Συντριβή παραδείγματος για τη Βραζιλία

Κοντολογίς, όταν επιχειρείς να παίξεις στο γήπεδο του αντιπάλου με όρους του αντιπάλου, πρέπει να έχεις κατά νου ότι ο αντίπαλός σου το ξέρει καλύτερα και θα σε συντρίψει.

 του Γιάννη Ιόλαου Μανιάτη, αναδημοσίευση από το Kommon 

Η ολική κατάρρευση της Σελεσάο, ποδοσφαιρικά, δε σηκώνει μεγάλη ανάλυση. Στο γήπεδο υπήρχε μια ομάδα μόνο, η Γερμανία, και απέναντί της ένα αγχωμένο συνονθύλευμα από φοβισμένες και αγχωμένες σκιές που με το ζόρι μπορούσε να αλλάξει τρεις πάσες. Το τελικό 7-1 μοιάζει περισσότερο προϊόν της αυτονόητης δουλειάς που έπρεπε να φέρει σε πέρας η Νασιοναλμανσαφτ, παρά αποτέλεσμα ποδοσφαιρικής υπερπροσπάθειας. Αν η Εθνική ομάδα της Γερμανίας κατέθετε κάθε σταγόνα ιδρώτα της, πιθανότατα θα είχε πετύχει διψήφιο αριθμό τερμάτων. Πάντως, όπως κάθε κορυφαίο συμβάν, έτσι και το χθεσινό παιχνίδι μπορεί να γίνει αφετηρία προβληματισμού για γενικότερα ζητήματα που αφορούν τη δημόσια σφαίραΟι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές-σταρ, προνομιούχα θύματα μιας κολοσιαίας βιομηχανίας, είναι φιγούρες που προσωποποιούν ένα συλλογικό φαντασιακό, μια διαδικασία ταύτισης του συλλογικού υποκειμένου. Είναι οι ενσαρκωτές μιας διαδικασίας –που περιλαμβάνει το όνειρο, τις προσδοκίες, την ατομική ικανότητα, τη συλλογική προσπάθεια, τη νίκη, τη χαρά, το παιχνίδι του καθενός και της καθεμιάς- η οποία έχει τόσο βαθιές ρίζες στη συλλογική συνείδηση, ώστε να καθιστά το ποδόσφαιρο κάτι παραπάνω από ένα απλό σπορ, το εξωθεί στο επίπεδο της συλλογικής ψύχωσης.

Ως πηγαία κοινωνική εκδήλωση, η μπάλα, δεν είναι έξω από την πορεία της ιστορικής διαδικασίας. Ίσα-ίσα, συχνά αποτελεί εργαλείο ξεκλειδώματος και ουσιαστικής εις βάθος κατανόησης μιας συγκεκριμένης συνθήκης. Με αφετηρία μια τέτοια ανάγνωση, μπορεί κανείς να διαβάσει πίσω από το διασυρμό της Βραζιλίας  σημαντικά διακείμενα σχετικά με την τακτική που πρέπει να έχει κάθε συλλογικότητα-ομάδα, που επιδιώκει να επικρατήσει.

Παραδοσιακά, οι Βραζιλιάνοι ήταν οι χαρακτηριστικότεροι –και πλέον επιτυχημένοι– εκπρόσωποι του jogo bonito, του υπέροχου παιχνιδιού. Υλοποιούσαν στο χορτάρι την αντίληψη ότι το ποδόσφαιρο είναι πάνω από όλα παιχνίδι, που προκαλεί χαρά κι ενθουσιασμό, μια δραστηριότητα που ανήκει σε όλους. Εκδήλωση των θέσει καταπιεσμένων, το ποδόσφαιρο δεν είναι τίποτα άλλο από ένα όχημα εξόδου από την καταπίεση, μια συλλογική διαδικασία στην οποία πλούσιοι και φτωχοί μέσα στο γήπεδο είναι ίσοι, όπου η μικρή κατεργαριά πάντα συνδυάζεται με τη μαγική ποδοσφαιρική ενέργεια και που για κάθε ξεγέλασμα του διαιτητή θα ξεγελάσεις δέκα φορές τον αντίπαλο. Τόσο δεμένο με την κουλτούρα τους, το καρναβαλικό τους ταπεραμέντο, το ποδόσφαιρο είναι η ενδιάμεση περιοχή ανάμεσα στον χορό και τον ανταρτοπόλεμο.

Απέναντι σε κάθε λογής κατενάτσιο, σε κάθε είδους τριγονωμετρική-θετικιστική προσέγγιση του σπορ, οι Λατινοαμερικάνοι –και οι Βραζιλιάνοι- αντιπαρέθεταν τη χαρά του παιχνιδιού, στη θέση του club έβαζαν την παρέα, στη θέση του 4-4-2, το όλοι για έναν, ένας για όλους, σε τέτοιο βαθμό που σύνολο και άτομο δεν χώριζαν, αλλά το άτομο αναδεικνυόταν μέσα από το σύνολο και το σύνολο υπήρχε μόνον όσο υπήρχαν άτομα να το υπηρετούν και να το ενισχύουν

Αντίθετα η Βραζιλία του Σκολάρι, αυτού του παράγοντα των διεθνών ποδοσφαιρικών λόμπυ, έγινε μια ομάδα που αρνήθηκε τον πολιτισμό της και ενστερνίστηκε τον κυρίαρχο, εμπορικό πολιτισμό. Υιοθετώντας την ευρωπαϊκή τακτική, εγκαταλείποντας ταυτόχρονα τη δική της ιδιαίτερη κουλτούρα, επιχείρησε να γίνει μια ομάδα συμπαγής, με ισορροπία στις γραμμές, με μια φορντική ποδοσφαιρικά ανάπτυξη, μια ομάδα χωρίς φαντασία, χωρίς σπίθα, με το πλούσιο ταλέντο της καταπιεσμένο, μια ομάδα του μισό-μηδέν, του αποτελέσματος.

Έγινε μια ομάδα υποταγμένη στο σύστημα παιχνιδιού, όπου το σύστημα δεν εξυπηρετεί τους ανθρώπους, δεν αναδεικνύει το ταλέντο τους αλλά γίνεται η καταπίεσή τους. Πέφτοντας στο συχνότατο λάθος των ηγεσιών, ο Σκολάρι μπέρδεψε την στρατηγική με την τακτική και μάλιστα επιχείρησε να το κάνει αυτό με έναν αντίπαλο, τη Γερμανία, που δεν υποστηρίζει απλώς το μηχανιστικό ποδόσφαιρο, των παικτών-ρόλων, το έχει ιδρύσει. Κοντολογίς, όταν επιχειρείς να παίξεις στο γήπεδο του αντιπάλου με όρους του αντιπάλου, πρέπει να έχεις κατά νου ότι ο αντίπαλός σου το ξέρει καλύτερα και θα σε συντρίψει.

 

Το αποτέλεσμα του ημιτελικού πιστοποιεί το παραπάνω κι επιπλέον κάτι ακόμα: η πανάκριβη διοργάνωση της Βραζιλίας, το όργιο των κατασκευαστικών, των διαφημιστικών, της απανθρωπιάς, των λυντσαρισμάτων δεν έμεινε έξω από το τερέν. Η ίδια η Σελεσάο μέσα στο γήπεδο δικαίωσε τη βιομηχανία του ποδοσφαίρου. Επιχείρησε το τεχνοκρατικό ποδόσφαιρο κι απέτυχε. Από ομάδα που έβγαζε την πίστη στους game designers προκειμένου να προσομοιώσουν το ποδοσφαιρικό της ταλέντο, άρχισε η ίδια να αποδίδει σαν video game και μάλιστα καταστροφής.

 

 

Απάντηση