Ο Νίκος Μπελογιάννης δεν ήταν θύμα κανενός

Αυτό το σημείωμα, έχει σαν αφορμή την χτεσινή επέτειο της δολοφονίας του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του.  Επιχειρεί να δώσει μια -πρόχειρη έστω- απάντηση  στην άποψη πολλών (πολιτικών φίλων και πολιτικών εχθρών των κομμουνιστών) ότι ο Μπελογιάννης υπήρξε θύμα του ΚΚΕ και του αρχηγού του Νίκου Ζαχαριάδη. Νομίζω πως η άποψη αυτή είναι ολότελα λαθεμένη και ανιστόρητη. Αλλά είναι και ύποπτος ο ρόλος της. Αποτελεί μέρος μιας διαχρονικής προσπάθειας των εξουσιαστών να φορτώσουν αλλού τις ευθύνες, να ξεπλύνουν τα αιματοβαμμένα χέρια τους.

Φυσικά, δεν είμαι ούτε θα ήθελα να ήμουν υμνητής του Ζαχαριάδη ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου. Η πορεία και οι επιλογές του καθενός έχουν σημασία μόνο σαν αναπόσπαστα κομμάτια του κομμουνιστικού κινήματος. Αλλά επιτέλους, οφείλουμε να σκεφτούμε με βάση τις ιστορικές συνθήκες που γεννάνε τις αντίστοιχες πολιτικές προσωπικότητες και όχι με βάση τα ιστορικά πρόσωπα αποκαθαρμένα από τις ιστορικές συνθήκες που τα διαμόρφωσαν.

Είναι γεγονός πως η πολιτικό καθεστώς της εποχής (Βασιλιάς/κυβέρνηση Πλαστήρα),και καθ’ υπόδειξην της CIA, είχε αποφασίσει να δολοφονήσει τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του ανεξάρτητα του τι θα έπραττε το ΚΚΕ. Γιατί όμως η υπόθεση Μπελογιάννη έχει αναδειχθεί σε σημαντικό σημείο της νεοελληνικής ιστορίας, αλλά και σαν σταθμός στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος της χώρας; Δεν ήταν οι πρώτοι ούτε και οι τελευταίοι κομμουνιστές που εκτελέστηκαν από τον μοναρχοφασισμό. Μήπως η διαφορά σε σχέση με την υπόθεση αυτή έγκειται στο ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη  για το οποίο ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων δήλωσε τότε: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή». Νομίζω πως όχι, μιας και πολλοί, πάρα πολλοί αγωνιστές επέδειξαν αντίστοιχο υψηλό φρόνημα αψηφώντας τον φόβο του θανάτου.

Η άποψη μου είναι ότι η υπόθεση αυτή έχει λάβει τέτοια διάσταση επειδή μέσα από αυτήν το πολιτικό σύστημα που δολοφόνησε τον Μπελογιάννη είδε ότι μπορεί να αποκομήσει μεγάλα οφέλη. Επιχείρησε για το σκοπό αυτό αυτό να ταυτίσει τον Μπελογιάννη με το θύμα, και το κόμμα του με τον θύτη. Αυτός είναι ένας πονηρός τρόπος (όσο φυσικά και ανέντιμος) να ξεπλύνουν οι μοναρχοφασίστες το αίμα από τα χέρια τους. Όμως στην πραγματικότητα, ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοι του δεν υπήρξαν θύματα.

Ο ίδιος ο Μπελογιάννης ήταν μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ που ομόφωνα αποφάσισε να σταλεί εκείνος στην Αθήνα προκειμένου να βοηθήσει στην ανασυγκρότηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. Ήξερε πολύ καλά ότι οι συνέπειες που θα τον περιμένανε σε περίπτωση σύλληψης θα ήσαν φοβερές. Επομένως, ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Δεν ήταν θύματα, ούτε και κλαιγόντουσαν σαν θύματα οι κομμουνιστές τότε. Και πως αλλιώς;  Ήτανε σκληροί άνθρωποι και αλύγιστοι αγωνιστές που αψηφούσαν τον θάνατο. Είχαν άλλωστε χάσει και οι ίδιοι πολλούς δικούς τους ανθρώπους- θυσία στον βωμό του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση και την δημοκρατία. Ο θάνατος ήταν η πραγματικότητα τους. Ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.

Στην πραγματικότητα, δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε ακριβώς τον τρόπο που σκέφτονταν και ζούσαν. Κάθε εποχή διαμορφώνει τον δικό της τρόπο και τους ανθρώπους της ανάλογα με τις συνθήκες.

Όσον αφορά τις ευθύνες της ηγεσίας του ΚΚΕ: Ο Ζαχαριάδης σε όλες τις περιπτώσεις θα ήταν ο υπέυθυνος για ότι και να συνέβαινε. Τον κατηγορήσανε ότι έδωσε την χαριστική βολή με το περίφημο διάγγελμα του ότι το γράμμα Πλουμπίδη ήταν χαφιέδικο προϊον, ήταν κατασκεύσμα της Ασφάλειας. Φταίει ο Ζαχαριάδης λοιπόν και όχι ο βασιλιάς για την δολοφονία. Υπό μία έννοια βέβαια μπορεί να φταίει ο Μαρξ και οι ιδέες του. Αλλά, μια σειρά από γεγονότα αποδεικνύουν την αληθινή αιτία της επίθεσης: Σκοπός είναι να κατηγορηθούν συλλήβδιν οι κομμουνιστές σαν άνθρωποι που προδίδονται αναμεταξύ τους, να συκοφαντηθεί το ΚΚΕ ότι πουλάει τους ανθρώπους του κτλ κτλ.

Λες και ο Μπελογιάννης δεν ήταν ο ίδιος κομμουνιστής. Λες και δεν βάζανε όλοι τότε το κεφάλι τους στον ντορβά.

Υπάρχουν λοιπόν μερικές ιστορικές αλήθειες που παραμένουν σκόπιμα άγνωστες, ή έστω λιγότερο γνωστές:

α) Ήδη από την πρώτη  δίκη του Μπελογιάννη ο Ζαχαριάδης έδωσε γραμμή στον Πλουμπίδη να συνεργαστεί το κόμμα στις προσεχείς τότε εκλογές μαζί με τις νόμιμες αριστερές δυνάμεις μόνο εαν θα κατεβάζαν υποψήφιο από κοινού τον Μπελογιάννη. Με αυτόν τον τρόπο, και με την ψήφο του λαού, ο Μπελογιάννης θα απέφευγε την εκτέλεση. Η υπόθεση θα πήγαινε στα χέρια της εργατικής τάξης, με λίγα λόγια θα γινόταν ένα θέμα άμεσης πολιτικής- μαζικής πάλης. Ο Πλουμπίδης δεν πάλεψε όπως θα ήθελε η ηγεσία την γραμμή αυτή (από αδυναμία και όχι από προδοσία φυσικά) με αποτέλεσμα να καεί αυτό το πολιτικό χαρτί και να χαθεί πολύτιμος χρόνος.

β) Αφού χάθηκε λοιπόν αυτή η ευκαιρία, η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ πρότεινε να κατέβει η ίδια στην Αθήνα και να δικαστεί αντί του Μπελογιάννη. Αυτό το γεγονός έχει πλήρως αποσιωπηθεί. Το πνεύμα του γράμματος Πλουμπίδη είναι από μόνο του αντιπερισπαστικό σε σχέση με αυτήν την πρόταση η οποία φυσικά δεν έγινε δεκτή.

γ) Δεν ήταν άλλη, παρά η ΚΕ του ΚΚΕ που έδωσε παγκόσμιο χαρακτήρα, έκανε παγκόσμια υπόθεση την σωτηρία του Μπελογιάννη και που σήκωσε αυτό το τεράστιο κύμα συμπαράστασης.

δ) Σε τέτοιες συνθήκες, όπου η Ασφάλεια κυκλοφορούσε τον δικό της »Ριζοσπάστη», οι χαφιεδολογία ήταν συχνό φαινόμενο. Και δυστυχώς, ο Ζαχαριάδης, συνυπολογίζοντας σαν αρνητική τη στάση του Πλουμπίδη στην υπόθεση αυτή, αλλά και ακούγοντας διάφορες φωνές μέσα από το κόμμα για ύποπτο ρόλο του Πλουμπίδη, τον θεώρησε χαφιέ. Άδικα πέρα ως πέρα καθώς απέδειξε η ιστορία.

Η χαφιεδολογία, η συνομωσιολογία, και η κριτική (εκ των υστέρων μάλιστα) πάνω στην βάση των προσώπων και των ψυχοσυνθέσεων τους δεν μπορεί να έχουν σχέση με το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής μας. Αρκετά ταλαιπωρηθήκαμε από αυτές τις μουσειακές αντιλήψεις. Χρειάζεται μόνο ψύχραιμη και όσο γίνεται αντκειμενική ματιά για τους όρους (πολιτικούς/κοινωνικούς) που οδήγησαν στα περασμένα.

Τόσο ο Πλουμπίδης όσο και ο Μπελογιάννης δεν υπήρξαν θύματα. Ύπο μιά έννοια ούτε και του μοναρχοφασισμού. Ήξεραν πολύ καλά τι σήμαινε ο αγώνας τους. Υπήρξανε ήρωες του διαχρονικού αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση. Αλλά και κάτι παραπέρα.  Ήταν ήρωες μιας άλλης εποχής (κοντινής αλλά και τόσο μακρινής συνάμα) που ακόμα και  μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα φώναξαν ζήτω για το κόμμα τους. Δεν ήμασταν σε αυτό το κόμμα, και δεν μπορούμε να μιλάμε για αυτό με τα εργαλεία τα σημερινά και με την σημερινή νοοτροπία. Κάτι παραπάνω θα ήξεραν εκείνοι για το κόμμα τους λοιπόν. Ας τούς το επιτρέψουμε και ας σεβαστούμε τον τρόπο που πέθαναν. Κι όχι να βγάζουμε άσχετους επικήδειος πάνω από το πτώμα τους.

 Ανδρέας Μπεντεβής

 

 

Απάντηση