Η γραμμή που πρέπει ν’ αλλάξει

Εντείνεται ο διάλογος και ο προβληματισμός στην αντικαπιταλιστική Αριστερά.  Ενδιαφέρον, όχι για όλους αλλά τουλάχιστον για ένα μη ευκαταφρόνητο τμήμα της Αριστεράς παρουσιάζει ο διάλογος που διεξάγεται με αφορμή το Πανελλαδικό Σώμα του Νέου Αριστερού Ρεύματος της πιο «επιδραστικής» από τις οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. 

Το παρακάτω κείμενο του Παναγιώτη Φραντζή αποτελεί… κριτική της «κριτικής της κριτικής» για την τακτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΝΑΡ αλλά μπορεί να διαβαστεί και αυτοτελώς.  Αποτελεί απάντηση σε κείμενο που υποστηρίζει ότι «η ορθή αντικειμενικά και ταξικά τακτική δεν αλλάζει».  

 

«Φοβάμαι ότι αυτή η αντίληψη και η συνεπαγόμενη πολιτική γραμμή δεν μιλάει στους σύγχρονους κολασμένους. Δεν τους ξέρει. Πρέπει να ξέρεις τη γλώσσα αυτού που είναι κοντά στην πείνα, που δεν έχει λεφτά να μεγαλώσει το παιδί του, που δεν μπορεί να πάει ένα ταξίδι, για να μιλήσεις στη γλώσσα του, να κάνεις δηλαδή κάτι επαναστατικό»

 

του Παναγιώτη Φραντζή

«Η γραμμή είναι αντικειμενικά ορθή και δεν αλλάζει» τονίζει με κατηγορηματικό τρόπο το στέλεχος του ΝΑΡ σ. Δ. Γρηγορόπουλος σε άρθρο του το οποίο τιτλοφορεί «κριτική της κριτικής», ενώ αποτελεί μια μάλλον βιαστική και πρόχειρη προσπάθεια να κλείσει τη συζήτηση. Βιαστική ήταν βέβαια η ανάγνωση του κειμένου των έντεκα συντρόφων, ενός κειμένου που παρουσιάζει σοβαρή μεθοδολογία και σπουδαία στοιχεία ανάλυσης της κατάστασης και των καθηκόντων. Μπορεί να διαφωνεί κανείς ή να προβληματίζεται, αλλά καλό θα ήταν ο γράφων να βοηθάει και τους υπόλοιπους να καταλάβουν με τι συμφωνεί και με τι όχι.

Το άρθρο του σ. Γρηγορόπουλου δεν εξηγεί ποια τακτική ακριβώς είναι σωστή σήμερα: να τα βάζεις όλα στο τραπέζι γιατί δεν ξέρουμε ποιος θα είναι ο κρίκος ή να βάζεις μπροστά το ταξικά αναγκαίο; να προκρίνεις τη διεκδίκηση μέτρων για τους άνεργους ή να δίνεις μία ενιαία απάντηση στο γενικότερο ζήτημα της επιβίωσης για τα 6 εκατομμύρια; στις συμφωνίες τακτικού περιεχομένου να απαιτείς το σύνολο του προγράμματός σου, να συνεργάζεσαι δηλαδή εσύ με τον εαυτό σου, ή να επιδιώκεις μια πολιτική που «να ανοίγει το δρόμο για την αντικαπιταλιστική ανατροπή» (εισήγηση της ΠΕ); Να επιδιώκεις τη συμπόρευση – συμφωνία τακτικού χαρακτήρα συγκεκριμένα – αλλά να μην την επιτυγχάνεις ή να μην την επιδιώκεις καθόλου;

Μιλά για αποκοπή από το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα των ζητημάτων της επιβίωσης. Σε μια χώρα με 27% επίσημη ανεργία, 50% ανεργία των νέων, η αντικειμενικά σωστή γραμμή είναι πως δεν πρέπει να ιεραρχούμε, δεν πρέπει να επιμένουμε και πολύ στην επιβίωση; Το να βάζεις μπροστά το επείγον σημαίνει πως το αποσπάς από το πρόγραμμα; Από πού συνάγεται αυτό;

Το κυριότερο: αδικεί τη μέθοδο του κειμένου, η οποία βασίζεται στο ότι εντός μιας ιστορικής περιόδου έχουμε εναλλαγή φάσεων όπου η γραμμή δεν μένει ίδια και απαράλλακτη, αλλάζουν τα συνθήματα, οι προτεραιότητες, χωρίς να αλλάζει η στρατηγική. Παράδειγμα, οι τέσσερις εναλλαγές στην τακτική του Λένιν την περίοδο Φλεβάρη – Νοέμβρη του ’17 με σταθερή την επιδίωξη της επανάστασης. Μέσα στην ίδια εξαιρετικά πυκνή ιστορική περίοδο η γραμμή των μπολσεβίκων άλλαζε ανάλογα με την αντικειμενική φάση για να υπηρετήσει καλύτερα τη στρατηγική. Αντικειμενική είναι η περίοδος, και η συγκεκριμένη φάση, αλλά η γραμμή δεν μπορεί να είναι αντικειμενική και ακίνητη για όλες τις φάσεις.

Το κείμενο των έντεκα εντοπίζει συγκεκριμένες αδυναμίες στρατηγικού και τακτικού χαρακτήρα στο εγχείρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για τις οποίες ο κριτικός της κριτικής δεν λέει κουβέντα. Αντίθετα, δημιουργεί διάφορα σχήματα (π.χ. περί αλήθειας και ωφελιμότητας), και δημιουργεί σύγχυση με αναφορές και παραπέμπουν εμμέσως πλην σαφώς σε συναλλαγές με την αστική πολιτική. Τι δουλειά έχουν οι αναφορές στη συνεργασία ΚΚΕ-ΕΑΡ, ποιος μίλησε για το κοινό πόρισμα; Το κείμενο των έντεκα είναι ένα κείμενο που καίει από αγωνία για το μέλλον του μαζικού κινήματος πρώτα απ’ όλα. Θέλει κόμμα για το κίνημα και όχι το αντίστροφο. Θέλει κίνημα όπου να πρωταγωνιστούν τα εργατικά λαϊκά συμφέροντα, η ίδια η εργατική τάξη και ο εργαζόμενος λαός. Για να γίνει αυτό χρειάζεται πολιτική γραμμή και συνολικό πρόγραμμα για τον κομουνισμό της εποχής μας. Χρειάζεται συγκέντρωση δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα, στο κόμμα, στο κίνημα, στο μέτωπο. Για αυτά πρέπει να γίνει σοβαρή συζήτηση και κριτική.

Εκτός αν σκοπός της κριτικής είναι η ανέγερση τείχους καχυποψίας. Συνήθως τότε είναι που τα κείμενα διαβάζονται βιαστικά και διαγώνια. Χρειαζόμαστε όμως τη συζήτηση που εντοπίζει θέσεις και όχι φράσεις ή κακές διατυπώσεις για αναίρεση. Για παράδειγμα, μία θέση που πρέπει να συζητηθεί: για τις πλατείες του 2011 ο σύντροφος σε πρόσφατο άρθρο του έγραφε ότι είχαμε επαναστατική κατάσταση, αλλά ο υποκειμενικός παράγοντας δεν τράβηξε μπροστά… Υπάρχει ίσως αυτή η θέση σε τμήμα της οργάνωσής μας και πρέπει να μπει σε κριτική. Μα εδώ ο σ. Γρηγορόπουλος αναιρεί τον εαυτό του. Γιατί αν η γραμμή είναι επαναστατική, πώς γίνεται στην επαναστατική κατάσταση να μην αποδίδει;

Στις πλατείες είχαμε κινητοποίηση μαζική που αντικειμενικά απείχε από την επαναστατική κατάσταση, αλλά δεν οδήγησε σε σοβαρές απώλειες τον αστικό συνασπισμό εξουσίας γιατί η επαναστατική Αριστερά βρέθηκε απροετοίμαστη σε όλα τα επίπεδα, ενώ ο αντίπαλος, που παρενέβη από την αρχή στις πλατείες, ήταν καλά διαβασμένος και έγκαιρα προετοιμασμένος για τη διαχείριση της κατάστασης. Δημιούργησε κλίμα εχθρικό για την παρέμβαση του εργατικού κινήματος, καλλιέργησε τη γραμμή «έξω τα κόμματα» και την αποπροσανατολιστική συζήτηση για αλλαγές στο πολίτευμα. Ήταν μια πρόωρη, αυθόρμητη λαϊκή έκρηξη σε μεγάλο βαθμό καθοδηγούμενη από τα μίντια. Οι μάζες κατέβηκαν στο δρόμο με μια χαλαρή διάθεση αποδοκιμασίας, ενώ διαθέσεις αγωνιστικές είχε ένα μέρος του πλήθους που έδωσε τελικά χωρίς σχέδιο τη μάχη της πλατείας Συντάγματος τις ημέρες της απεργίας.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πήγε στις πλατείες όπως πήγε και στη ΔΕΘ το 2009 και το 2013 στην ΕΡΤ. Με αυτή τη γενική και ασαφή πολιτική γραμμή που δεν έπιανε το κλίμα της στιγμής – δεν επικοινωνούσε με λαϊκά εργατικά στρώματα – χανόταν στους στόχους και επικεντρωνόταν στις διακηρυσσόμενες από τα πάνω προωθημένες μορφές πάλης (π.χ. απεργία διαρκείας). Κομμάτια της γραμμής της κυκλοφορούσαν σε ειδικές συσκευασίες για ειδικά κοινά. Ενώ ορισμένες σωστές πρωτοβουλίες, όπως οι επιτροπές των «τριών δεν», έπαιξαν ένα ρόλο ανάσχεσης της αντιπολιτικής τάσης που αναπτυσσόταν στην «επάνω πλατεία».

Το βασικότερο πρόβλημα αυτής της γραμμής, που πρέπει ν’ αλλάξει, είναι η συγχώνευση στρατηγικής και τακτικής που παγιδεύεται αναπόφευκτα στο τρίγωνο κινηματισμός – εξεγερτισμός – κυβερνητισμός. Αφήνει αρκετά θολό το σκοπό και φορτώνει στο κίνημα τα πάντα από σήμερα μέχρι την άλλη κοινωνία. Για την ακρίβεια φορτώνει περισσότερο με ενοχές τους εργαζόμενους για αυτά που δεν κάνουν, παρά τους ενδυναμώνει. Δεν λέει στην εργατική τάξη με σαφήνεια σε τι μπορεί να ελπίζει και τι να κάνει τώρα.

Φοβάμαι ότι αυτή η αντίληψη και η συνεπαγόμενη πολιτική γραμμή δεν μιλάει στους σύγχρονους κολασμένους. Δεν τους ξέρει. Πρέπει να ξέρεις τη γλώσσα αυτού που είναι κοντά στην πείνα, που δεν έχει λεφτά να μεγαλώσει το παιδί του, που δεν μπορεί να πάει ένα ταξίδι, για να μιλήσεις στη γλώσσα του, να κάνεις δηλαδή κάτι επαναστατικό. Πρέπει να κάνεις να μιλήσει αυτός που δουλεύει όλη μέρα και δεν σκέφτεται ν’ απεργήσει. Αυτός που έχει χάσει τη δουλειά του και ντρέπεται να κυκλοφορήσει. Αυτοί πρέπει να βρουν τα δικά τους λόγια και να βγουν μπροστά.
Αναγκαίο και ελπιδοφόρο σήμερα είναι να συμβάλουμε για να φτιαχτεί το Κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης και το Μέτωπο της ανατροπής. Να αναπτυχθεί έγκαιρα και ν’ αλλάξει επαναστατικά το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Να περάσουμε στην πρώτη γραμμή της Εργατικής Λαϊκής Αντεπίθεσης.

Απάντηση