Ο Κριαράς και ο ανεύρετος σοσιαλισμός
«Στα πολιτικά ριζοσπαστικός, στα θρησκευτικά σκεπτικιστής, στα κοινωνικά φεμινιστής, στη γλώσσα μαλλιαρός». Έτσι περιέγραψε ο έφηβος Εμμανουήλ Κριαράς τον εαυτό του όταν πήγαινε στην τελευταία τάξη του γυμνασίου στην Κρήτη. Ένα πρωί, λίγο πριν αρχίσει το μάθημα της φυσικής, του ήρθε η έμπνευση να σκιαγραφήσει την ταυτότητά του στο τετράδιο κι έτσι έγραψε αυτά τα λόγια. Ο καθηγητής τον είδε, πήρε το τετράδιο, διάβασε ό,τι είχε γράψει ο μαθητής, αλλά δεν το σχολίασε. Το θέμα, θυμάται ο Κριαράς στα απομνημονεύματά του (Μακράς ζωής αγωνίσματα, έκδοση «Οι φίλοι του περιοδικού “Αντί”», 2009).
Συγκίνηση δεν προκαλεί απλώς το γεγονός του θανάτου σε ηλικία 108 χρόνων. Συγκίνηση προκαλεί το γεγονός ότι τόσα χρόνια ζούσε όρθιος και δημιουργικός. Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, που όμως δεν αναφέρεται στα όσα έχουν γραφτεί μέχρι στιγμής για τον Κριαρά, ήταν ότι από 12 χρονών αναγκάστηκε να δουλέψει σε ένα συμβολαιογραφείο στα Χανιά για να συμβάλει στα οικονομικά της οικογένειας και συνέχισε να εργάζεται σε όλα τα χρόνια της φοίτησής του στο γυμνάσιο.
Σοσιαλιστής ήταν ο Κριαράς, όχι σοσιαλδημοκράτης και ας δέχτηκε το 2009 να μπει στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, στην τελευταία θέση ή αν ορισμένες από τις ύστερες δηλώσεις του δεν θα τις έλεγες ριζοσπαστικές.
Ο Κριαράς δεν ήταν απλώς ένας δημοτικιστής, αλλά ένας μάχιμος δημοτικιστής που από τα φοιτητικά του κιόλας χρόνια άρχισε να πληρώνει για τις ιδέες.
Η χούντα τον απέλυσε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τον Ιανουάριο του 1968. Τίτλος τιμής για τον καθηγητή είναι το έγγραφο που εξηγεί τους λόγους της απόλυσής του:
«Ων από της προπολεμικής εποχής και κατά την κατοχική περίοδο κομμουνιστικών φρονημάτων, εξακολουθείτε εμφορούμενος υπό των αυτών ιδεών, αναπτύξαντες [sic] διά του τύπου αθεϊστικάς και υλιστικάς θεωρίας, αποτελέσαντες ιδίαν εν Σχολή ομάδα και εγκρίνοντες πάσαν οχλοκρατικήν εκδήλωσιν των αριστερών φοιτητών…»
Βέβαια, δεν ήταν κομμουνιστής ο Κριαράς. Στο ίδιο βιβλίο (σελ. 63) γράφει:
«Με το τέλος των πανεπιστημιακών μου σπουδών στην Αθήνα είχα κατά βάση διαμορφωμένα τα όρια του ιδεολογικού μου ορίζοντα. Αισθανόμουν τον εαυτό μου πεπεισμένο δημοτικιστή και πεπεισμένο σοσιαλιστή. Αυτό δε σημαίνει ότι κατά καιρούς δεν είχα την ευκαιρία να ξανασκεφτώ τα συναφή θέματα, πάντα μέσα στα όρια των δύο αυτών ιδεολογιών. Γιατί βέβαια στη ζωή μου γνώρισα και συνειδητοποίησα τις αδυναμίες και των ιδεολογιών και των ιδεολόγων. Όμως πολλές φορές αναρωτήθηκα: είναι κέρδος για τον άνθρωπο να βρίσκεται διαμορφωμένος ιδεολογικά ήδη από τα χρόνια της πρώτης ενηλικίωσής του; Ποτέ δεν το πίστεψα, ούτε τώρα το πιστεύω. Όμως η πραγματικότητα είναι τις περισσότερες φορές απαραβίαστη και σεβαστή, είτε μας αρέσει, είτε μας συμφέρει, είτε όχι».
Είναι θησαυρός το βιβλίο αυτό του Κριαρά (και φυσικά, όχι μόνο αυτό). Ο άνθρωπος θυμάται τον κομήτη του Χάλεϊ, τους βαλκανικούς πολέμου, ακόμα και τη δολοφονία του Γεωργίου Α΄ στη Θεσσαλονίκη το 1913!
Εντύπωση προκαλεί στον αναγνώστη το ότι αυτός ο Δάσκαλος με δέλτα κεφαλαίο, μνημονεύει και τιμά τους δικούς του δασκάλους στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, όχι βέβαια όλους αλλά εκείνους που ουσιαστικά πρόσφεραν. Εντύπωση όμως προκαλεί και το ενδιαφέρον του για τα κοινά και για τις συλλογικές προσπάθειες: Σε ηλικία 15 ετών ιδρύει μαζί με άλλους συμμαθητές του έναν πνευματικό όμιλο, τον «Πνευματικό Όμιλο Χανίων», του οποίου γίνεται γραμματέας. Στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, μαζί με συνομήλικούς του, ιδρύουν τον «Κρητικό Φιλολογικό Σύλλογο»… και παρ’ όλα αυτά υποστηρίζει ότι δεν ήταν «πολύ κοινωνικό άτομο»! Όπως εξηγεί καθώς ως μαθητής εργαζόταν, δεν είχε χρόνο για πολλές συναναστροφές με άλλα παιδιά: «Όμως η όποια έλλειψη κοινωνικότητας δε με εμπόδισε ποτέ να ενδιαφέρομαι για το συνάνθρωπο και την τύχη του· για τα κοινωνικά ζητήματα που στην εποχή μας απαιτητικά προβάλλουν. Ενισχύονταν τα ενδιαφέροντά μου αυτά και από μια συναισθηματικότητα, συχνά υπερβολική, που θα ευχόμουν να ήταν περιορισμένη. Και όμως τα ενδιαφέροντά μου αυτά με διαμόρφωσαν σιγά σιγά σε πολίτη με δημόκρατικές αντιλήψεις και ενίσχυσαν την πίστη μου για την ανάγκη κοινωνικής δικαιοσύνης μεταξύ των ανθρώπων».
Μια πίστη που κράτησε 90 χρόνια αφού μέχρι τα στερνά του ο Κριαράς μιλούσε για το σοσιαλισμό, έστω τον ανεύρετο.