Ο ιστοριοδίφης Κυριάκος Σιμόπουλος για το άγαλμα του Τρούμαν
Σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα από τότε που ο αξέχαστος Κυριάκος Σιμόπουλος στο βιβλίο του «Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια» (εκδ. Στάχυ) έγραφε για το άγαλμα του Τρούμαν: «…ο ανδριάντας του Τρούμαν δεσπόζει στο κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας, αντεθνκό διχαστικό μνημείο και απεχθές σύμβολο γραικυλισμού. Θυμίζει τον ηθικό εκτραχηλισμό των Ελλήνων της ρωμαιοκρατίας. Έστηναν ανδριάντρες σε Ρωμαίους που αιματοκύλισαν τις ελληνικές πόλεις και καθιέρωναν τη λατρεία τους –τα «Σύλεια» και τα «Μαρκέλια». Γιατί όχι και τα “Τρουμάνεια”»; Ειρήσθω εν παρόδω ότι τον 1ο αι. π.Χ.ο Ρωμαίος στρατιωτικός Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας είχε λεηλατήσει ανελέητα την Αθήνα και είχε κατακάψει τον Πειραιά, όπως αναφέρει ο Παυσανίας.
«Αξίζει να θυμηθούμε», συνεχίζει ο Σιμόπουλος ότι το 1827 η Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας διακήρυξε με ψήφισμά της την ευγνωμοσύνη του ελληνικού έθνους προς τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ οι αμερικανικές κυβερνήσεις είχαν ακολουθήσει επαίσχυντη φιλοτουρκική πολιτική σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα!».
Παραθέτοντας, όπως πάντα, τις πηγές του, ο Σιμόπουλος μας θυμίζει ότι «ο Τρούμαν, παλαιό δραστήριο μέλος της Κου-Κλουξ-Κλαν, είπε μετά την καταστροφή της Χιροσίμας και του Ναγκασάκι: “Έπεσαν [οι ατομικές βόμβες] πάνω σε αγρίους”. Θεωρούσε, προφανώς, τους Ιάπωνες, Ινδιάνους ή νέγρους, όντα χωρίς ανθρώπινη υπόσταση».
Και να ήταν μόνο ο Τρούμαν! Στο ίδιο βιβλίο, ο Σιμόπουλος αναφέρεται και στα αγάλματα που «κλασαυχενίζονται στα βάθρα τους, όπως του Κάνινγκ ή του Γκλάδστονος, «ενός δόλιου πολιτικού» που ο ανδριάντας του βρίσκεται μπροστά στο Πανεπιστήμιο και στο βάθρο του είναι χαραγμένοι αρχαιοπρεπείς στίχοι: «Της δε ευεργεσίης μνήμων Ελλάς τόδ’ άγαλμα /Είσατό σου, Γλάδστων, κλέος αθάνατον».
Μνημείο ντροπής είναι το άγαλμα του Τρούμαν, το οποίο δεν παρέλειψε να προσκυνήσει την Τετάρτη και ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα για να εξετάσει από κοντά τις γρατσουνιές που του άφησαν οι διαδηλωτές… Θα έλεγε κανείς ότι ο ανδριάντας του Τρούμαν, που παρά τις τόσες προσπάθειες του λαού για την αποκαθήλωσή του, παραμένει προκλητικά αγέρωχος στο βάθρο του, έχει την αντίθετη τύχη από το γιοφύρι της Άρτας, που «ολημερίς το έχτιζαν τη νύχτα γκρεμιζόταν». Για τον ανδριάντα του Αμερικανού προέδρου, που έπρεπε να δικαστεί ως εγκληματίας πολέμου, ισχύει το «ολημερίς ο λαός τον γκρέμιζε, τη νύχτα το κράτος τον ξανάχτιζε».