«Εσείς πολεμάτε το φασισμό, εμείς πολεμάμε την Ιταλία»

Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο «Σφυροδρέπανο»

Ο Πέτρος Ρούσος (Πολυχρονίδης) ήταν μέλος του πολιτικού γραφείου του κκε καθ’ όλη τη διάρκεια των ηρωικών χρόνων του σαράντα (αλλά κι αργότερα) καταγράφοντας το πρώτο μισό αυτής της διαδρομής (1940-45) στο βιβλίο του «μεγάλη πενταετία». Η κε του μπλοκ αντιγράφει σήμερα αποσπάσματα από το βιβλίο και τα κεφάλαια σχετικά με την 28η οκτώβρη 1940, που βρήκε τους περισσότερους κομμουνιστές σε φυλακές κι εξορίες. Η διήγηση του Ρούσου αφορά την ομάδα εξορίστων στην Κίμωλο, όπου βρίσκονταν επίσης μαζί του η συντρόφισσά του, Χρύσα Χατζηβασιλείου, ο Πορφυρογένης, η Αύρα Βλάση-Παρτσαλίδου, ο Καραγιώργης, η Βασιλεία Παπαρήγα κ.ά.

 

Στις 5 Nοέμβρη, μια βδομάδα από την εισβολή του Mουσολίνι, μας έρχονται, γρήγορα τούτη τη φορά κι ύστερα από διακοπή, εφημερίδες της Aθήνας, το «Eλεύθερο Bήμα» που δημοσίευε στο φύλλο της 2 του Nοέμβρη 1940 το ανοιχτό γράμμα του φυλακισμένου, τότε γενικού γραμματέα του KKE Zαχαριάδη με ημερομηνία 31 του οχτώβρη 1940. Το γράμμα καλούσε τον ελληνικό λαό στην αντίσταση κατά του εισβολέα. (…) Η διχτατορία για να κάνει πιο πιστευτό το κείμενο του γράμματος δημοσίευσε και φωτοτυπία του πρωτότυπου χειρογράφου.

Αμέσως συνήλθε το γραφείο της κομματικής μας ομάδας για να πάρει θέση. Οι συζητήσεις περιστράφηκαν σε δύο ζητήματα: α) αν το γράμμα είναι γνήσιο και β) αν η γραμμή που καθορίζει είναι σωστή. Στο πρώτο ζήτημα η ομοφωνία ήταν απόλυτη, γνωρίζαμε αρκετοί από μας το γραφικό χαρακτήρα και το ύφος του συντάκτη. Στο δεύτερο ζήτημα ομόφωνη ήταν η γνώμη πως στην ελλάδα έχουμε να κάνουμε από τα πράματα με εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο, μόνο που βρισκόταν στη βράση του ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και στην εξουσία είχαμε κυβέρνηση φασιστική. Χρέος μας ήταν να παλέψουμε να γίνει πραγματικός παλλαϊκός αντιφασιστικός πόλεμος.

(…)Άλλωστε το γράμμα του γενικού γραμματέα του κόμματος εξέφραζε την τοτινή γραμμή του KKE, που είχε ψηφιστεί στην 4η ολομέλεια της κε (Σεπτέμβρης 1935) και λίγο αργότερα στο 6ο συνέδριο του KKE (δεκέμβρης 1935), βασισμένη στις ιστορικές αποφάσεις του 7ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1935). Το γράμμα εναρμονιζόταν με τις θέσεις που από το 1938 ακόμα κι ιδιαίτερα από τον καιρό των προπαρασκευαστικών εξορμήσεων του Χίτλερ κατά της Αυστρίας, Τσεχοσλοβακίας και της προδοσίας των δυτικών ιμπεριαλιστών στο μόναχο, είχαν πάρει οι περισσότερες και σπουδαιότερες ομάδες των κομμουνιστών στις φυλακές και τις εξορίες, στην Κέρκυρα, Ακροναυπλία, Αίγινα, Γαύδο, Ανάφη, κ.ά. (…)

Μας ξένιζε βέβαια στο γράμμα η θέση της «δίχως επιφύλαξη» υποστήριξης του πολέμου που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά. Σε συζήτηση που κάναμε με το Ζαχαριάδη το 1945, αμέσως μετά το γυρισμό του από το Νταχάου, εξηγούσε πως έβαλε εκείνη τη φράση γιατί αλλιώς δε θα δημοσίευε το γράμμα του ο Μεταξάς. Ας είναι. Αποφασίστηκε λοιπόν στο νησί να κληθεί αμέσως όλη η ομάδα των εξορίστων. Η ομάδα ενέκρινε τη βασική γραμμή του γράμματος κι αποφάσισε να κάνει αμέσως τηλεγράφημα στην κυβέρνηση που να ζητά στο όνομα της υπεράσπισης της πατρίδας και της καταπολέμησης του φασισμού, να απολυθούν όλοι οι κρατούμενοι αντιφασίστες ώστε να αφεθούν οι άντρες να πολεμήσουν τον εισβολέα, ενώ οι γυναίκες μας να καταταχτούν νοσοκόμες.

Σε δυο μέρες νομίζω μας καλεί ο αστυνόμος Πανουτσόπουλος και μας εγχειρίζει τηλεγραφική απάντηση του υφυπουργού ασφαλείας Μανιαδάκη. Η απάντηση απευθυνόταν προς τας ομάδας των κρατουμένων κομμουνιστών των στρατοπέδων Ακροναυπλίας και Κιμώλου. Από αυτό μαθαίναμε πως και οι σύντροφοί μας της Ακροναυπλίας είχαν κάνει παρόμοιο με μας διάβημα, πράγμα που μας ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση για το σωστό της ενέργειάς μας. Σχετική ενέργεια έκαμε και η ομάδα της Πύλου που είχε μεταταχτεί από την Ακροναυπλία.
Λοιπόν η κυβέρνηση της 4ης Aυγούστου απέρριπτε το αίτημά μας με το επιχείρημα πως εμείς ζητάμε να ελευθερωθούμε για να πολεμήσουμε το φασισμό ενώ η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο όχι με το φασισμό αλλά με την Ιταλία. Και μας έλεγε να κάνουμε δήλωση μετανοίας.

Η κυβέρνηση προσπάθησε να κερδοσκοπήσει στην πατριωτική θέση των κομμουνιστών. Καμώθηκε πως χαλάρωσε την πίεση πάνω στους κρατούμενους αντιφασίστες, οι χωροφύλακές της τουλάχιστο σε μας στην Kίμωλο για πρώτη φορά δεν ήταν τόσο βλοσυροί. Μα το θάμα κράτησε τρεις μέρες κυριολεχτικά. Η διχτατορία ένιωθε τον κίνδυνο: έβλεπε πως η άκρη της αντιφασιστικής ρομφαίας του λαού που ορθωνόταν να λογχίσει τον ιταλικό φασισμό δε θα άφηνε στο τέλος ανέγγιχτο και τον ελληνικό φασισμό.

Αμέσως μετά την απάντηση του υπουργείου η αστυνομία άρχισε την πιο λυσσασμένη και σιχαμερή επίθεση κατά των συντρόφων μας, αντρών και γυναικών. Η επίθεση συνοδευόταν από τις πιο ύπουλες διαδόσεις σε βάρος μας. Σε αυτό εκμεταλλευόταν το πατριωτικό αίσθημα αλλά και την αμάθεια και πολιτική απειρία των κατοίκων του νησιού. Απαγορεύτηκε σχεδόν κάθε επικοινωνία μας με αυτούς. Οι χωροφύλακες έβαζαν τα παιδιά του χωριού να πετροβολούν τις γυναίκες, φωνάζοντας ξοπίσω τους «κομμουνίστρια! κομμουνίστρια!», σα να είχαν μπροστά τους το βελζεβούλ. Το επιφώνημα επεκτεινόταν και στους άντρες κι ήταν γελοίο και τραγικό μαζί να ακούς ξοπίσω σου το «κομμουνίστρια» από παιδιά που δεν μπορούσαν να καταλάβουν το νόημα της λέξης. Οι χωροφύλακες έφτασαν να ξυλοκοπήσουν τις γυναίκες μας, όπως τη Bαγγελιώ Σιάντου, την Κλειώ Ιωαννίδη, την Κατίνα Σαμαραδέλη, την ‘Ολγα Αγγελάκη κι άλλες.

Οι βδομάδες κυλούσαν κι όσο κι αν η αστυνομία του Μανιαδάκη μας έκοψε κάθε σχεδόν επικοινωνία με τον κόσμο, μαθαίναμε ωστόσο την πορεία του πολέμου. Οι προκλήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Μια μέρα ο αστυνόμος Πανουτσόπουλος μας καλεί, τον Μιλτιάδη Πορφυρογένη και μένα, στην αστυνομία και μας ανακοινώνει πως θα σταλούμε για στρατοδικείο στη Σύρα με την κατηγορία πως συνεννοούμαστε με… γερμανικά υποβρύχια μέσω ενός φακού! Στο μεταξύ είχε διαδώσει αυτή την προβοκάτσια και στους χωριάτες. Διαμαρτυρηθήκαμε για την πλεκτάνη. Οι χωροφύλακες δεν μπόρεσαν να στηρίξουν κατηγορία. Δυνάμωσαν όμως τον επισιτιστικό πόλεμο. Μήνες μας κρατούσαν τα άθλια επιδόματα των δέκα δραχμών, που ισοδυναμούσαν με 1 ½ κιλό ψωμί και ο μπακάλης έκοβε την πίστωση. Σώθηκε το αλεύρι κι όπως ανάφερα πιο πάνω, είχαμε και δυο μικρά, το ένα του Νεφελούδη, το άλλο του Αγγελάκη και η κατάσταση εξοικονομούνταν από τα λιγοστά, τα «απαραβίαστα» αποθέματα της μαύρης ώρας.

(…)

Από τις πρώτες μέρες της αναταραχής από την εισβολή του Μουσολίνι φάνηκε η πλήρης χρεωκοπία της μεταξικής πολιτικής της στρουθοκαμήλου. Ο Μεταξάς απέκρυβε από το λαό τις υπονομευτικές και επιθετικές ενέργειες του Μουσολίνι κατά της ελλάδας γιατί πίστευε πάντα πως θα τον προστατέψει το δαιμόνιον του Χίτλερ. Η φασιστική διχτατορία έδειχνε τώρα κάτι σαν παραζάλη. Το ξεσήκωμα του λαού, που τέσσερα χρόνια είχε φιμωθεί στην έκφραση των πολιτικών του αντιλήψεων, έσπαζε τους φασιστικούς κλοιούς της ηττόπαθης κυβέρνησης.

Αυτό που ονομάστηκε έπος της Αλβανίας, η πρώτη φάση της εθνικής αντίστασης, ήταν πρώτα απ’ όλα και κυρίως έργο του πατριωτισμού του λαού αυτής της γωνιάς που έμαθε από πάππου προς πάππο να υπερασπίζεται τη λευτεριά και το πάτριο έδαφος. Ο μεταξάς, όπως σημείωνε και στο ημερολόγιό του, δεν πίστευε στις δυνάμεις του λαού, δεν ήθελε και δεν μπορούσε να θέλει αντιφασιστικό πόλεμο. Ο πόλεμος έγραφε που σήμερα αναλαμβάνει το έθνος είναι μόνο και μόνο πόλεμος τιμής. Γι’ αυτό και η διχτατορία Μεταξά άφησε ανέτοιμο το έθνος. Ο λαός όμως και τα στρατευμένα παιδιά του έδωσαν άλλη τροπή στον πόλεμο.

(…) Η διχτατορία εκείνη δανείστηκε ένα πλήθος μορφές κυριαρχίας από το Χίτλερ και το Μουσολίνι. Η επιβολή της είχε σκοπό κυρίως να πνίξει το λαϊκό αντιφασιστικό κίνημα που ανέβαινε, να αμβλύνει τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς των μερίδων της αστικής τάξης, να εξασφαλίσει την άνετη εκμετάλλευση του εργαζομένου λαού. Η επιβολή της συνδεόταν βέβαια με τη βρετανική πολιτική στην Ελλάδα και με τη γενική βρετανική πολιτική, που ενθάρρυνε και το Χίτλερ στη γερμανία και τα αντιδημοκρατικά φασιστικά καθεστώτα στις χώρες που ζώνανε τη Σοβιετική Ένωση, χωρίς να αίρει φυσικά τον ανταγωνισμό των βρετανικών μονοπωλίων με τα γερμανικά μονοπώλια και τον αντίστοιχο ανταγωνισμό των φίλων τους μέσα στις μικρές χώρες.

Στην Έλλάδα ήταν έκδηλες οι εσωτερικές αντιφάσεις της διχτατορίας της 4ης αυγούστου, που εκφράστηκαν και σε ορισμένο καιροσκοπισμό του μεταξά, σε ακροβατισμούς της διχτατορίας, που παρέδωσε το μεγαλύτερο όγκο του εξωτερικού εμπορίου στη χιτλερική γερμανία κι άφηνε αναπάντητα τα προκλητικά χτυπήματα του Μουσολίνι κατά της Ελλάδας. Μα η διχτατορία δεν υπολόγισε πόσο μεγάλο ήταν το μίσος του ελληνικού λαού κατά του φασισμού γενικά. Οι προσκλήσεις του Μουσολίνι τον αναστάτωσαν.

Όταν δυνάμωσε ο Χίτλερ κι οι ορέξεις του προς όλες τις κατευθύνσεις και οξύνθηκαν οι αντιθέσεις του με την Αγγλία και τη Γαλλία, δυσκολεύτηκαν οι ακροβατισμοί της διχτατορίας στην ελλάδα. Οι Χίτλερ και Μουσολίνι δεν μπόρεσαν τελικά να κλονίσουν τις οικονομικές, στρατηγικές και πολιτικές θέσεις που είχε η αγγλία στην χώρα μας με κύριο στήριγμα το παλάτι. Κι έτσι στην ώρα της κρίσης ο Μεταξάς τάχθηκε ανοιχτά με την Αγγλία. Ως τώρα, είπε, έκαμα πολιτική του Κωνσταντίνου. Τώρα κάνω πολιτική του Βενιζέλου (αν και εδώ ψευδόταν και δεν ακριβολογούσε ως προς τις πραγματικές διαθέσεις του).

Έτσι σύρθηκε η φασιστική διχτατορία μεταξά στον πόλεμο κατά της Ιταλίας και κατόπι κατά της χιτλερικής γερμανίας. Και απροπαράσκευη βασικά καθώς άφησε την χώρα του για τέτοιο πόλεμο, αντίθετη η ίδια με τα δημοκρατικά αισθήματα του λαού, γκρεμίστηκε μαζί με την υποδούλωση της χώρας από τις ορδές των χιτλεροφασιστών. Ο λαός, κορμός της αντίστασης, πάλεψε μα κάμφθηκε μπροστά στην αριθμητική και τεχνική υπεροχή των εχθρών του. Νικήθηκε μα δεν υποτάχθηκε. Με την κατάκτηση της χώρας από τους χιτλερικούς, το μάη του 1941, που σήμαινε και κατάρρευση της ντόπιας φασιστικής διχτατορίας, κλείνει η πρώτη φάση της εθνικής αντίστασης του ελληνικούς λαού που είχε προβληθεί –αυτό είναι το οξύμωρο- κάτω από ηγεσία φασιστική. Και αρχίζει η καινούρια φάση της κυρίως εθνικής αντίστασης. Η ηγεσία της περνά στα χέρια της εργατικής τάξης και του κόμματός της, του ΚΚΕ, συνασπισμένου με άλλα κόμματα στο ΕΑΜ. Εδώ ο λαός ξεπέρασε τον εαυτό του.

Απάντηση