Η ΝΕΟΣΕΤ έπεσε έξω
Μπουμπουνητά πριν το χάραμα. Ώρα 4 παρά. Πρωτομηνιά σήμερα κι ο Οκτώβρης χτύπησε την πόρτα μας κάπως άγρια.
Ξυπνάω και πρώτη φορά η δροσιά απ’ τις τρύπες των εξώφυλλων με ανατριχιάζει. Σηκώθηκα. Τράβηξα την τζαμόπορτα της κρεββατοκάμαρας. Μετά, στο δωμάτιο των παιδιών το ίδιο. Και τις συρόμενες του σαλονιού επίσης. Προηγουμένως έβαλα μέσα και το κλουβί με τα παπαγαλάκια. Ένιωσα να ηρεμώ λίγο. Βλέπω πως δεν κάνει και κρύο… Τότε, τι; Σκοτωνόμασταν για λίγη δροσιά μέχρι χτες το μεσημέρι… Η μνήμη σύρθηκε μέσα μου όπως το δισκοπρίονο στο μέταλλο.
12 του Μάρτη και βρωμόκρυο, μέσα κι έξω που λέει κι ο ποιητής. Φεύγω το πρωί για το τελευταίο απλήρωτο μεροκάματο. 6 μήνες απλήρωτοι, κι από αύριο λουκέτο και χωρίς αποζημίωση. Η NEOSET έπεσε έξω. Ποια; Η NEOSET…
Ο Τάκης ο διευθυντής λέει λίγο πριν κλείσουμε: Παιδιά, αύριο λέω να αποχαιρετιστούμε με ένα κρασί κι ένα μεζέ. Τόσα χρόνια εδώ, να μη φύγουμε στεγνοί. Έτσι, στην υγειά μας και στη δύναμη που θα χρειαστούμε για το από ‘δω και μπρος…
Ναι, ρε Τάκη, ας το κλείσουμε έτσι. 20 τόσα χρόνια στη φίρμα. Πώς μπορείς να φύγεις στεγνός; Έχουν πόρους και τα μάτια…
Γυρίζω στο σπίτι. Από συνήθεια, πριν ν’ ανέβω χτυπούσα το κουδούνι. Χαμένος στις σκέψεις μου δεν το ‘κανα. Ανοίγω την πόρτα του ασανσέρ και με τα κλειδιά στο χέρι από πριν ξεκλειδώνω. Ταυτόχρονα, απ’ το δωμάτιο των παιδιών μεταλλικός ήχος σαν να βροντάει ταψί ή κατσαρόλα στο πάτωμα.
«Βαρβάρα;» Πηδάω στο «παιδικό». Το κορίτσι κατατρομαγμένο. Το πλακέ αερόθερμο πεσμένο κάτω, το ένα ποδαρικό του σπασμένο και το πόδι της Βαρβάρας μου μπλεγμένο στο ηλεκτικό καλώδιο… «Μη με μαλώσεις μπαμπά… κρύωνα κι έβαλα στο ρεύμα λίγο το αερόθερμο να ζεστάνει το δωμάτιο. Εσυ μπαμπά χτυπάς το κουδούνι. Σήμερα όμως… Τρόμαξα, μπαμπά, μπερδεύτηκα κι έσπασε το αερόθερμο… δεν θα με μαλώσεις, ε;»
Την αγκάλιασα κι ένας βουβός κόμπος στάθηκε στο λαιμό μου. Η υγρασία του Οκτώβρη που έμελλε να ‘ρθει νότισε τα μάτια μου.
ΒΑΔΗΣ , 58 χρ. , Αττική