Μια αριστερή ματιά στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τις εκλογές
Η ταξική πάλη διαπερνά το ίδιο το κόμμα, ιδίως όταν αυτό πορεύεται προς την κυβερνητική εξουσία, παρατηρεί ο Στάθης Κουβελάκης, μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ. Μια ψύχραιμη, διόλου εξωραϊστική εξέταση που επισημαίνει τους «εσωτερικούς» κινδύνους του κόμματος και υπογραμμίζει την ανάγκη της στενής σύνδεσής του με το λαϊκό κίνημα. Δημοσιεύτηκε χθες στην Ίσκρα με τίτλο «Η εξουσία στα κόμματα εξουσίας».
«Η ιστορική εμπειρία αλλά και θεωρητικές αναλύσεις το έχουν καταδείξει με σαφήνεια: όσο πλησιάζουν στην κυβερνητική εξουσία, σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού, τα κόμματα που εκπροσωπούν τις εργαζόμενες τάξεις τείνουν να αποκτούν μια μιμητική σχέση με τα αστικά κόμματα.
Ας συνοψίσουμε τις βασικές διαστάσεις αυτής της διαδικασίας:
1. Η εσωτερική ζωή του κόμματος αφυδατώνεται, οι συλλογικές διαδικασίες, οι οργανώσεις βάσης και η συμμετοχή των μελών ατονούν σε όλα τα επίπεδα. Οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του αφορούν όλο και λιγότερα ιδεολογικά και πολιτικά επίδικα και επικεντρώνονται σε διαμάχες για την κατανομή θέσεων και μηχανισμών.
2. Οι σχέσεις με τις κινηματικές δραστηριότητες χαλαρώνουν, αντίθετα η κοινοβουλευτική του παρουσία αποκτά όλο και μεγαλύτερο βάρος. Με δυό λόγια, το κόμμα γίνεται όλο και περισσότερο ένας εκλογικός-κοινοβουλευτικός μηχανισμός, παύει να είναι ένας χώρος που «παράγει» πολιτική και συμβάλλει στην οργάνωση του αγώνα των υποτελών τάξεων .
3. Η εσωτερική λειτουργία μεταλλάσσεται δραματικά: τα καθοδηγητικά όργανα δεν έχουν παρά μια τυπική λειτουργία: συνέρχονται αραιά, οι συνεδριάσεις τους έχουν έναν τελετουργικό και, στην καλύτερη περίπτωση, επικυρωτικό χαρακτήρα. Οι αποφάσεις παίρνονται από αυτονομημένα κέντρα, μεταξύ των οποίων αυτό που περιστοιχίζει τον ηγέτη αποκτά τον πρωταρχικό ρόλο. Το κόμμα μετατρέπεται σε έναν συγκεντρωτικό μηχανισμό και αποκτά έναν αρχηγοκεντρικό χαρακτήρα.
4. Το είδος της παρέμβασης του κόμματος αλλάζει: ο λόγος του «στρογγυλεύεται» διαρκώς, αποϊδεολογικοποιείται και αποκτά έναν «πολυσυλλεκτικό» χαρακτήρα, που συγκαλύπτει τις αντιθέσεις και απευθύνεται σε ένα παθητικό ακροατήριο εξατομικευμένων ψηφοφόρων. Αυτό το είδος λόγου συνάδει απόλυτα με την κεντρικότητα της εκλογικής-κοινοβουλευτικής του πρακτικής και την κυριαρχία της «επικοινωνιακού» είδους πολιτικής που ασκείται από την αυτονομημένη ηγεσία.
Για να συνοψίσουμε, το κόμμα αναπαράγει τις βασικές όψεις της αστικής πολιτικής, τόσο στο επίπεδο της οργανωτικής του μορφής, όσο και της πρακτικής και του λόγου που το διέπουν. Και τούτο για έναν θεμελιώδη λόγο, που δεν έχει να κάνει με καμμία ψυχολογίζουσα ερμηνεία (του τύπου «η ηγεσία που προδίδει»), ούτε με τους «σιδερένιους νόμους της ολιγαρχίας» που επικαλείται η κυρίαρχη εκδοχή της κοινωνιολογίας των κομμάτων: πλησιάζοντας την κυβερνητική εξουσία, και πολύ περισσότερο αφού την έχει ασκήσει, το κόμμα τείνει να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της διαχείρισης του αστικού κράτους.
Και το κράτος δεν είναι ένα ουδέτερος μηχανισμός ή απλά ένα σύνολο θεσμών: είναι η «συμπύκνωση μιας ταξικής σχέσης», όπως έλεγε ο Νίκος Πουλαντζάς, μια συμπύκνωση που αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη υλικότητα (δηλαδη σε ένα σύνολο μηχανισμών) και παίζει καθοριστικό ρόλο στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.
Δεν τα θυμίζουμε αυτά για να γίνουμε δυσάρεστοι ή για να παίξουμε τον ρόλο της Κασσάνδρας, αλλά για να επισημάνουμε υπαρκτά εμπόδια και δυσκολίες που κάθε εγχείρημα κοινωνικής αλλαγής έχει να αντιμετωπίσει. Εξάλλου, όσα περιγράψαμε πιο πάνω αποτελούν τάσεις, που τείνουν βεβαίως να γίνουν κυρίαρχες σε ορισμένες συγκυρίες, όχι όμως χωρίς συγκρούσεις, όχι χωρίς να έχουν προκαλέσει αντίρροπες τάσεις, που στηρίζονται σε πρακτικές πολιτικοποίησης και ενεργοποίησης «από τα κάτω». Με αυτήν την έννοια, η ταξική πάλη, με ειδικές μορφές, διαπερνά το ίδιο το κόμμα, όπως και το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών υποκειμένων που παρεμβαίνουν σ’αυτήν.
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: το τελευταίο διάστημα, παρατηρούνται στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ φαινόμενα που προκαλούν προβληματισμό και ανησυχία. Οι «φαστ-τρακ» διαδικασίες τείνουν να γίνουν κανόνας. Οι οργανώσεις αδρανοποιούνται και οι λειτουργίες των καθοδηγητικών οργάνων ατονούν. Παρά τη σημαντική κατάκτηση των δεσμεύσεων της Θεσσαλονίκης, η συζήτηση για το συνολικό πρόγραμμα δεν ξεπέρασε το στάδιο ατέρμονων προκαταρτικών «διαβουλεύσεων». Η εμπειρία τόσο της τελευταίας Κεντρικής Επιτροπής, όπου απουσίαζαν τα χρονικά περιθώρια και οι προϋποθέσεις μιας ουσιαστικής συζήτησης για το κρίσιμο θέμα των συνεργασιών και των ψηφοδελτίων, όσο και της προεκλογικής συγκέντρωσης που βαφτίστηκε «διαρκές συνέδριο» πρέπει να λειτουργήσουν ως καμπανάκι.
Η αυριανή κυβέρνηση της Αριστεράς θα έχει να αντιμετωπίσει τεράστιες δυσκολίες και αντιδράσεις εντός και εκτός της χώρας. Οσοι τυχόν νομίζουν ότι για να αντιμετωπισθούν αρκούν οι κινήσεις κορυφής , οι τακτικισμοί και το κοινοβουλευτικό παιχνίδι προσφέρουν κακές υπηρεσίες σ’αυτήν την υπόθεση. Και δεν αρκεί να υπενθυμίζεται η ότι η ενεργή παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα αποτελεί απαράβατο όρο για την επιτυχία της. Αυτή η παρέμβαση απαιτεί, μεταξύ άλλων, ένα μαζικό, δημοκρατικό και μάχιμο κόμμα, ικανό να συνδυάσει την επιτυχία στην εκλογική μάχη, την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών και την παρέμβαση με νικηφόρους όρους σε όλα τα μέτωπα των κοινωνικών αγώνων που ανοίγονται μπροστά μας. Η πρόκληση είναι τεράστια, και η αίσθηση δέους που προκαλεί φυσιολογική. Εδώ βρίσκεται όμως και το βαθύτερο νόημα των ιστορικών στιγμών που ζούμε».