Ο Λεωνίδας Βατικιώτης για την κυβέρνηση της Αριστεράς

Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη παραχώρησε ο δημοσιογράφος και  διδάκτορας του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πάντειου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Λεωνίδας Βατικιώτης στο περιοδικό Μαρξιστική Σκέψη που κυκλοφορεί. Θεματικό αφιέρωμα του περιοδικού είναι η «κυβέρνηση της Αριστεράς» και πάνω στο θέμα αυτό δημοσιεύονται επίσης συνεντεύξεις από τους Ρ. Δούρου, Θ. Καμπαγιάννη, Σ. Σακοράφα, Κ. Σκορδούλη, Π. Σωτήρη και Γ. Τόλιο. 

Ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα της συνέντευξης του Λεωνίδα Βατικιώτη:

376617_10151144208736585_708205806_n– Τον Ιούνιο του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε οριακά να αναδειχτεί πρώτο κόμμα, σήμερα όμως είναι διάχυτη η εντύπωση ότι θα υπερισχύσει στις επόμενες εκλογές και θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Για τον απλό κόσμο που πλήττεται από την κρίση αυτό αποτελεί μια ελπίδα και ένα βήμα εμπρός. Ποιοι όμως είναι οι όροι ώστε αυτό το βήμα να μη μείνει μετέωρο και να οδηγήσει σε ουσιαστικές ριζοσπαστικές αλλαγές;

– Η υλοποίηση ουσιαστικών ριζοσπαστικών αλλαγών θα εξαρτηθεί από τα βήματα που θα επιτευχθούν στον πυρήνα της Πολιτικής που είναι η οργάνωση του λαού σε αυτοτελή όργανα (ανταγωνιστικά με το κράτος και την αστική πολιτική) και η αναγέννηση του εργατικού κινήματος.

Η ιστορική εμπειρία προσφέρει πλούσια εμπειρία. Μετά την μετάλλαξη της αστικής τάξης σε αντιδραστική –στο τέλος της μεγάλης ύφεσης του 1873-95– η Αριστερά, το οργανωμένο εργατικό κίνημα και η απειλή κινήματος απέσπασαν μέτρα που βελτίωσαν αποφασιστικά τις συνθήκες ζωής. Η νίκη τους επισφραγίστηκε με 25%-36% αυξήσεις στους μισθούς σε Γαλλία, Μ. Βρετανία, Γερμανία, μείωση των ωρών εργασίας σε αυτές τις χώρες και στις ΗΠΑ, ψήφιση νόμων (χωρίς προηγούμενο) που διευκόλυναν τη δράση του συνδικαλιστικού κινήματος, μείωναν το χρόνο εργασίας, εξασφάλιζαν σύνταξη, εβδομαδιαία αργία, υγιεινή και ασφάλεια, κ.ά.

Στην εξέλιξη της κρίσης δημιουργήθηκαν επαναστατικά σοσιαλδημοκρατικά –τότε– εργατικά κόμματα και παράλληλα συνδικαλιστικές οργανώσεις, συνεταιρισμοί, σωματεία αλληλεγγύης. Πραγματοποιήθηκαν ιστορικές διαδηλώσεις, ματωβαμένες απεργίες ενώ στους κύκλους των πρωτοποριών επικρατούσε η πεποίθηση πως η επανάσταση ήταν προ των πυλών.
Η Αριστερά, ενωμένη με το σκοπό της, την κοινωνία της εργατικής χειραφέτησης και την επανάσταση, εμπνέει και εμπνέεται από το εργατικό κίνημα, αλληλεπιδρά στην εσωτερική δυναμική του, αλλάζει τους συσχετισμούς δίχως εντούτοις να φτάνει την επανάσταση. Αυτή όμως η εσωτερική δυναμική του κινήματος, ο καινούργιος συσχετισμός δυνάμεων, σε συνδυασμό με τις τολμηρές, καινοτόμες αλλαγές στην πολιτική και θεωρία της Αριστεράς, τους επαναστατικούς εργατικούς, συνδικαλιστικούς αγώνες, αυτές οι τάσεις στην αλληλοδιαπλοκή τους, οδηγούν τις εξελίξεις στο εργατικό κίνημα. Αυτή η δυναμική, με πρωτεύουσα την επαγγελία και πράξη της κοινωνικής απελευθέρωσης, είναι το υπουργείο των υπουργείων, ο εργατικός νομοθέτης που αναγκάζει στην αποτύπωση σε νόμους υπέρ των κολασμένων της γης.

Η δεύτερη ιστορική περίοδος που αποσπώνται ουσιαστικές ριζοσπαστικές αλλαγές συμπίπτει με την έξοδο από την κρίση του 1929, το 1945 και μετά. Η κρίση του 1929 βρίσκει την Αριστερά και το εργατικό κίνημα να σφραγίζονται από την αίγλη της νίκης της Οκτωβριανής Επανάστασης και ταυτόχρονα από τα όρια του πρώιμου εκφυλισμού της και περιθωριοποίησης των προλεταριακών στοιχείων ήδη στη δεκαετία του ’20, καθώς και της ήττας της γερμανικής και ουγγαρέζικης επανάστασης. Η Αριστερά αυτή την περίοδο αντί των τολμηρών και καινοτόμων προσεγγίσεων «κουρνιάζει στο προϋπάρχον», καθηλώνεται και απομονώνεται στη λογική του «σοσιαλφασισμού». Σε συνδυασμό με την ιστορικής σημασίας ήττα της αμερικανικής εργατικής τάξης το 1922-25, το κίνημα, παρά τις ηρωικές του εξάρσεις, αδυνατεί να αναχαιτίσει την επερχόμενη λαίλαπα του φασισμού που τρέφεται από την κρίση και αποτελεί αστική πολιτική εξόδου από αυτήν. Τα κομμουνιστικά κόμματα υποχωρούν και μόνο μετά τη «μισή στροφή» του 1935-37, την πολιτική των αντιφασιστικών μετώπων, ανακτούν το εργατικό κίνημα και η Αριστερά τη δυναμική τους, η οποία όμως συμπυκνώνεται και περιορίζεται στους πολιτικούς στόχους «αναγέννηση της αστικής δημοκρατίας, περιορισμός των μονοπωλίων, εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή δημοκρατία» που καθορίστηκαν στο ιστορικής σημασίας 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ωστόσο, η δυναμική του αντιφασιστικού κινήματος και το κύρος των αγωνιζόμενων, η ανατροφοδότηση της εσωτερικής «ανεξέλεγκτης» δυναμικής του από την αίγλη της πρόσφατης τότε νικηφόρας Οκτωβριανής Επανάστασης, προσδίδει το δικό της περιεχόμενο στη «λαϊκή δημοκρατία». Ξεπερνά επομένως στην πράξη τους περιορισμένους στόχους των κομμουνιστικών κομμάτων, που έχουν ανεβασμένο κύρος. Και τελικά δημιουργείται ένας τέτοιος μεταπολεμικός πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων, που αναγκάζει την αστική τάξη να διαχειρισθεί πολιτικά το οικονομικό ζήτημα με τη θέσπιση του κράτους πρόνοιας. Οι κοινωνικές παροχές του 1947-85, έγιναν εφικτές στη βάση των αλμάτων που κατέγραψε η παραγωγικότητα της εργασίας, και στην ουσία ήταν κατακτήσεις του κινήματος που υπήρχε και κυρίως του κινήματος που μπορούσε να υπάρξει, της δυναμικής που φώλιαζε εντός του. Αυτές οι κατακτήσεις αρχίζουν να ξηλώνονται από το τέλος της δεκαετίας του ’80.

Με βάση την ιστορική εμπειρία μπορούμε συμπερασματικά να υποστηρίξουμε πως όπου οι εργατικοί αγώνες ξεπερνούν τον επετειακό, θεσμικό τους χαρακτήρα, μόνο τότε η αστική τάξη αναγκάζεται σε μεγαλύτερες ή μικρότερες παραχωρήσεις (διαρκώς διαφιλονικούμενες), οι οποίες όχι μόνο δεν σταματούν την ταξική πάλη, αλλά αντίθετα τη βαθαίνουν και δημιουργούν ρήγματα. Προϊόν αυτών των ρηγμάτων είναι οι ουσιαστικές ριζοσπαστικές αλλαγές που μπορούν να κατακτηθούν σήμερα.

– Ας επιμείνουμε λίγο στο ζήτημα των όρων. Ένα πρώτο θέμα είναι ότι για να σχηματιστεί η κυβέρνηση της Αριστεράς θα χρειαστεί λογικά τη στήριξη και κάποιων άλλων δυνάμεων εκτός του ΣΥΡΙΖΑ. Ποιες μπορεί να είναι αυτές, με δεδομένη την άρνηση του ΚΚΕ;

– Η απάντηση έχει δοθεί με καθαρό τρόπο από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι αλλεπάλληλες αναφορές στην (διαταξική, πανεθνικής αναφοράς) «κυβέρνηση σωτηρίας», οι επίσημες επαφές κορυφής με τους Ανεξάρτητους Έλληνες και η απροθυμία να αποκλειστεί μια κυβέρνηση συνεργασίας με την ΔΗΜΑΡ περιγράφουν από τώρα τη σύνθεση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Κυρίως όμως προδιαγράφουν μια δυναμική συνέχειας κι όχι ρήξης που αποκλείει εκ των προτέρων τις ήττες της αστικής πολιτικής που είναι σήμερα το μεγάλο ζητούμενο, διαψεύδοντας έτσι τις προσδοκίες των ψηφοφόρων και οπαδών του κόμματος. Η εκλογική καθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι το τίμημα αυτών των επιλογών.

– Υπάρχει βέβαια το καίριο ζήτημα των κοινωνικών όρων επιτυχίας μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Ποιοι είναι οι μίνιμουμ αναγκαίοι μετασχηματισμοί ώστε να μην καταλήξει σε απλή κυβερνητική εναλλαγή; Αναφερόμαστε σε όλα τα πεδία, οικονομία, κράτος, νομοθεσία, κοινωνία. Και πάντα με δεδομένο ότι η κοινωνική αποδιάρθρωση επιδεινώνεται δραματικά, επομένως δεν αρκούν κάποιες οριακές αλλαγές…

–  Το πρώτα μέτρα που θα έπρεπε να εφαρμόσει μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αναφέρονται στο κοινωνικό ζήτημα και θα χρειαστεί να στραφούν σε δύο κατευθύνσεις: Πρώτο, την ενίσχυση της δημόσιας σφαίρας με εθνικοποιήσεις στους τομείς της πίστης, παιδείας, υγείας, κοινωνικής ασφάλισης, μέσων μαζικής μεταφοράς, υποδομών (ενέργεια, νερό, λιμάνια, αεροδρόμια κ.ά.) και άλλων στρατηγικής σημασίας κλάδων, και δεύτερο, τη γενναία στήριξη των λαϊκών εισοδημάτων με χορήγηση αυξήσεων σε μισθούς, συντάξεις, επιδόματα ανεργίας κ.ά. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής προέχει η ανάγκη μιας γενναίας φορολογικής μεταρρύθμισης με αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου, δραστική μείωση της έμμεσης φορολογίας κ.λπ. Πρόκειται για μέτρα που βρίσκονται στον αντίποδα της σύγχρονης αστικής στρατηγικής και ακυρώνουν τα Μνημόνια στην πράξη. Η μονομερής καταγγελία τους ωστόσο όπως και των δανειακών συμβάσεων, με μια απλή ψηφοφορία στη Βουλή, οφείλει να αποτελεί την πρώτη πράξη μιας πολιτικής που διατείνεται ότι αμφισβητεί την πολιτική της λιτότητας.

Σε πολιτικό επίπεδο ξεχωρίζουν μέτρα διεύρυνσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων (χωρίς ωστόσο ποτέ να παραβλέπεται ο περιορισμένος χαρακτήρας που έχουν οι σχετικές παρεμβάσεις στο πλαίσιο της μη αντιστρεπτής αυταρχικής μετάλλαξης της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας), εξόδου της χώρας από το ΝΑΤΟ, κλπ.

– Στο ίδιο θέμα της κυβέρνησης της Αριστεράς διατυπώνονται κριτικές και από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, βασικά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θα σημειώσουμε εδώ μερικές. Μια πρώτη είναι ότι η προοπτική ανόδου στην κυβέρνηση συνοδεύεται από μια διαρκή μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς πιο δεξιές θέσεις και θεσμικές προσαρμογές στα πλαίσια του συστήματος. Αυτό θα αποξενώσει τους εργαζόμενους, οδηγώντας σε ένα συνολικό συμβιβασμό με το κατεστημένο.

– Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες αντικαπιταλιστικές συλλογικότητες διεκδικεί μια εργατική παρέμβαση για την ανατροπή της επίθεσης στους εργαζόμενους και την προοπτική για αντικαπιταλιστική ανατροπή μέχρι τέλους. Το ρεύμα αυτό εκφράζεται και σε διεθνές επίπεδο με τις ιδιομορφίες φυσικά της κάθε χώρας και έχει να επιδείξει βαθιές ιστορικές ρίζες συμβολής στο επαναστατικό κίνημα. Το πλέον αξιοσημείωτο είναι πως παρά τις αντιφάσεις που εμφανίζει λόγω ανωριμότητας, εμφανίζει μια αντοχή με δυνατότητα ανόδου. Άρα μπορεί να παίξει, υπό προϋποθέσεις, καταλυτικό ρόλο στις επερχόμενες εξελίξεις και προωθητικό ρόλο για τα συμφέροντα των εργαζομένων.

Αυτά τα συμφέροντα, υποστηρίζει ότι θα υπηρετήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο η συστηματική προσπάθεια που καταβάλλει να πείσει τα κέντρα αποφάσεων του κεφαλαίου δημιουργεί σημαντικά ερωτηματικά για την πρόθεσή του να συγκρουστεί. Ξεχωρίζουν σε αυτή την προσπάθεια: η συνάντηση του Αλ. Τσίπρα με τον Σιμόν Πέρες, πρόεδρο του κράτους τρομοκράτη του Ισραήλ, η επίσκεψη αντιπροσωπείας του ΣΥΡΙΖΑ στους γκαουλάιτερ της Task Force –της ομάδας δράσης για την Ελλάδα που έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση– και του Αλ. Τσίπρα στον μισητό ιμπεριαλιστικό οργανισμό ΔΝΤ. Πρόκειται για επιλογές που δεν δηλώνουν διάθεση ρήξης με το κατεστημένο, τουλάχιστον…

Ολόκληρη η συνέντευξη στον 9ο τόμο του περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη που κυκλοφορεί και στην ιστοσελίδα του.

Απάντηση