Κι αν το βάθος του κινηματογράφου παραμένει κόκκινο, η επιφάνεια έχει πνιγεί στο ροζ

68 ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ

 

Από το καθιερωμένο αφιέρωμα στην αισθητική του ’60 δε θα μπορούσε να λείπει μια στάλα θέαμα, μια φω­τογραφία από το «ΒLOW- UP» ή το «Με κομμένη την α­νάσα» ή το «Φράουλες και Αίμα». Δε θα μπορούσε να λείπει μια πολεμική αναφορά στο Happening των Καννών όπου οι «Στρατευμένοι» Γκοντάρ, Σαμπρόλ και λοι­ποί κάνουν το φεστιβάλ μπάχαλο, ο φοβητσιάρης Πολάνσκι κάνει τον αδιάφορο, εργάτες, φοιτητές και αγρότες έχουν παραλύσει τα πάντα, και ο Λουί Μαλ αποτυπώνει τον απόηχο τους χρόνια αργότερα στο «Μιλού το Μάη»

Για να μιλήσει κανείς για το σινεμά της Νouvelle Vague ή για τις ταινίες που προλόγισαν, έσπρωξαν, νεκρολόγησαν, λεηλάτησαν ή ασέλγησαν στο σώμα του Μάη καθώς κι εκείνες που απλά επιχείρησαν να συλλά­βουν τα θραύσματα μιας επαναστατημένης συνείδησης, θα χρειαζόταν μια εγκυκλοπαίδεια του σινεμά. Δεν έχει νόημα σε ένα κείμενο εφημερίδας της «Ανεξάρτητης Αριστεράς» που υποτίθεται θέλει να ξεπεράσει τον θεα­ματικό και εμπορευματικό πολιτισμό να προτείνονται α­πλά ταινίες-ορόσημα και δημιουργοί – σκηνοθέτες όπως άλλοι δίνουν συμβουλές αδυνατίσματος:

«Παρακολουθήστε καλοί μας αναγνώστες το Αρσενικό-θηλυκό και θα τα καταλάβετε όλα» -Διαβάστε τον Ντεμπόρ και θα συλλάβετε το νόημα – ξαναδείτε το «Βά­θος του Ουρανού Είναι Κόκκινο» και θα δείτε τη Σαν Ελιζέ και τα οδοφράγματα να ζωντανεύουν στον ύπνο σας.»

Αλλά όπως ο ακαδημαϊκός ελιτισμός δεν ταιριάζει σε αυτούς που εκτός από το να αναλύουν τον κόσμο θέ­λουν να τον αλλάξουν, έτσι δεν ταιριάζει και το ανάθεμα των κυνικών που συνήθως είναι το συμπλήρωμα του πόστερ και της γραφικότητας.

Όπως πάντα το παιχνίδι παίζεται παντού. Στην εικο­νική και την υπαρκτή πραγματικότητα, πίσω και μπρο­στά από τις κάμερες, άνω – κάτω και πέρα από τα οδο­φράγματα. Αναλύοντας το θέαμα σκοπεύουμε να το υ­περβούμε – και το σινεμά δε μας αρέσει για κάτι νύχτες με φεγγάρι αλλά γιατί η ζωή μας μπορεί να γίνει πιο ό­μορφη απ’ αυτό. Η αλήθεια δε βρίσκεται στον Τρυφώ, αλλά στη ζωή που φανερώνεται και κρύβεται στα «400 χτυπήματα» στο «Ζυλ+Ζιμ», στα θλιμμένα και πονηρά μάτια του Ζαν Πιέρ Λεό, αλλά και τα μάτια τα δικά μας.

Κοιτώντας την οθόνη βρίσκουμε πότε – πότε τον ε­αυτό μας.

Η επόμενη κίνηση για να μην τον ξαναχάσουμε είναι να σκίσουμε το πανί με ένα καλοακονισμένο μαχαίρι και να φτιάξουμε το δικό μας έργο – όχι σαν ροζ μυθιστόρη­μα ή σύντομο καλοκαίρι της Αναρχίας αλλά σαν μια στιγ­μιαία και παρατεταμένη συνάμα, σύνθετη, καθολική και πολύπλευρη επανάσταση χωρίς τέλος.

της Αφροδίτης Πολίτης από παλαιότερο αφιέρωμα (Μάης 1998) της εφημερίδας Πριν στο Μάη του 1968

Απάντηση