Η ιστορία μιας βαλίτσας
Μια άγνωστη σελίδα διεθνιστικής αλληλεγγύης στα χρόνια του απαρτχάιντ
Η βαλίτσα που βλέπετε στη φωτογραφία δεν είναι συνηθισμένη, αλλά είναι μια από τις δεκάδες που χρησιμοποιήθηκαν στην τετραετία 1967-1971 από ένα δίκτυο Βρετανών κομμουνιστών που έκαναν αντιστασιακή δουλειά στη Νότια Αφρική, στην πιο άγρια εποχή του απαρτχάιντ, καθώς ο Νέλσον Μαντέλα και όλοι οι ηγέτες του κινήματος ήταν φυλακή. Ένα εκατομμύριο προκηρύξεις κατά του ρατσιστικού καθεστώτος του και υπέρ του ΑΝC (Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο) μπήκαν παράνομα στη χώρα και για την είσοδό τους χρησιμοποιήθηκαν βαλίτσες με διπλό πάτο σαν την εικονιζόμενη.
Στην ομάδα αυτή συμμετείχαν ηλεκτρολόγοι, μηχανικοί, ένας τηλεφωνητής, ένας ναυτικός και αρκετοί φοιτητές του London School of Economics. Όλοι τους έκαναν συχνά ταξίδια τη Νότια Αφρική και λόγω του λευκού του δέρματος ήταν υπεράνω υποψίας. Άλλοι παρίσταναν τους τουρίστες, άλλοι τους νεόνυμφους που έκαναν ταξίδι μέλιτος, άλλοι πόζαραν σαν νεαροί φιλόδοξοι Άγγλοι που αναζητούσαν επαγγελματικές ευκαιρίες –και όλοι τους ήταν ευπρόσδεκτοι στη χώρα, καθώς το καθεστώς ήθελε να δείξει ότι είναι κομμάτι του δυτικού κόσμου. Ένας από αυτούς έγραψε το 2005 για εκείνες τις επιχειρήσεις και η μαρτυρία του αποτέλεσε τη μαγιά για ένα βιβλίο στο οποίο 34 σύντροφοί του συνεισέφεραν και με τις δικές τους αφηγήσεις. Τίτλος του βιβλίο «Τhe London Recruits» (Στρατολογημένοι στο Λονδίνο).
Οι “αλληλέγγυοι” (σε ελεύθερη μετάφραση) δεν σκόρπιζαν μόνο προκηρύξεις, αλλά τοποθετούσαν και κασετόφωνα σε στρατηγικά σημεία (π.χ., σε αφετηρίες λεωφορείων που τα χρησιμοποιούσαν μαύροι επιβάτες) τα οποία μετέδιδαν ηχογραφημένα μηνύματα υπέρ του ANC και επαναστατικά τραγούδια από τη χορωδίατου ΑNC του Λονδίνου. Επίσης τοποθετούσαν βόμβες μικρής ισχύος, που η έκρηξή του συνοδευόταν από τη ρίψη φυλλαδίων που έγραφαν: “Το ΑNC λέει στον Φόρστερ [o τότε πρωθυπουργός] και στη συμμορία του: οι μέρες σας είναι μετρημένες. Θα πάρουμε πίσω τη χώρα μας”.
Οι νεαροί τότε Βρετανοί έδρασαν σε πέντε νοτιοαφρικανικές πόλεις, σε συνεργασία με παράνομα μέλη του ANC. Ένα από αυτά ήταν ο Έλληνας Άλεξ Μουμπάρης, που συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλάκισης, όμως ύστερα από εφτάμισι χρόνια κατάφερε να δραπετεύσει.
Το βιβλίο αυτό, όπως δηλώνει ο πρωτεργάτης του στον σημερινό Guardian, δεν είναι απλώς μια περιγραφή περιπετειών α λα Τζέιμς Μποντ. “Όλοι εμείς οι London Recruits θα μπορούσαμε να πούμε ότι το απαρτχάιντ δεν είναι σωστό, όμως η καταπολέμησή του δεν είναι δική μου δουλειά. Κανείς ωστόσο δεν το είπε. Κάθε μέρα που περνά ο κόσμος μας γίνεται όλο και πιο αλληλοσυνδεόμενος, γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να λέμε ότι ένα μακρινό πρόβλημα δεν είναι και δικό μας. Η διεθνιστική αλληλεγγύη είναι σήμερα απαραίτητη όσο ποτέ, είτε πρόκειται για την Παλαιστίνη είτε για το λαό της Σαουδικής Αραβίας.
Εγκέφαλος της επιχείρησης ήταν ο Νοτιοαφρικανός Ρόnι Κάσριλς, που τότε ήταν φοιτητής στο LSE και αργότερα διετέλεσε υπουργός στην κυβέρνηση του Νέλσον Μαντέλα. Ο ίδιος σήμερα λέει: “Τα τέλη της δεκαετίας του ’60 ήταν η χειρότερη περίοδος του αγώνα ενάντια στο απαρτχάιντ. To παράνομο δίκτυο είχε τσακιστεί και ο λαός ήταν τρομοκρατημένος. Έπρεπε να στείλουμε ένα μήνυμα ελπίδας σε ό,τι είχε απομείνει από το κίνημα και στον νοτιοαφρικανικό λαό. Οι σύντροφοι από το Λονδίνο συμπλήρωσαν ένα κενό μέχρι το 1972, όταν το παράνομο δίκτυο αποκαταστάθηκε ξανά”.
Πέρασαν 40 και πλέον χρόνια για να έρθει στο φως αυτή η σελίδα της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Οι πρωταγωνιστές της είναι σήμερα εξηντάρηδες και εβδομηντάρηδες, όμως φαίνεται ότι δεν έχουν όλοι χάσει την επαναστατική τους φλόγα. Φαίνεται επίσης ότι και οι παλιές βαλίτσες με την εσωτερική χάρτινη ταπετσαρία έχουν ψυχή… Πάντως, οι δύο από τις πολλές που χρησιμοποιήθηκαν τότε θα γίνουν εκθέματα στο Μουσείο της Αντίστασης Κατά του Απαρτχάιντ στο Γιοχάνεσμπουργκ.