ΣΥΡΙΖΑ: Προληπτική υποχωρητικότητα ελέω ευρώ
«Όταν ο πήχης είναι ψηλά, υπάρχει κίνδυνος να περάσεις από κάτω», σχολίαζε με νόημα δημοφιλής βουλευτής στη Β’ Αθηνών του ΣΥΡΙΖΑ μετά το πέρας της διακαναλικής συνέντευξης του Αλέξη Τσίπρα. Η λογική αυτή φαίνεται ότι πρυτάνευσε και στο ηγετικό επιτελείο, που ακολούθησε μια διπλή τακτική τις τελευταίες ημέρες πριν την κρίσιμη μάχη της κάλπης: Από τη μία μεριά φραστική και υφολογική όξυνση των τόνων, με τη ρητορική του επικεφαλής να υιοθετεί ένα ασυμβίβαστο και επιθετικό μοντέλο. Από την άλλη όμως, προγραμματική υποχώρηση σε καίρια σημεία του μετεκλογικού «οδικού χάρτη» που ελάχιστα εγγυώνται για τους εργαζόμενους.
του Γιώργου Λαουτάρη
Τα πρώτα πέντε νομοθετήματα μιας αυριανής αριστερής κυβέρνησης είναι ενδεικτικά της προληπτικής υποχωρητικότητας που έχει καταλάβει την ηγεσία της πλατείας Κουμουνδούρου: Επαναφορά κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ (μικτά) και του επιδόματος ανεργίας στα 461,5 ευρώ, στα μνημονιακά επίπεδα δηλαδή της πρώτης περιόδου. Μισή κατάργηση των χαρατσιών, μόνο για τους φτωχούς και τους ανέργους (για τους υπόλοιπους βλέπουμε). Ρύθμιση χρεών πολιτών και επιχειρήσεων προς τις τράπεζες. Συνέχιση του προγράμματος «βοήθεια στο σπίτι» για τους ηλικιωμένους (όχι όμως και αποκατάσταση συντάξεών τους). Και ανασύσταση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας. Ειδικά το πρώτο μέτρο για τους μισθούς (μολονότι δεν περιλαμβάνει αποκατάσταση δώρων και ακύρωση των μειώσεων) θα προβληθεί από μια πιθανή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ως ντε φάκτο «κατάργηση του Μνημονίου», μολονότι δεν είναι παρά ένα μικρό κομμάτι της όλης μνημονιακής στρατηγικής. Θα επιλεγεί λοιπόν μια σταδιακή αποκατάσταση επιμέρους μέτρων ανάλογα και με την πορεία τη διαπραγμάτευσης της δανειακής σύμβασης, η οποία αποκαλείται επισήμως από τον ΣΥΡΙΖΑ «εθνικό σχέδιο ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας».
Διαγράφεται μια πολιτική βαθμιαίας αποκατάστασης επιμέρους αντιλαϊκών μέτρων σε έναν απροσδιόριστο χρονικό ορίζοντα υλοποίησης
Πότε θα ολοκληρωθεί αυτή η «κατάργηση του Μνημονίου»; «Εμείς δεν έχουμε καμιά βιάση ιδιαίτερη», απάντησε αφοπλιστικά σε σχετική ερώτηση ο Αλέξης Τσίπρας στο Ζάππειο, συμπληρώνοντας σε άλλο σημείο πως «δεν χρειάζεται να διεκδικήσουμε πίστωση χρόνου, την έχουμε ούτως ή άλλως από έναν λαό ο οποίος μας δίνει την επιλογή του». Αυτό που διαγράφεται λοιπόν είναι μια αντιμνημονιακή πολιτική βαθμιαίας αποκατάστασης επιμέρους αντιλαϊκών μέτρων σε έναν απροσδιόριστο χρονικό ορίζοντα υλοποίησης, για την οποία βέβαια θα ζητηθεί και η προσήκουσα περίοδος χάριτος από τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα τους.
Η βάση της κυβερνητικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, που ελλείψει άλλων άμεσων θετικών εναλλακτικών, πείθει μαζικά τους εργαζόμενους, είναι ο διαχωρισμός του Μνημονίου και των μέτρων του, από τις δανειακές συμβάσεις. Πρόκειται φυσικά για πολιτικό ακροβατισμό και επιλογή της μικρότερης δυνατής σύγκρουσης. Έχει ξεχαστεί στα κυβερνητικά σχέδια του ΣΥΡΙΖΑ κάθε συζήτηση για διαγραφή του χρέους και στάση πληρωμών προς τους πιστωτές, αυτό που όλοι ανεξαιρέτως οι αριστεροί οικονομολόγοι περιέγραφαν ως όρο για την άσκηση στοιχειωδώς φιλολαϊκής πολιτικής. Η στρατηγική αυτή επιλογή να κρατηθεί η χώρα στον παραλυτικό δανειοδοτικό μηχανισμό συνδέεται ασφαλώς με τον ιερό προσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ, τη Μέκκα της παραμονής στο ευρώ και την ΕΕ: «Προκειμένου να μην υπάρξει καμία αμφιβολία, το κόμμα μου –ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ– είναι αποφασισμένο να κρατήσει την Ελλάδα εντός της ευρωζώνης», ήταν οι χαρακτηριστικές πρώτες λέξεις που χρησιμοποίησε ο Αλέξης Τσίπρας σε άρθρο του στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς την Τρίτη. Για το λόγο αυτό επιλέγεται το «ισπανικό μοντέλο» ως πρότυπο, καθώς σύμφωνα με τον Αλέξη Τσίπρα στη χώρα που κυβερνά ο δεξιός Ραχόι έχουν χρήματα από δάνεια αλλά όχι Μνημόνιο. «Την Κυριακή ψηφίζουμε και με το βλέμμα στην Ισπανία», όπως είπε και από την Ομόνοια την Πέμπτη.
Αφού όμως το «όπλο», όπως έλεγε κάποτε ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, της τριετούς αναστολής πληρωμών δεν βγήκε καν για να ξεσκονιστεί από τη φαρέτρα, παρά αποσιωπήθηκε πλήρως τον τελευταίο μήνα, πώς θα χρηματοδοτηθεί άραγε ακόμα και αυτή η μερική φιλολαϊκή πολιτική σταδιακής αποκατάστασης; Από μια φορολογική πολιτική «που αίρει τις φορολογικές αδικίες, που φορολογεί τον πλούτο, όχι τη φτώχεια», όπως είπε με αοριστία που θα ζήλευαν και αστρολόγοι, ο Αλέξης Τσίπρας στην κεντρική του προεκλογική ομιλία την Πέμπτη στην Αθήνα. Όταν πιέστηκε στη διακαναλική συνέντευξη Τύπου να γίνει συγκεκριμένος, έγινε αποκαλυπτικός: Σε ερώτηση του Αντέννα για τη φορολογία των μεγάλων επιχειρήσεων, είπε γενικώς ότι «χρειάζεται ένα φορολογικό καθεστώς σταθερό, δίκαιο και ας είναι λίγο υψηλότερη η φορολόγηση για τις μεγάλες επιχειρήσεις», χωρίς να αναφερθεί σε συντελεστές. Όταν ρωτήθηκε από το Πριν αν θα καταργήσει τις 58 προκλητικές φοροαπαλλαγές που απολαμβάνουν οι εφοπλιστές, απάντησε ότι θα προχωρήσει σε «διαδικασία συνεννόησης και συμφωνίας» με τον εφοπλιστικό κόσμο, δηλώνοντας μάλιστα ότι «δεν είναι όλοι σε μία λογική αδιαφορίας ή αναισθησίας για όσα περνάει η χώρα», γεγονός που τον κάνει να πιστεύει ότι «θα βρούμε ευήκοα ώτα». Για να παραφράσουμε το γνωστό συνταγματικό αφορισμό, η εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής επαφίεται στον πατριωτισμό των εφοπλιστών.
Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.