Σνόουντεν του Όλιβερ Στόουν: Η ιστορία ενός ήρωα της εποχής μας

Ο Έντουαρντ Σνόουντεν δεν είναι ένας επαναστάτης, δεν είναι ένας «ήρωας της εργατικής τάξης» του περασμένου αιώνα (working class hero, όπως λέει το τραγούδι), όμως έκανε μια μεγάλη επαναστατική πράξη. Και όχι στιγμιαία, σε μια στιγμή νεανικού ενθουσιασμού: η απόφασή του να αποκαλύψει τους τερατώδεις μηχανισμούς παρακολούθησης των πολιτών από την αμερικανική (και τη βρετανική) κυβέρνηση ήταν προϊόν ψυχρής προμελέτης και μεθοδικής οργάνωσης.

Η ταινία του Όλιβερ Στόουν Σνόουντεν είναι αυστηρά επικεντρωμένη στον κεντρικό της χαρακτήρα: τον ιδιοφυή κομπιουτερά που κάποια στιγμή, ωθούμενος από πατριωτικά, δημοκρατικά κίνητρα, κλώτσησε μια στρωμένη ζωή με σίγουρο μέλλον και έγινε ο «πιο καταζητούμενος άνθρωπος στον κόσμο».

Ο Στόουν κάνει κινηματογράφο, όχι ντοκιμαντέρ. Η ταινία του είναι μια δραματοποιημένη πραγματική ιστορία, μια καλοφτιαγμένη χολιγουντιανή εκδοχή του εξαίρετου ντοκιμαντέρ Citizenfour, του αληθινού χρονικού των συγκλονιστικών αποκαλύψεων του Σνόουντεν για την NSA. Η ταινία δεν βασίζεται μόνο στο βιβλίο Φάκελος Σνόουντεν του Λουκ Χάρντινγκ (εκδ. Καστανιώτη), αλλά σε πολλαπλές πηγές. Ωστόσο δεν προσθέτει σχεδόν τίποτα σε κάποιον που έχει εντρυφήσει στο βιβλίο. Ο Στόουν μένει στον αφρό της σαμπάνιας και σε μεγάλο βαθμό ακολουθεί την πεπατημένη.

Οι αντιδράσεις για την πράξη του Σνόουντεν δεν έχουν κοπιάσει αλλά ήδη στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, ακόμα και σε μεγάλο τμήμα της αμερικανικής κοινωνίας. αναγνωρίζεται ως μεγάλος ήρωας της εποχής μας. Για μεγάλο μέρος των ΜΜΕ των ΗΠΑ ωστόσο παραμένει: «προδότης», «κλέφτης» ή «νεαρός χάκερ» όπως τον είχε χαρακτηρίσει απαξιωτικά ο Μπάρακ Ομπάμα.

Το ντοκιμαντέρ της Λόρα Πόιτρας κέρδισε το βραβείο Όσκαρ, ενώ η Γκάρντιαν και η Ουάσινγκτον Ποστ πήραν το βραβείο Πούλιτζερ για τις αοκαλύψεις τους. Είναι πολύ πιθανό την επόμενη δεκαετία ο Σνόουντεν να πάρει ακόμα και Νόμπελ Ειρήνης. Για την ταινία του Στόουν ωστόσο, ο δρόμος για τα Όσκαρ δεν θα είναι εύκολος. Η ταινία στέκεται στα γεγονότα και όχι στα κίνητρα των προσώπων. Απουσιάζουν η συγκίνηση, το σασπένς και οι ανατροπές. Ο κεντρικός ήρωας παραμένει κάπως μονοδιάστατος, δεν έχει κανένα ελάττωμα, λύνει τον κύβο του Ρούμπικ με το ένα χέρι και θυμίζει πρωταγωνιστή τηλεοπτικής σειράς. Ωστόσο, η ταινία είναι γυρισμένη με μαστοριά και δεν αφήνει τον θεατή να πλήξει. Σ’ αυτό βοηθούν οι πολύ καλοί ηθοποιοί που πλαισιώνουν τον πρωταγωνιστή, η ερμηνεία του οποίου έχει μεγαλύτερη επιτήδευση από ό,τι έπρεπε.

Καθώς παρακολουθούμε την ταινία, αναρωτιόμαστε ποιο ήταν το σημείο καμπής στη συνείδηση του 29χρονου Σνόουντεν, ποιος ήταν ο καταλύτης που τον έκανε να περάσει στο στρατόπεδο των «εχθρών» της αμερικανικής κυβέρνησης και όχι βέβαια των εχθρών της πατρίδας. Ήταν συσσωρευμένες εμπειρίες: η βαθμιαία αποκάλυψη της υποκρισίας, των επίσημων ψεμάτων, της ωμής παραβίασης των θεμελιωδών συνταγματικών αρχών. Δεν ήταν η προσωπική πικρία. Αντίθετα, ο Σνόουντεν ήταν το χαϊδεμένο παιδί των μυστικών υπηρεσιών αφού και τις ιδέες του υιοθετούσαν και τεράστιο μισθό του έδιναν (122.000 δολάρια το χρόνο).

Το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα που δεν πηγάζει από την ίδια την ταινία αλλά από την πραγματικότητα είναι ότι στο μέλλον θα υπάρξουν και άλλοι «whistelblowers» (που μεταφράζεται «πληροφορητής» ή «καταγγέλτης»). Θα γεννηθούν από την ίδια μήτρα που γέννησε και τον Έντουαρντ Σνόουντεν και τον Τζούλιαν Ασάνζ.

Δημήτρης Τζιαντζής*

*Μια εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν

Απάντηση