Ο Μενέλαος Λουντέμης δεν είναι in

(Φωτογραφία: Μακρόνησος, 1950.  Από αριστερά προς τα δεξιά ο ηθοποιός Γ. Γιολδάσης, ο λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης, ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης, ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης, ο ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος, ο λογοτέχνης Νίκος Παπαπερικλής, ο Γιάννης Ιμβριώτης και ο ηθοποιός Κώστας Ματσακάς).

Και οι νεκροί κουβαλάνε πέτρες

 

Ο Μενέλαος Λουντέμης δεν είναι in. Όχι μόνο για το υπουργείο Πολιτισμού, που μες στο 2012 δεν οργάνωσε ούτε μια εκδήλωση για τον συγγραφέα που πέρυσι συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννησή του και 35 από τον θάνατο του. Προφανώς στο υπουργείο τα μόνα άστρα που μετράνε είναι αυτά της ΕΕ και των κονδυλίων.  Παρόμοια ήταν και η αδιαφορία των μεγάλων ΜΜΕ.

To mao.gr προσφέρει στους φίλους του ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Λουντέμη Οδός Αβύσσου Αριθμός 0, το οποίο εκδόθηκε το 1962 και το μεγαλύτερο μέρος του εκτυλίσσεται στη Μακρόνησο όπου είχε εξοριστεί και ο ίδιος ο συγγραφέας. Μη σας τρομάζει η λέξη «απόσπασμα». Το κείμενο που ακολουθεί έχει αυτοτέλεια και διαβάζεται όχι μόνο σαν πολιτικό, αριστερό διήγημα, αλλά και σαν σύγχρονο θρίλερ. Ένας τίτλος που θα του ταίριαζε είναι «Και οι νεκροί κουβαλάνε πέτρες».

 

(Nυχτερινή πορεία στη Μακρόνησο. Μονοπάτια στενά και κακοτράχηλα. Ανάμεσα στους εξόριστους, δύο νέοι, ο Γιώργης και ο Παναγής.)

 

– Αλτ! Αποθέσατε: Προσοχή!… Να ετοιμαστούν οι σκηνές για διανυκτέρευση!

Ο Παναής πέταξε κάτου αποκαμωμένος τους ορθοστάτες. Σ’ όλο αυτόν το δρόμο γκρίνιαζε πνιχτά.

– Όχι εδώ… λέει ο Γιώργης. Είναι πολύ άβολο. Αδύνατο να μπηχτούν οι ορθοσάτες. Να ψάξουμε λίγα βήματα πιο πέρα. Μπορεί να βρεθεί λιγάκι χώμα.

-Και σε μισή ώρανα σου πουν «ξαναμάζεψέ τες»… δεν πάω πουθενά. Στήσ’ τη να ψοφήσουμε εδώ.

Ο Γιώργης υποχώρησε. Σε λίγο, αφού σκουπίσανε τον ιδρώτα του, μπήξανε όπως όπως τους ορθοστάτες και ρίξανε από πάνω το πανί. Κάτω τους άρχιζε ένας γκρεμός που δερνόταν μερόνυχτα από το κύμα. Τρύπωσαν κι οι δύο μέσα κι έκλεισαν τα μάτια τους. Μα κάτι δεν τους βόλευε. Καταμεσής στη σκηή ήταν μια πέτρα που έπιανε το μισό χώρο. Ετοιμάστηκαν να σηκωθούν και να στήσουν τη σκηνή λίγο πιο πέρα, μα χτύπησε σιωπητήριο. Ήταν αργά.

-Ναι, αλλά τι θα γίνει;… λέει ο Παναής που τελευταία νευρίαζε με το παραμικρό. Είναι να χωρέσουμε κι οι τρεις μέσα σ’ αυτό το φασούλι; Πρέπει να βρούμε κάποια λύση.

-Ναι, μα ποια;

-Να την ξεριζώσουμε.

-Ωραία ιδέα. Αλλά με τι;

-Με τα κουτάλια. Θα της πάρουμε γύρω γύρω το χώμα ώσπου να λασκάρει και κατόπι να βάλουμε κι οι δυο από ένα χέρι να την πετάξουμε.

-Χαμένο κόπο θα κάνουμε… αλλά δε θέλω να σ’ έχω να μου γκρινιάζεις.

-Έλα, ας δοκιμάσουμε.

Τραβήξανε τα κουτάλια τους κι άρχισαν να γουβώνουν γύρω τρόγυρα την πέτρα. Το χώμα το τραβούσαν καταπάνω για να το κάνουν προσκεφάλι. Κάποτε -επιτέλους- η πέτρα άρχισε να σαλεύει. Αυτό τούς έδωσε κάποιες ελπίδες και άρχισαν να δουλεύουν πιο αισιόδοξα.

-Να που δουλεύουμε και μια φορά για τον εαυτό μας, λέει ο Παναής. Βάλε ένα χεράκι. Την αγκαλιάσανε και οι δυο και αρχίσανε να την κουνάνε. Η πέτρα δεν αντιστάθηκε πολύ. Σε λίγο ξεριζωμένη κείτουνταν έξω απ’ τη σκηνή.

-Έλα τώρα να ξαναγεμίσουμε το λάκκο… λέει ο Γιώργης.

-Τα χέρια μου είναι κομμένα. Αχ… να βρισκόταν κανένα τσιγάρο.

Ο Γιώργης ψάχτηκε.

-Στάσου.

Σ΄ ένα χαρτί είχε τυλιγμένο κάποιο μη στάξει και μη βρέξει. Το ‘δωσε στον Παναή και κείνος γούβωσε το χέρι του και τ’ ανάψανε. Τραβήξανε από μια ρουφηξιά και βγάλανε από ένα βαρύ ανασασμό. Ο Παναής έχωσε το χέρι το στη γούβα μα το τράβηξε ευθύς απότομα σαν να το το ‘καψαν.

-Τι τρέχει; κάνει ο Γιώργης.

-Περίεργο… ψιθυρίζει μες στα δόντια του ο Παναής. Η φωνή του ήταν αλλαγμένη.

Αγριεύτηκε κι ο Γιώργης.

-Τι τρέχει, Παναή; Δε μιλάς;

-Για φέξε.

-Ωραίος είσα. Με τι;

-Σκύψε και ρούφα το τσιγάρο σου.

-Ε, έφεξα. Βρήκες τίποτα;

-Φέξε, φέξε κι άλλο. Φέξε γιατί μου φαίνεται πως βρήκαμε κρυμμένους θησαυρούς.

Ο Γιώργης ξαναρούφηξε. Τώρα σκύψανε κι οι δυο στο λάκκο. Οι θησαυροί δεν ήταν άνθρακες. Ήταν κό καλα. Δυο μπράτσα στημένα σταυρωτά κι ένα κρανίο. Κάθονταν και οι δύο φρόνιμα σαν τα ραβδιά του χόκει πλάι στην μπάλα. Τα πόδια έλειπαν. Κάποιος χείμαρρος θα τα πήρε και τα κουβάλησε κατά τη θάλασσα. ΟΙ δυο φίλοι ανατρίχιασαν. Μες στο σκοτάδι ψάχτηκαν να βρουν τα χέρια τους. Μικρή διαφορά τα χώριζε από τα κόκαλα… Λίγο πετσί και λίγο σχισμένο ρούχο.

-Παναή… ακούγεται ανήσυχη η φωνή του Γιώργη μες στο σκοτάδι. Πες μου, είσαι καλά;

-Καλά σαν γάιδαρος… λέει με ψεύτικο κέφι κεινος. Ουφ!

-Τι έπαθες;

-Κάηκα.

Το τσιγάρο τσιτσίρισε στο στόμα του.

-Βάλ’ του λίγο σάλιο και σώπα. Θαρρώ πως ακούω πατημασιές. Πνίχ’ το και πέσε.

Δύο αρβύλες πέρασαν νευρικά πλάι απ’ το πανί τους. Κι ύστερα κι άλλες, κι άλλες… Πού πήγαιναν; Τι γύρευαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μες στα μαύρα μεσάνυχτα; Βαστούσαν κι οι δυο τους δυνατά την ανάσα τους. Τα βήματα έσβησαν κάτω βαθιά στη χαράδρα. Ξάπλωσαν. Ησυχία βαριά βασίλευε παντού. Και ξάφνου μέσα σ’ εκείνο το σκοτάδι μια φωνή ανέβηκε. Μια φωνή πόνου. Σαν μουγκανητό βοδιού που το σφάζουν μες στη νύχτα… Σαν βέλασμα ζώου που έπεσε στον γκρεμό.

-Αχ! λέει ο Παναής. Κάποιον πάλι βασανίζούν. Ώς πού θα φτάσει αυτό, μάνα μου; Εσένα λέω, μάνα!… ώς πού θα φτάσει αυτό.

-Σσσσ…

Το βογκητό για λίγο είχε σταματήσει. Μα ξάφνου ανέβηκε πιο άγριο, πιο τρομερό. Ανέβηκε ψηλά, κι ύστερα έπεσε. Και τίποτα άλλο πια δεν ξανακούστηκε. Σ’ όλο το νησί σύρθηκε απόλυτη μαύρη ησυχία.

-Φαίνεται πως τον αποτελείωσαν… είπε με θαμπή φωνή ο Παναής και σώπασε.

Δίπλα ο πρόγονος με τα σκόρπια κόκαλα κοιμόταν ανάσκελα τον αμέριμνο ύπνο της ανυπαρξίας του. Ξάφνου ένας αέρας πήρε ν’ ανεβαίνει απ’ τη θάλασσα, κουβαλώντας το τραγούδι των αφρών της. Η σκηνούλα άρχισε να πεταρίζει σαν πουλί.

-Θα τον πετάξω έξω!… είπε νευριασμένος ο Παναής. Εδώ δε χωρούμε οι ζωντανοί.

-Άσ’ τον να μείνει λίγο ακόμα στη συντροφιά μας. Να συνηθίσουμε κιόλας λιγάκι, Παναή…

-Θα μας κολλήσει την κρυάδα του. Εγώ άρχισα κιόλα να παγώνω,

-Η φαντασία σου είναι. Εγώ άρχισα τώρα να σκέπτομαι κάτι άλλο. Ποιος να είναι αυτός ο άνθρωπος; Αρχαίος μια φορά αποκλείεται. Στην αρχαιότητα το νησί ήταν ακατοίκητο. Έπειτα, τους αρχαίους δεν τους έσπερναν έτσι μες στα χωράφια όπως κάνουν σήμερα οι πολιτισμένο.

-Ε, τότε τι είναι; Σημερινός;

-Ούτε. Τα κόκαλα είναι άσπρα, καθαρά. Αρχίζω τώρα να θυμάμαι μια ιστορία που μου ‘λεγε η μάνα μου. Εκεί κατά το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας φέρανε κι αδειάσανε σ’ αυτό το ξερονήσι μια καραβιά αιχμαλώτους που, πίνοντας τη σκουριά του καραβιού αντί για νερό, είχαν χολεριάσει όλοι και τους αδειάσανε εδώ για να πεθάνόυν. Αυτό είναι. Τούρκος είναι ο άνθρωπος.

-Και τι να τον κάνουμε;

-Να τον σκεπάσουμε με λίγο χώμα και να τον αφήσουμε να συνεχίσει τον ύπνο του.

Τον σκέπασαν και γείρανε να κοιμηθούν. Το συρτό, μονότονο βογκητό άρχισε να ανεβαίνει ξανά απ’ το μέρος της χαράδρας. Σίγουρα ο άνθρωπος που βασάνιζαν θα πέθανε, κι έμεινε το βογκητό του να περπατά μόνο πάνω στο νησί και να γυρεύει ένα στήθος ν’ ακουμπήσει. Μα -το ‘θελαν, δεν το ‘θελαν- άρχισαν κι οι δυο να μουδιάζουν. Σε λίγο ο ύπνος κατέβηκε, τους τύλιξε μέσα σε μαύρα σάβανα και τους πήρε μαζί του. Τέτοιος είναι ο ύπνος εδώ. Σαν τον ταχυδρόμο το Χάρου. Η νύχτα, βέβαια, αυτή σε λίγο θα τέλειωνε. Μα η άλλη νύχτα, η δική τους, πότε θα τέλειωνε; Η άβυσσος αυτή δεν είχε μέρα μπροστά της. Ήταν ριγμένοι σ’ ένα βαθύ άπατο πη γάδι που το ‘χτισαν γύρω γύρω και το σκέπασαν από πάνω για να μην ακούς και να μη μαντεύεις τίποτα. Το απάνω χάθηκε. Μα και το κάτω είχε τελειώσει. Δεν υπήρχε άλλο κατέβασμα. Φτάσανε στο βυθό.

Μέσα στο μισοϋπνι ο Γιώργης ξαφνικά ξύπνησε από κάτι μιλιές. Μια φωνή μες στη σκηνή τους κουβέντιαζε δυνατά και πολύ μπερδεμένα.

-Παναή… έκανε τρυφερά ο Γιώργης κατά το μέρος που ήταν ο φίλος του. Ξύπνα, Παναή… Ξύπνα!

-Ποιος είναι κει; ξεφώνισε άγρια ο Παναής. Και ξύπνησε. Τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα από φρίκη.

-Εγώ είμαι, αδελφέ μου… ο Γιώργης.

-Ο Γιώργης…

-Ναι, ο Γιώργης, ο αδελφός σου.

Έχυσε στην απαλάμη του απ’ το παγούρι λίγο νερό και του δρόσισε το πρόσωπο. Ήταν όλο ανατριχιασμένο κι έκαιε.

-Εσύ είσαι, Γιώργη;… ρωτάει σαν το παιδί που ζητάει προστασία. Εσύ είσαι;… Καλά που είσαι συ.

-Ποιος άλλος ήθελες να είναι;

-Ποιος άλλος; Ξέρεις ποιος… ξέρεις ποιος ήταν τώρα δα μαζί μου δω μέσα; Ο Τούρκος… Καθόταν εδώ αντίκρυ μου με κομμένα τα πόδια και μου μιλούσε.

-Ο Τούρκος; Έλα καημένε… η φαντασία σου έπλασε έναν Τούρκο.

-Η φαντασία μου; Πού θα μπορούσε να ξέρει τόσα πράγματα η φαντασία μου; Και πώς μπορούσε να ξέρει ποιος ήταν και πού πέθανε; Τον έλεγαν «Χασάν», λέει. Καταγόταν απ’ το Ζουγκουλντάκ. Λαβώθηκε, λέει, στη μάχη του Τσανάκ-Καλέ, όπου και τον πιάσανε αιχμάλωτο. Πού την ξέρω εγώ αυτή τη μάχη; Ποτέ δεν άκουσα τέτοιο τόπο. Τους φέρθηκαν, μου λέει, πολύ άπονα. Μες στο μεσοκαλόκαιρο τους είχαν στοιβαγμένος μες σ’ ένα αμπάρι ενός βαποριού χωρίς νερό. Οι μισοί σκάσανε απ’ τη ζέστη. Τους άλλους μισοπεθαμένους τούς φέρανε και τους πετάξανε εδώ για να πεθάνουν. Και πεθάνανε. Πού τα ‘ξερα εγώ όλα αυτά; Πες μου. Πάντως, στον άλλο κόσμο περνάει, λέει, καλά. Στην αρχή τον στενοχωρούσαν λίγο τα πόδια του που του έλειπαν. Ένα διάστημα σερνόταν μάλιστα και τα ζητούσε… Αλλά σιγά σιγά συνήθισε. Είχα, σου λέω, μαζί του μιαν αληθινή κουβέντα. Αφού -σκέψου- θυμήθηκα και τον ρώτησα και για τις πέτρες… Δηλαδή αν οι Μακρονησιώτες κουβαλούν πέτρα και στον άλλο κόσμο.

-Ε, τι σου είπε. ΄Οτι δεν κουβαλούν;

-Όχι, μου είπε. Δεν κουβαλούν. Πέτρες όχι, ούτε μια. Δεν έχει τέτοιο πράμα εκεί κάτω. Βουνά με ρύζια, ναι. Ποταμούς με μέλια, μάλιστα. Μα πέτρες, γιοκ. Δεν έχει. Μου το βεβαίωσε στην πίστη του θεού τους. Κατάλαβες;

-Κατάλαβα, αλλά ξέρεις τι λέω;… να κοιτάξουμε λιγάκι να τον κλεφτοπάρουμε. Αύριο θα μας στρώσουν πάλι στην πέτρα και πρέπει να κερδίσουμε λίγη δύναμη. Βλέπεις, εδώ, ο απάνου κόσμος, έχει πέτρα. Πάσκισε λιγάκι να κοιμηθείς. Έλα… Ακούμπησε απάνω μου. Και πέσε απ’ το δεξί πλευρό. Καληνύχτα.

-Έχεις ακόμα λίγο νερό;

-Θα σ’ το δώσ όλο όσο έμεινε. Αλλά ύστερα προσπάθησε να κοιμηθείς.

Ξετάπωσε το παγούρι και τον πότισε. Ύστερα τον χάιδεψε λίγο σαν παιδί ώσπου τον αποκοίμισε. Κατόπι αποικοιμήθηκε κι ο ίδιος. Το βογκητό συνέχιζε την απελπισμένη του πορεία ολομόναχο πάνω στο άγριο νησί, συντροφεύοντας τα κύματα που έλιωναν πάνω στους βράχους σαν άσπρη σκόνη.

Είχε πάρει πια να ξημερώνει όταν ξύπνησαν. Μα τούτη τη φορά δεν τους ξύπνησε ούτε η σάλπιγκα ούτε οι σφυριγματικές. Ήταν κάτι άγρια ποδοβολητά έξω απ’ τη σκηνή τους. Ο Γιώργης έβγαλε τη μύτη του. Ο Παναής τον τράβηξε ανυπόμονα απ’ το σακάκι.

-Τι τρέχει, Γώργη… Πες μου… Τι τρέχει;

-Σσ… Κάποιοι πέρασαν μ’ ένα άδειο φορείο. Τραβούν πέρα κατά τη χαράδρα.

-Θα τέλειωσε, ως φαίνεται.

-Τώρα πια… Μάλλον θα πρέπει να τέλειωσε αποβραδίς.

-Μα τότε το βογκητό τι ήθελε και σερνόταν ώς το πρωί;

-Ποιο πρωί; Εσύ κοιμόσουν…

-Κοιμόμουν, αλλά το άκουα. Ώς την ώρα που μας ξύπνησαν.

Ο Γιώργης έσκυψε κοντά του ανήσυχος.

-Παναή… του λέει. Δεν ξέρω τι να κάνω. Τα νεύρα μας φαίνεται δεν είναι καλά… Μην τρομάζεις. Δεν θα σπάσουμε. Φοβούμαι όμως εκείνο το «άλλο»… μην τρομάζεις, σ’ το ξαναλέω. Πρέπει όμως να το αντιμετωπίσουμε ψύχραιμα. Δε θα είμαστε οι πρώτοι… Μα εγώ δεν εννοώ να τους αφήσω να μας αυτοκτονήσουν… Κατάλαβες;

Ο Παναής δε σάλεψε. Ήταν παγωμένος.

-Παναή!! Γιατί δε μιλάς;

-Γιώργη… Εμένα πια τίποτα δεν μπορεί να με σώσει. Δε σου είπα και τ’ άλλο… σ’ το ‘κρυψα. Έχεις δει τα χέρια μου;

-Μια χαρά είναι τα χέρια σου. Τι έχουν; Τίποτα δεν έχουν. Τι σ’ έπιασε;

-Μα τα είδες;

-Τα είδα.

-Ε, τότε δεν τα είδες. Είχα δει κάποτε τα χέρια ενός πεθαμένου γέρου. Να, τέτοια ήταν.

-Ιδέες που σου περνάνε καμιά φορά απ’ το κεφάλι! Τίποτ’ απολύτως δεν έχουν τα χέρια σο.

-Τότε γιατί άσπρισαν; Με τέτοιον ήλιο; Και γιατί τρέμουν σαν να ‘ναι ενός γέρου εκατό χρονώ;

-Σσσ… Ξαναπερνούν.

Ο Γιώργης σύρτηκε τώρα ώς την πορτούλα κι έβγαλε έξω το κεφάλι του. Το τσαντιράκι τώρα έμοιαζε με χελώνα που έβγαλε έξω το κεφάλι της. Τέσσερις έσερναν το φορείο φορτωμένο, με το λοχία ξοπίσω. Το πετσί του πεθαμένου ήταν κατακίτρινο και γεμάτο μπλαβισμένα αίματα. Τα μάτια του έμειναν ορθάνοιχτα.

-Με τηράει… έκανε ανατριχιάζοντας ένας απ’ τους τραυματιοφορείς. Δεν μπορώ να τον βλέπω. Με τηράει!… Να, κοίτα τον!

-Ορίστε μια «κυρία» που σιχαίνεται τα αίματα… λέει περιφρονητικά ο λοχίας.

-Δεν μπορώ, κυρ-λοχία!…

-Κλείσ’ τα μάτια σου να μην τον βλέπεις.

-Θα σκοντάψω.

-Ε, τότε σκέπασέ τον!

-Με τι;

-Να, γύρεψε από δω, απ΄ τα παιδιά, μια κουβέρτα. Ρε σεις!

Ο Γιώργης έβγαλε απ’ τη σκηνή το κεφάλι του. Ξοπίσω του σύρτηκε και ο Παναγής.

-Μια κουβέρτα, ρε, σου λέω! Δανείστε στο μακαρίτη μια κουβέρτα γιατί ντρέπεται ολόκληρος άντρας ξεβράκωτος. Ίσα ντε. Και στον άλλο κόσμο που θ’ ανταμώσετε, σας τη δίνει πίσω. Δεν τη δίνετε; Καλά, την παίρνω και μόνος μου.

Τους δίνει από μια κλοτσιά, μπαίνει μέσα, τραβά απ’ τη ράχη του Παναή την κουβέρτα και σκεπάζει το νεκρό.

Κατόπι ξεκίνησαν. Μα ο αέρας ήταν δυνατός και τους πήρε την κουβέρτα. Ξαναδοκίμασαν άλλες δυο φορές. Το ίδιο. Τότε το θηλυκό μυαλό του λοχία γέννησε.

-Κάτω το φορείο, ρε!… φωνάζει στους τραυματιοφορείς. Τώρα τσακώστε κανά-δυο κοτρόνες και σκεπάστε τον τον κερατά! Και ψόφιος εννοεί να κάνει τα σκέρτσα του. Έτσι, πατικώστε τον! Και τώρα, εμπρός-μαρς!

Ο νεκρός έφυγε φορτωμένος πέτρες. Και τότε η φωνή του Παναή γέμισε άγρια τη χαράδρα. Ο Γιώργης τον άρπαξε απ’ το στόμα.

-Παναή! Πάψε!

-Γιώργη! ξεφωνίζει ο Παναής γεμάτος πόνος και δάκρυα.Γιώργη, μας γέλασε ο Τούρκος! Μας είπε ψέματα ο Τούρκος… Ψέματα…. ψέματααααα…

-Παναή!!

-Ψέματα. Στη Μακρόνησο κι οι πεθαμένοι κουβαλάνε πέτρες!!! Χα! Χα!

Ο Γιώργης άρπαξε να ξεριζώσει τα μαλλιά του. Κείνο που φοβόταν όλον αυτό τον καιρό… ήρθε. Η τρέλα… Τώρα δεν απόμενε παρά ή να τον σκοτώσει κείνος για να τον λυτρώσει από ένα θάνατο μαρτυρικό, ή ν’ αφήσει να του τον πάρουν για να τον σκοτώσουν κείνοι έτσι όπως ήξεραν. Ο Γιώργης βάλθηκε να σκεφτεί. Αλλά δεν πρόφτασε. Έξω άρχισε να φέγγει. Ξημέρωνε μια άγρια μακρονησιώτικη μέρα.

 

 

Το καλύτερο ίσως αφιέρωμα που διαβάσαμε τελευταία για τον Μ. Λουντέμη γράφτηκε από τον φιλόλογο Δημήτρη Δαμασκηνό και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα


 

Απάντηση