Οι ιερές σεντονιάδες της Αριστεράς

«Γράφω πολλά γιατί δεν προλαβαίνω να γράψω λίγα». Κλασική έχει μείνει αυτή η φράση που δείχνει ότι συχνά χρειάζεται περισσότερος κόπος και χρόνος για να γραφτεί ένα σύντομο και περιεκτικό κείμενο από ό,τι για να γραφτεί ένα «σεντόνι» αρκετών χιλιάδων λέξεων.

H αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας (1776) περιλαμβάνει 1.317 λέξεις: τόσες χρειάστηκαν για ένα κείμενο-σταθμό. Περίπου τόσες χρειάστηκαν και για τις περίφημες «Θέσεις του Απρίλη», επίσης ένα έντονα επιδραστικό κείμενο.

Την ασθένεια της πολυλογίας τη συναντάμε σε όλες τις αποχρώσεις της Αριστεράς, ιδίως της εξωκοινοβουλευτικής. Το διαπιστώνουμε και στις προκηρύξεις που μοιράζονται στις διαδηλώσεις, όταν δεν μένει ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό χαρτιού άγραφο και συχνά η αράδα καταλαμβάνει όλο το πλάτος της σελίδας, κάτι που καθιστά κοπιαστική έως αδύνατη την ανάγνωση.

Από τότε που προκηρύχτηκαν οι εκλογές συλλέγω, με ψηφιακή μορφή, κείμενα της Ανταρσύα, της Λ.α.Ε., της ΑΡΑΝ, της ΑΡΑΣ και άλλων σχημάτων, οργανώσεων, κινήσεων, αγωνιστών της Αριστεράς και τα αποθηκεύω σε ένα folder. Στο κάτω μέρος της σελίδας εμφανίζεται ο αριθμός των λέξεων: τρεις, τέσσερις, οκτώ χιλιάδες. Αν και δεν συγκεντρώνω τα πάντα, το άθροισμα έχει αισίως ξεπεράσει τις 120.000 λέξεις, δηλαδή θα γέμιζες ενάμισι βιβλίο μόνο με αυτά.

Ασφαλώς η έκταση δεν είναι κριτήριο της ποιότητας (ιδίως όταν η γενική τάση στις εφημερίδες είναι για όλο και μικρότερα και απλούστερα κείμενα, κάτι που ευνοεί το αναγνωστικό ζάπινγκ και όχι την εμβάθυνση). Όμως και η αντοχή του αναγνώστη δεν είναι ανεξάντλητη… εκτός κι αν είναι ποντικός όχι των βιβλιοθηκών αλλά των πρωτοποριών.

Προσπαθώ να διαβάσω αυτά τα κείμενα, να μην κάψω τα χλωρά μαζί με τα ξερά. Αρκετά έχουν κάτι να μας πουν, όμως τα περισσότερα τα αφήνω στη μέση, τα ξαναπιάνω, πελαγώνω. Και αν μισή ώρα με ρωτήσουν «τι λέει;», διαπιστώνω ότι δεν μου έχουν αφήσει τίποτα. Ένα αίσθημα κορεσμού αλλά και ανημπόριας με καταλαμβάνει. Γιατί, σύντροφοι, τόσα πολλά λόγια; Προφανώς, τα κείμενα αυτά απευθύνονται σε μια υπαρκτή ή φανταστική πρωτοπορία στην οποία, επίσης προφανώς, δεν ανήκω. Μήπως από πνευματική νωθρότητα; Και καλά εγώ που ίσως είμαι μαρξιστικά ημιμαθής, αλλά πολλοί φίλοι μου που μια ζωή διάβαζαν μαρξισμό-λενινισμό, βιβλία για την ιστορία της Αριστεράς και κομματικά ντοκουμέντα παραδέχονται ότι έχουν μπουχτίσει. Ένας φίλος προτείνει να εφαρμόζεται ό,τι κάνουν πολλά έγκριτα επιστημονικά περιοδικά όπου κάθε κείμενο συνοδεύεται από μια περίληψη των 150-200 λέξεων που συμπυκνώνει, όσο γίνεται, το περιεχόμενό του. Έτσι, ο αναγνώστης κρίνει αν κάποιο κείμενο τον ενδιαφέρει και αν αξίζει να αφιερώσει χρόνο για να το διαβάσει.

Για να μην παρεξηγηθώ: δεν οραματίζομαι μια Αστυνομία Μήκους. Eξάλλου,υπάρχουν μακροσκελή κείμενα που τα διαβάζεις κι εύχεσαι να μην τελειώσουν, π.χ. το «Τι είναι και το τι θέλει το ΕΑΜ», δυστυχώς όμως δεν υπάρχουν πολλοί δάσκαλοι σαν τον Γληνό ανάμεσά μας. (Όμως κι αυτό το θρυλικό βιβλιαράκι είναι μόλις 42 σελίδων.)

Σημασία δεν έχει μόνο τι λέμε, αλλά και πώς το λέμε. Συχνά πολλά κείμενα δίνουν την εντύπωση ότι προέρχονται από ένα ιερατείο που απευθύνεται μόνο στους μυημένους: όχι στους γενικά «διαβασμένους» αλλά σ’ αυτούς που έχουν μπόλικες εμπειρίες αμφιθεάτρου και πολύωρων κομματικών συνεδριάσεων. Ταυτόχρονα είναι αλήθεια ότι οι πάμπολλες ιερές σεντονιάδες δείχνουν ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή αναγκαίου προβληματισμού και αναζήτησης. ΄Ομως αυτό που φαίνεται σαν θρίαμβος της δημοκρατίας και της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης, έστω στον μικρόκοσμο του Διαδικτύου, συχνά χαράζει διαχωριστικές γραμμές, μας περιχαρακώνει, μας γκετοποιεί.

Δεν βλάπτει να θέτουμε εμείς μερικές φορές ποσοτικά όρια στον εαυτό μας, να έχουμε κατά νου και το λεγόμενο πλατύ, καλοπροαίρετο και αριστερό ή και εργατικό κοινό. Ειδάλλως, δίνεται η εντύπωση ότι οι «πρωτοπορίες» μόνες τους τα λένε, μόνες τους τ’ ακούνε.

Μ.Τ.

Απάντηση