Ο Στ. Μαυρουδέας για την χρήσιμη ψήφο της 6ης Μαϊου
«Καμιά φιλολαϊκή διέξοδος δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν αποδράσει η χώρα από το κάτεργο της ΕΕ»
(Οι υπογραμμίσεις δικές μας)
1. Οι εκλογές της 6ης Μαϊου 2012 είναι μία από τις πιο κρίσιμες μεταπολιτευτικές (πιθανά και μεταπολεμικές) εκλογικές αναμετρήσεις και ο λαϊκός παράγοντας πρέπει να παρέμβει καθοριστικά σ’ αυτές και να σημαδέψει τις μετέπειτα εξελίξεις. Μέσα στην πιο βαθειά ίσως μεταπολεμική καπιταλιστική οικονομική κρίση (που έχει ήδη μετατραπεί σε κοινωνική και πολιτική κρίση) το σύστημα επιδιώκει, με νύχια και με δόντια, να ελέγξει την κατεύθυνση της ελληνικής κοινωνίας. Δεσμευμένο στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ενοποίησης (και από επιλογή αλλά και από αδυναμία) υλοποιεί την στρατηγική καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης των Μνημονίων, παρά τα σημαντικά κόστη που επιφορτίζεται και αυτό και φυσικά επιδιώκοντας να φορτώσει το σύνολο των βαρών στον κόσμο της εργασίας. Ιδιαίτερα στις εκλογές αυτές, παρά την δραματική εξασθένιση του, επιδιώκει να στηρίξει ένα «μεταλλαγμένο δικομματισμό»: τα δύο βασικά καθεστωτικά κόμματα (η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ) μαζί με τα άμεσα διαθέσιμα δεκανίκια τους (ιδιαίτερα το ΛΑΟΣ και η ΔΗΜΑΡ) να αθροίσουν όσο το δυνατόν περισσότερες ψήφους. Στην επιλογή αυτή συμπλέουν και τα περισσότερα ηγεμονικά ιμπεριαλιστικά κέντρα και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ και οι ηγεμονικές ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ταυτόχρονα προσπαθούν να στηρίξουν και διάφορα κυριολεκτικά «ρετάλια» (π.χ. ΔΗΣΥ) αλλά και διάφορους ουρανοκατέβατους τυχοδιώκτες (μερικές φορές ακόμη και με αριστερό προσωπείο) που μπορεί να φανούν χρήσιμοι στο μέλλον. Έτσι στο άμεσο μετεκλογικό μέλλον το σύστημα επιδιώκει να συνεχισθεί αδιατάρακτη η σημερινή κατεύθυνση της συμμετοχής στην καταστροφική ευρωπαϊκή «Μεγάλη Ιδέα» του και οι δεσμεύσεις της χώρας στα πλαίσια της. Ιδιαίτερα προετοιμάζεται ώστε να έχει έστω μία στοιχειώδη εκλογική νομιμοποίηση για να επιβάλλει την λαίλαπα νέων αντιλαϊκών μέτρων του Ιουνίου για οποία έχει δεσμευθεί ήδη. Φυσικά από την άλλη ενισχύει συνεχώς τον θεσμικό και τεχνικό μηχανισμό καταστολής και βυσσοδομεί – μαζί με τους ξένους πάτρωνες – ακόμη και για αντιδημοκρατικές λύσεις. Ο λαϊκός παράγοντας πρέπει να ακυρώσει την κατεύθυνση του συστήματος. Είναι σημαντικό ιδιαίτερα τα 2+2 κόμματα του «μεταλλαγμένου δικομματισμού» να πέσουν όσο το δυνατόν πιο χαμηλά στις εκλογές.
2. Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία ο λαϊκός παράγοντας και ο κόσμος της εργασίας δυστυχώς δεν βρίσκονται στην καλύτερη θέση. Το εργατικό κίνημα αδυνατισμένο, πολυδιασπασμένο και διαβρωμένο από εξωνημένες «συνδικαλιστικές» ηγεσίες δεν έχει μπορέσει – παρά μερικές από τις μαζικότερες μεταδικτατορικές απεργιακές κινητοποιήσεις – να αντιπαρατάξει ένα συγκροτημένο αντίπαλο δέος. Απουσιάζει τόσο η κατεύθυνση όσο και η οργανωτική συγκρότηση που θα συγκροτούσε ένα αποτελεσματικό τέτοιο μέτωπο των εργαζομένων. Οι ευθύνες γι’ αυτό βρίσκονται στις ηγεσίες όλων σχεδόν των βασικών ρευμάτων της ελληνικής Αριστεράς που για άλλη μία φορά – και δυστυχώς σε μία εξαιρετικά κρίσιμη ιστορική συγκυρία – αποδεικνύονται κατώτερες των περιστάσεων.
Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μία φιλοευρωπαϊκή στρατηγική και περιορίζεται σε σχετικά επιτυχή επικοινωνιακά εγχειρήματα που όμως αδυνατούν τόσο να αποτελέσουν μία ρεαλιστική αριστερή πολιτική πρόταση διεξόδου όσο και να βοηθήσουν την συγκρότηση ενός μαζικού και νικηφόρου μαζικού κινήματος. Οι επικλήσεις μίας εξωπραγματικής προοδευτικής πανευρωπαϊκής λύσης – που τόσα χρόνια πουθενά δεν εμφανίσθηκε – εν τέλει λειτουργούν σαν στήριγμα της συστημικής στρατηγικής καλλιεργώντας ψευδαισθήσεις και οδηγώντας, μετά την διάψευση τους, στην ηττοπάθεια. Καμία προοδευτική λύση δεν μπορεί να προκύψει μέσα στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού σχηματισμού της ΕΕ, για την ελληνική συμμετοχή στον οποίο ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ έχει καθοριστικές ευθύνες. Η δειλία να αλλάξει κατεύθυνση και η εμμονή στην ίδια αδιέξοδη κατεύθυση δείχνει ότι ο ηγετικός πυρήνας του παραμένει εξάρτημα της αστικής στρατηγικής. Επιπλέον, ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ εξαντλείται σε ένα κοντόφθαλμο τακτικισμό χωρίς στρατηγική στόχευση και στο οπορτουνιστικό χάιδεμα διαφορετικών πολιτικών και κοινωνικών ακροατηρίων απευθύνοντας διαφορετικό πολιτικό λόγο προς το καθένα. Η κοντόθωρη και τυχοδιωκτική αυτή πολιτική όχι μόνο δεν βοηθά στην υπόθεση του σοσιαλισμού αλλά ούτε και συμβάλλει στην ενίσχυση του κινήματος (παρόλο που ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ εκ του πονηρού δεν διαχωρίζεται από αυτό ακόμη και όπου καταφανώς διαφωνεί). Όμως πρέπει να αναγνωρισθεί η σημασία του Αριστερού Ρεύματος του Π.Λαφαζάνη που, παρά τα σφάλματα του παρελθόντος, προσπαθεί να ανιχνεύσει με τις προτάσεις και την δράση του μία ρεαλιστική και μάχιμη αριστερή πολιτική και να απεγκλωβισθεί από την φιλοευρωπαϊκή αστική στρατηγική.
Το ΚΚΕ (με ευθύνη της σημερινής ηγετικής ομάδας του) τα τελευταία χρόνια επιδίδεται σε μία αριστερίστικη ρητορεία επικαλούμενο τον σοσιαλισμό (μεταμφιεσμένο σε «λαϊκή εξουσία») σαν λύση τόσο στα μακροχρόνια όσο και στα άμεσα προβλήματα του λαού και της χώρας. Και φυσικά, επειδή ο σοσιαλισμός είναι μεν στην ιστορική ημερήσια διάταξη (δηλαδή είναι η μόνη μακροχρόνια λύση στη βαρβαρότητα στην οποία βυθίζει την ανθρωπότητα ο καπιταλισμός) αλλά δεν έρχεται με το πάτημα ενός κουμπιού αλλά με μία μακρόχρονη διαδικασία, ουσιαστικά δεν κάνει τίποτα για να τον φέρει κοντά. Αγνοεί συστηματικά βασικές αρχές του Μαρξισμού και της ιστορικής εμπειρίας του εργατικού και κομουνιστικού κινήματος και ιδιαίτερα το ότι ο κομμουνισμός εκτός από στρατηγικός στόχος είναι και η διαδικασία πάλης με την οποία θα φθάσεις στο στόχο αυτό. Με τον τρόπο αυτό η ηγεσία του ΚΚΕ ουσιαστικά υποκαθιστά την ενότητα στρατηγικής και τακτικής (υπό την καθοδήγηση της πρώτης) που πρέπει να χαρακτηρίζει την κομμουνιστική πολιτική με μία φωνακλάδικη στρατηγική και μία ανύπαρκτη τακτική (που όταν στριμώχνεται από την πραγματικότητα καταλήγει σε οικτρές οπορτουνιστικές παλινωδίες και αναξιόπιστους τακτικισμούς). Τα προβλήματα αυτά φαίνονται με τον πιο δραματικό τρόπο τόσο στην πολιτική πρόταση όσο και στο ρόλο του ΚΚΕ μέσα στο μαζικό κίνημα. Στην πολιτική πρόταση ενώ με χίλια ζόρια έφθασε να ξαναθυμηθεί τον στόχο της αποδέσμευσης από την ΕΕ σαν κρίσιμο βήμα στη διαδικασία απάντησης στην κρίση και σοσιαλιστικής μετάβασης ταυτόχρονα το έμπλεξε συνδέοντας άμεσα το στόχο αυτό με τον σοσιαλισμό. Ουσιαστικά πίσω από αυτό το καταφανώς φθηνό κόλπο κρύβεται η πολιτική βούληση της ηγεσίας του ΚΚΕ να μην συμπράξει στη δημιουργία ενός μαζικού και μάχιμου μαζικού κινήματος και η προσπάθεια ιδιοκτησιακής περιχαράκωσης κάποιων τμημάτων του αδυνατίζοντας έτσι το σύνολο του. Η απαράδεκτη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ σε μία σειρά πρωτοφανή αυθόρμητα μαζικά κινήματα (με τα προβλήματα και τις αδυναμίες που έχουν τέτοια κινήματα) και το απαράδεκτο αντι-μαρξιστικό σχήμα του «οργανωμένου λαού» είναι χαρακτηριστικές αποδείξεις των παρεκκλίσεων αυτών. Με όλα τα παραπάνω η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ ανατρέπει και παραμορφώνει ορθές προγραμματικές θέσεις του ΚΚΕ επιβάλλοντας ταυτόχρονα μία καταθλιπτική (και ξένη προς το Μαρξισμό) εσωτερική σιωπή μέσα στο κόμμα.
Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και ιδιαίτερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει επιδείξει, για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά, μία εντυπωσιακή για τα μεγέθη της άνοδο της μαζικής και πολιτικής επιρροής της. Αν και στο εσωτερικό της ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα σε ένα κινηματισμό και τακτικισμό (συγγενικό με αυτό του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ) και μία χιλιαστική επίκληση του σοσιαλισμού (εφάμιλλη με αυτή της ηγεσίας του ΚΚΕ), όμως ήταν παρούσα στα μαζικά κινήματα και έπαιξε αρκετές φορές ένα καθοριστικά θετικό ρόλο σε πολλά από αυτά. Συγκρούεται με συνέπεια με την φιλοευρωπαϊκή αστική στρατηγική αλλά ταυτόχρονα παραμένει αδύναμη να συγκροτήσει μία συνεκτική και ρεαλιστική αριστερή πρόταση διεξόδου και μία αντίστοιχη ενότητα στρατηγικής και τακτικής (δηλαδή μία συγκεκριμένη και αποτελεσματική κομμουνιστική πολιτική στο σήμερα). Έτσι πολλές φορές εγκλωβίζεται σε αδιέξοδες κατευθύνσεις (μόνο στάση πληρωμών, μόνο έξοδος από την ΟΝΕ, ΕΛΕ κλπ.) που λειτουργούν σαν δεκανίκια αστικών και ρεφορμιστικών πολιτικών. Επιπλέον, ο εγγενής κατακερματισμός της και η κακώς εννοούμενη πολυφωνία της εμποδίζουν την μετεξέλιξη της σε μία καθοριστική πολιτική δύναμη.
3. Στη σημερινή βαθειά οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση της χώρας μόνο το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα μπορεί να δώσει μία πραγματικά φιλολαϊκή διέξοδο. Κάθε άλλη παραλλαγή (βαρβαρότερης ή ηπιότερης) αστικής διεξόδου φορτώνει εξ ορισμού το δραματικό κόστος της στις πλάτες της μεγάλης εργαζόμενης πλειοψηφίας. Μπροστά στη σημερινή βαθειά δομική κρίση του καπιταλισμού το ιστορικό δίλημμα είναι πράγματι σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Όμως αυτό δεν είναι άμεσα κατανοητό από τις πλατιές λαϊκές μάζες και η ευθύνη είναι λιγότερο δική τους και περισσότερο του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος γιατί, πρώτον, φέρει τα βάρη της οικτρής αποτυχίας των προηγούμενων εγχειρημάτων σοσιαλιστικής μετάβασης και, δεύτερον, δεν μπορεί να συγκροτήσει μία σύγχρονη αποτελεσματική κομμουνιστική πολιτική. Δηλαδή δεν μπορεί να δείξει πως συγκεκριμένες λύσεις σε άμεσα και μεσοπρόθεσμα προβλήματα οδηγούν αναγκαία στον σοσιαλισμό (που σίγουρα δεν μπορεί να είναι αυτός που γνωρίσαμε). Όσο δεν θα μπορεί να συγκροτηθεί ένα ρεαλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα και όσο το περίγραμμα τουλάχιστον του σοσιαλισμού δεν θα διευκρινίζεται και δεν θα αποκαθάραται από τις αμαρτίες του παρελθόντος τόσο το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα θα αδυνατούν – παρά τις όποιες ηρωικές μάχες – να αντικρούσουν την καπιταλιστική επίθεση και να διανοίξουν την σοσιαλιστική προοπτική.
4. Για την χώρα μας το πρόβλημα αυτό είναι ακόμη πιο περίπλοκο καθώς είναι εγκλωβισμένη από τις επιλογές της αστικής τάξης μέσα στην ιμπεριαλιστική φυλακή της ΕΕ. Καμιά φιλολαϊκή διέξοδος δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν αποδράσει η χώρα από αυτό το κάτεργο. Ταυτόχρονα η ελληνικό κεφάλαιο, παρόλο ότι πλέον θίγεται και αυτό από την ευρωπαϊκή «Μεγάλη Ιδέα» του, είναι βαθύτατα δεσμευμένο με αυτή και αδυνατεί να δει τον εαυτό του έξω από και σε σύγκρουση με αυτή. Το ζήτημα της αποδέσμευσης από την ΕΕ είναι σήμερα (και όχι γενικά και αόριστα) η λυδία λίθος για την χώρα μας. Η συνολική αποδέσμευση (και όχι μόνο μία στάση πληρωμών ή μία έξοδος από την ΟΝΕ που άλλωστε από μόνες τους είναι και τεχνικά και πολιτικά αδιέξοδες) και η σχεδιασμένη και κοινωνικά διευθυνόμενη παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας είναι ο μόνος φιλολαϊκός δρόμος διεξόδου και καμία αστική στρατηγική δεν μπορεί να τον χωρέσει. Ο δρόμος αυτός αναγκαία συνιστά τμήμα της σοσιαλιστικής μετάβασης. Το εργατικό και κομουνιστικό κίνημα οφείλουν να προβάλλουν το μεταβατικό πρόγραμμα αυτό με σαφήνεια και παρρησεία. Είναι αδιέξοδες και θα πληρωθούν ακριβά κουτοπόνηρες τακτικές του τύπου «θα λέμε στο λαό κάθε φορά μόνο λίγο παραπάνω απ’ ότι μπορεί να χωνέψει».
5. Από τις κοινοβουλευτικές εκλογές της 6ης Ιουνίου 2012 θα διαμορφωθεί καθοριστικά το συνολικό πολιτικό πλαίσιο. Θα γίνει ένα πρώτο καθοριστικό μέτρημα των δυνάμεων που έστω και κατά τάση πολώνονται προς την αστική και την λαϊκή προοπτική. Γι’ αυτό δεν χωρεί καμία απουσία και κανένας εφησυχασμός. Τυχόν νίκη του «μεταλλαγμένου δικομματισμού» με το συμπαραμαρτούμενο της ναζιστικής απειλής (που μπορεί να αποτελέσει όπως και το 1930 την αστική λύση έκτακτης ανάγκης) θα είναι καταστροφική. Μία αποτυχία του θα οδηγήσει σε μία περίοδο που οι καθεστωτικές δυνάμεις θα έχουν σοβαρά προβλήματα στην εξάσκηση της κυριαρχίας τους. Αυτό πιθανά θα δώσει μία ανάσα και θα αναπτερώσει τους εργαζόμενους που μέχρι τώρα μόνο χαστούκια έχουν ζήσει. Ταυτόχρονα όμως θα θέσει όλη την ελληνική Αριστερά ακόμη πιο επιτακτικά προ των ευθυνών της. Το ότι δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι και πρέπει να πάει αλλιώς οφείλει να είναι ο προβληματισμός της ημέρας και όχι κοντόφθαλμοι πανηγυρισμοί ή θρηνωδίες για εκλογικές επιτυχίες ή αποτυχίες. Ιδιαίτερα πρέπει πλέον να γίνει καθαρό ότι απαιτείται μία ρεαλιστική αριστερή πολιτική πρόταση διεξόδου σαφώς και ρητά ενταγμένη στη σοσιαλιστική προοπτική. Ταυτόχρονα απαιτείται ένα ενιαίο και μαζικό κίνημα, εμπνεόμενο από την πρόταση αυτή, που να επιτύχει νίκες και να ανατρέψει τμήματα και εν τέλει και το σύνολο της αστικής κατεύθυνσης. Μία τέτοια αναγκαία ανασυγκρότηση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος δεν είναι υπόθεση ενός χώρου της αλλά θα διαπεράσει και τα τρία ρεύματα της.
6. Με βάση τα παραπάνω η ψήφος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 6 Μαϊου είναι η χρήσιμη ψήφος για τους αγωνιστές του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Όχι γιατί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ενσαρκώνει την αναγκαία λύση αλλά γιατί, σε σύγκριση με τις ηγεσίες του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, την παρεμποδίζει λιγότερο. Ιδιαίτερα γιατί μπορεί να σηματοδοτήσει ότι η αναγκαία μετεκλογική ανασυγκρότηση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος πρέπει να έχει αριστερό πρόσημο και να μην είναι μία καταστροφική στροφή προς τα δεξιά (κερδισμένων και χαμένων από τις εκλογές), όπως το όχι πολύ μακρινό 1989 έχει πικρά διδάξει.
του Σταύρου Μαυρουδέα από την προσωπική του σελίδα. Αναπληρωτή Καθηγητή «Πολιτικής Οικονομίας» στο τμήμα Οικονομικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
29 Απριλίου 2012
Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.