Η Μάγια Λυμπεροπούλου (1940-2021) και οι «εποχές που αγριεύουν»

Σε ηλικία 81 ετών έφυγε από τη ζωή πριν από μερικές μέρες η Μάγια Λυμπεροπούλου, αφήνοντας πιο φτωχό το ελληνικό θέατρο.   Όπως έγραψε ο πολιτιστικός συντάκτης Γιώργος Σαρηγιάννης έφυγε, όπως το ήθελε: μόνη, ανεξάρτητη, χωρίς να ταλαιπωρηθεί, με κάποιους ανθρώπους που της άξιζαν γύρω της. Με αφορμή το θάνατό της το αρχείο της ΕΡΤ έφερε ξανά στο φως το επεισόδιο της σειράς εκπομπών «Ταξίδια στη μνήμη» του Χάρη Παπαδόπουλου, από το 2006, που ήταν αφιερωμένο στη Μάγια Λυμπεροπούλου Εκεί μεταξύ άλλων αναφέρεται στη γνωριμία της και με τον ιδρυτή του ΕΚΚΕ Χρίστο Μπίστη ο οποίος ήταν ο άνθρωπος που την προέτρεψε να δώσει εξετάσεις στο θέατρο.

Τι σημαίνει καριέρα, τι σημαίνει επιτυχία, τι σημαίνει πείρα;  Η Μάγια Λυμπεροπούλου, έλεγε ότι το μόνο που προσφέρει η πείρα «είναι να σε μάθει να είσαι εσαεί αρχάριος».
Μιλώντας στην εκπομπη΄η ίδια αποφεύγει τη νοσταλγική εξιδανίκευση του χθες («δεν ξέρω αν τότε ήταν πιο καλά», δηλαδή τα χρόνια του Θεάτρου Τέχνης). Αναφερόμενη στους σημερινούς νέους ηθοποιούς, είπε ότι είναι «πιο μορφωμένοι -όχι κατ’ ανάγκη πιο καλλιεργημένοι-, πιο ανυπόμονοι, πιο ταλαντούχοι… αλλά βρέθηκαν σε μια πολύ άσχημη εποχή. Ισως διαισθάνονται ότι ξανάρχεται πάλι μια εποχή τρομερού ηρωισμού και δεν ξέρω αν αυτό τους λέει κάτι».
Ο καταναλωτισμός, έλεγε η Μάγια Λυμπεροπούλου, η τηλεόραση, οι δημοσιογράφοι έχουν διαμορφώσει μια κατάσταση που πιέζει για σουξέ, για επιτυχία, για να είσαι διαρκώς αρεστός, όμως «οι ηθοποιοί δεν είναι εισαγόμενοι, βγαίνουν μέσα από το κοινό. Η νοοτροπία μας και το ήθος μας είναι αντάξια του κοινού… και το κοινό είναι τζούφιο όπως το έχουν διαμορφώσει». Πικρή διαπίστωση, που όμως δεν χρησιμοποιείται σαν άλλοθι αναχωρητισμού και ελιτισμού. «Το θέατρο είναι η τέχνη του “εμείς”. Η ομορφιά και η κατάρα του είναι ο πληθυντικός. Το θέατρο είναι ο τελευταίος κοινωνικός χώρος που μπορεί ακόμα να θυμίζει ανθρωπίλα. Ομως κι αυτό χάνεται σιγά σιγά και αγριεύουν οι εποχές».
Είναι φυσικός ο θαυμασμός που πολλοί άνθρωποι έδειχναν στη Μάγια Λυμπεροπούλου για την τέχνη της. Ομως, η ίδια μας υπενθυμίζει ότι η δημιουργικότητα δεν ταυτίζεται με την καλλιτεχνία και μας οδηγεί να θαυμάζουμε τον κάθε άνθρωπο που «δουλεύει ασταμάτητα χωρίς να περιμένει να τον εξαναγκάσουν». Που δεν δουλεύει από δίψα για το χρήμα ή την αναγνώριση, αλλά από πίστη. «Πίστη σ’ αυτό που κάνεις και, όταν δεν έχεις τι να πιστέψεις, πρέπει να επινοήσεις κάτι». Και η πίστη δεν είναι ξεροκεφαλιά ούτε μεταφυσική, αλλά έχει σχέση με τη φαντασία. Τη φαντασία που την καλλιεργεί κυρίως ο λόγος, ενώ η τηλεοπτική εικόνα την αποστεγνώνει.
«Δουλεύω για να αγοράζω βιβλία», έλεγε χαριτολογώντας και εξομολογήθηκε πως αν δεν ήταν ηθοποιός, θα ήθελε να ήταν πωλήτρια σε βιβλιοπωλείο. Αλλά τι πωλήτρια! «Δίχως ατζαμοσύνη». Μόνο που τα πιο πολλά βιβλιοπωλία τα σουξέ, τα μπεστ σέλερ προωθούν και ίσως σήμερα κάποια άγνωστή μας πωλήτρια να ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός ώστε να μπορέσει να πιστέψει σε κάτι.

Απάντηση