά αναιμικες συγκεντρωσεις, τα επαγγελματικά συνεργεία αφισσοκολήσεων, το συχνά ρουτινιάρικό -και πάλι με σημαντικες εξαιρέσεις- στίγμα που παράγει η εμμονή με την τηλεοπτική προβολή των φωτογενών υποψηφίων της αριστεράς. Δεν πρόκειται για θέμα επικοινωνιακής στρατηγικής. Αφορά το κατά πόσο παρακολουθούμε, και συμβάλλουμε με τη σταση μας, στον μετασχηματισμό της αριστεράς σε μηχανισμό παραγωγής πολιτικής καθ’ ομοίωση με τα σύγχρονα κόμματα της τηλεοπτικής δημοκρατίας, του αρχηγικού λόγου και της χαλαρής σχέσης με το κοινωνικό ακροατήριό τους.

Θα ήταν ανακουφιστικό αν η απάντηση σε αυτες τις τάσεις προέκυπτε μεσα από μια συνταγή πολιτικής τακτικής. Δυστυχως πρόκειται για κάτι βαθύτερο, καθώς όλες οι εκδοχες του κινήματος, ανεξαρτήτως του βαθμού επαναστατικότητας ή ρεφορμισμού, βρίσκονται σε κρίση. Η ελληνική ιδιοτυπία μάς εμποδίζει να αντιληφθούμε τις διαστάσεις αυτής, αλλά τα ευρωπαϊκά αποτελέσματα την υπογραμμίζουν. Η ιστορική αριστερα της Ευρώπης αποδεικνύεται ανίκανη, ύστερα απο μια πενταετία κοινωνικής αναταραχής, να πρωταγωνιστήσει στις πολιτικές εξελίξεις παρότι έχει δοκιμάσει όλα τα δυνατά σχήματα ενότητας ή καθαρότητας. Αν σήμερα περορίζεται στον αχαρο ρόλο της υποτονικής παρουσίας στο ένα άκρο του πολιτικού φασματος, ποιο μπορεί να ειναι το μέλλον της στη νεα εποχή της λιτότητας και πολιτικής σταθερότητας εκτός απο αυτό της εξαφάνισης;

Κατι λείπει. Και αυτό το κάτι που λείπει ανατροφοδοτεί την ιδιώτευση, την αποστράτευση, την καχυποψία και την επιφυλακτικότητα, την ασφαλή απόσταση από το πεδίο της πολιτικής πράξης, το μετασχηματισμό της κοινωνικής κριτικής σε ατομικές συγγραφές στο αχανές ιντερνετικό σύμπαν. Η αναγνώριση του προβλήματος αυτού δεν αφορά κάποιους απροσδιόριστους άλλους. Συχνά στην αριστερά τα γενικά σχήματα –και η χρήση της παθητικής φωνής- υποκρύπτουν την επιθυμία να μην κατονομάσουμε το συγκεκριμένο. Στην περίπτωση αυτή όμως το ερώτημα, κ το ζήτημα της πολιτικής πράξης, αφορά εμάς. Τον καθένα και την καθεμία που κουβαλάει τις συσσωρευμένες αντιφάσεις από προηγούμενες εποχες και παραστάσεις πολιτικοποίησης, που απορρίπτει τα υπάρχοντα οργανωτικά σχήματα, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει την αναγκαιότητά τους και εν τέλει αναζητά εκείνο το «κάτι» που θα νοηματοδοτήσει διαφορετικά την έτσι και αλλιώς εξαιρετικά υποτονική καθημερινότητα που παγιώνεται γύρω μας με γοργούς ρυθμούς.

 

*Δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Λεύγα που κυκλοφορεί

leuga14

Απάντηση