Για τον Περικλή Κοροβέση…
Δεν γεννιούνται κάθε μέρα Κοροβέσηδες. Ούτε πεθαίνουν. Για ανθρώπους σαν κι αυτόν είναι ασφαλές να πούμε ότι δεν θα πεθάνει ποτέ.
Θα θυμάμαι πάντα τη φωνή του. Εύκολο να το λέω τώρα που είναι ακόμα νωρίς αλλά δεν θέλω να την ξεχάσω. Ούτε όσα έλεγε. Την άκουσα πριν λίγο, ηχογραφημένη σε μία από τις συνελεύσεις της «Εφημερίδας των Συντακτών», που τις καταγράφουμε για τα πρακτικά. Πριν πάρει το λόγο ο Περικλής, πάντα και για όλους μας Περικλής – μεγαλύτερους και νεότερους, φίλους του και λιγότερο φίλους. Ποτέ Κοροβέσης, ούτε κύριος Κοροβέσης. Όχι από έλλειψη σεβασμού, το αντίθετο.
Όταν έπαιρνε το λόγο, με μια βραχνή, αλλά όχι μπάσα, καθαρή αλλά όχι ηχηρή φωνή, όλοι σιωπούσαν. Δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι θα ακουγόταν και καρφίτσα αν έπεφτε, στην κατά τα άλλα θορυβώδη και απείθαρχη αίθουσα των συντακτών. Τώρα αν ακούγαμε πραγματικά αυτά που έλεγε, αν τους δίναμε βάση, αν τον πιστεύαμε… Αυτό είναι άλλης τάξης υπόθεση.
Φοβάμαι αντιμετωπίζαμε όσα έλεγε σαν τα λόγια του σοφού Σαμάνου, που ναι μεν έχει δίκιο, αλλά τι μας λέει τώρα, αυτά είναι ουτοπικά, δεν γίνονται ή τουλάχιστον δε γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη. Κάτι για να ακολουθήσουμε το μοντέλο της Μοντ Ντιπλοματίκ, να «το μεθοδεύσουμε και να το παλέψουμε», προσπαθώντας να στήσουμε ένα δίκτυο με συνδρομητές και φίλους της «Εφ.Συν.», διοργανώνοντας σε τακτική βάση εκδηλώσεις πολιτικές και πολιτιστικές, σε όλη την Ελλάδα, γιατί «η φύση της εφημερίδας της δικιάς μας είναι και ακτιβιστική, το έχουμε ξεχάσει αυτό το σκέλος».
Κάτι για να κάνουμε ρεπορτάζ δημοσιογραφικά, υψηλής πνοής με κόμιξ από Έλληνες σκιτσογράφους που είναι εξαιρετικά ταλαντούχοι, κάτι για να αφήσουμε πίσω μας τον κοντόθωρο επαρχιωτισμό και να συμβαδίσουμε με τα πιο πρωτοπόρα και προοδευτικά παγκοσμίως ρεύματα, γιατί το κοινό που μας παρακολουθεί είναι πολύ μπροστά και να μην το υποτιμάμε. Κάτι για να μην ταυτιζόμαστε με την – τότε – κυβέρνηση (αυτά όταν στην εξουσία ήταν ακόμα ο ΣΥΡΙΖΑ), αλλά να ασκούμε πιο σκληρή κριτική, κάτι για να αμφιβάλλουμε συνέχεια και να πασχίζουμε για την ποιότητα του δημοσιογραφικού προϊόντος που παράγουμε… «Να θυμόμαστε το στίχο του Καβάφη, «ρωτούσε για την ποιότητα των μαντιλιών», ρωτήσαμε ποιο είναι το πολιτικό προϊόν που πουλάμε;», μας έλεγε…
Πάντα στις σύντομες ομιλίες του θα έλεγε και κάτι σιβυλλικό, κάποια παραπομπή σε ένα μύθο, μια ιστορία που συνήθως δεν ξέραμε, ένα παράδειγμα από κάτι που διάβασε, άκουσε, τον άγγιξε, ακόμα και μια παρατήρηση αναγνώστη που του είχε κάνει εντύπωση.
«Βρήκα ένα δίσκο για το πιάνο του Μπετόβεν, και ακουγόταν παράξενο, και διαβάζω από πίσω από έναν Αμερικανό μουσικολόγο ότι αυτό είναι το πραγματικό πιάνο του Μπετόβεν, και την πραγματική ιστορία, τι έγινε… Ότι το ανάστησαν με ειδικές κόλλες, και έγινε ένα φεστιβάλ στο πιάνο του Μπετόβεν. Και μου στέλνει ένας αναγνώστης μια επιστολή, και μου βρίσκει 15 λάθη. Τι άνθρωπος ήταν αυτός… Του απαντάω «στηρίζομαι στη γνώση του Αμερικανού μουσικολόγου». «Οχι», μου λέει «ήταν λάθος». Ε, όταν έχουμε ένα τέτοιο κοινό φαντάζεστε τι πρέπει να γράφουμε; Οπότε θα έλεγα να κάνουμε μια νέα γενική συνέλευση, με ένα και μόνο θέμα: Το πολιτικό προϊόν που πουλάμε και αν έχει πέραση».
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που έχω ηχογραφήσει από τον Περικλή Κοροβέση, σε κάποια γενική συνέλευση πριν τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου. Σίγουρα δεν ήταν η τελευταία φορά που πήρε τον λόγο σε γενική συνέλευση, αλλά ήταν η τελευταία που τον θυμάμαι τόσο έντονα, γιατί καθόμουν σχεδόν δίπλα του – φοβάμαι αλλιώς το μαγνητόφωνο δεν θα έπιανε τον χαμηλό τόνο της φωνής του.
Εύθραυστος, αδύνατος, φαινόταν σαν μικρό παιδί. Και τόσο όμορφος. Μου φαινόταν όμορφος άνθρωπος ο Περικλής Κοροβέσης, μέσα κι έξω. Ξέρω πως είναι σημαντικός, πώς σήμαινε πολλά, για πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους, πως το έργο του και η ιστορική του διαδρομή έχουν αφήσει το ίχνος τους στο μέλλον, σε αντίθεση με την πλειονότητα όσων περνάμε από αυτό τον πλανήτη αφήνοντας ελάχιστα ή καθόλου ίχνη ή απλώς κάποιες δευτερεύουσες υποσημειώσεις.
Αυτά όμως ανήκουν στους ιστορικούς της Αριστεράς, του κινήματος, της σύγχρονης διανόησης. Για όσους τον γνωρίσαμε, έστω και λίγο, από κοντά, στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ή παλιότερα στην «Ελευθεροτυπία», ο Περικλής θα είναι ο κομήτης που πέρασε έστω για λίγο ξυστά από τις δικές μας διαδρομές, φωτίζοντάς τες. Μακάρι όσο ήταν ακόμα κοντά μας να τον καταλαβαίναμε και να τον υπολογίζαμε περισσότερο -γιατί εκτίμηση υπήρχε απεριόριστη- και να τον θεωρούσαμε λιγότερο δεδομένο.
Δεν γεννιούνται κάθε μέρα Κοροβέσηδες. Ούτε πεθαίνουν. Για ανθρώπους σαν κι αυτόν είναι ασφαλές να πούμε ότι δεν θα πεθάνει ποτέ. Κάτι από αυτόν θα μείνει, να μας θυμίζει ότι είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό που φτιάχνονται τα όνειρα.