Ακολουθεί πολιτική διαφήμιση…
Ενδεχομένως οι πολιτικοί αρχηγοί να θεωρούν ότι η αναμέτρηση με την κάλπη είναι και η σημαντικότερη. Λογικό. Σε έναν κόσμο όμως που η εικόνα είναι παντοδύναμη, η αναμέτρησή τους με την κάμερα λειτουργεί καθοριστικά. Κάτι που δείχνουν να έχουν αντιληφθεί, από τη μία επενδύοντας σε τηλεοπτικά σποτ και βίντεο με σενάριο, σκηνοθεσία και ενίοτε ακόμη και με κομπάρσους. Από την άλλη ωστόσο διστάζουν να τσαλακωθούν, επιλέγουν να είναι πάντα και μόνο πρωταγωνιστές και τουλάχιστον για εφέτος μάλλον το παιχνίδι των εντυπώσεων το έχασαν.
Οι έλληνες πολιτικοί δεν μιμήθηκαν το παράδειγμα των πολιτικών στο εξωτερικό που αναζητούν πλέον πρωτότυπους τρόπους, επιλέγουν β’ ρόλους και φυσικά ακολουθούν την ταχύτητα της σύγχρονης διαφήμισης. Τα τηλεοπτικά σποτ της προεκλογικής περιόδου είναι, κατά γενική ομολογία, επιεικώς «παλιομοδίτικα», υιοθετούν ξεπερασμένες συνταγές και ρίχνοντας κάποιος μία προσεκτική ματιά θα διαπιστώσει ότι βρίθουν λαθών.
Συνθήματα και αμηχανία
«Βρίσκω ενοχλητική όλη αυτή τη διαδικασία της πολιτικής διαφήμισης στη μορφή που προβάλλεται. Μοιάζει με πλύση εγκεφάλου που γίνεται με απορρυπαντικό ή χλωρίνη. Για να είμαι ειλικρινής, θα προτιμούσα να δώσουν περισσότερο χρόνο για να ακουστούν οι θέσεις τους και λιγότερο τα συνθήματά τους» σχολιάζει ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Μιχάλης Ρέππας.
Από την πλευρά της, η Δήμητρα Παπαδοπούλου διαπιστώνει πως «υπάρχει μια τεράστια αμηχανία. Η διαφήμιση αφορά προϊόντα, και οι πολιτικοί προϊόντα διαφημίζουν εν προκειμένω. Δεν διακρίνω κανένα συναίσθημα και καμία αλήθεια. Είναι παράξενο πάντως να ζητάμε από πολιτικούς να μην είναι προϊόντα» τονίζει, ενώ θεωρεί ότι για την κακή αισθητική των πολιτικών σποτ ευθύνεται και ο πολίτης και αναρωτιέται: «Αν δεν αλλάξουμε εμείς γιατί να αλλάξουν οι πολιτικοί;».
Την ίδια άποψη εκφράζει και ο σκηνοθέτης Νίκος Σούλης: «Η διαφήμιση εξ ορισμού αναφέρεται σε προϊόν που πηγαίνει προς πώληση. Με βρίσκει αντίθετο η μαρκετοποίηση της πολιτικής. Είναι προπαγάνδα και εφόσον η διαφήμιση στοχεύει στο συναίσθημα και όχι στη λογική δεν συμφωνώ». Επιπλέον, ο σκηνοθέτης, ο οποίος στο παρελθόν ασχολήθηκε με την πολιτική διαφήμιση της ΝΔ, βρίσκει τα εφετινά σποτ «περισσότερο απολογητικά και λιγότερο εξαγγελτικά. Το ΚΚΕ μάλλον με αυτό που επιλέγει δείχνει να μην επιθυμεί τη διαφήμιση. Απορώ μάλιστα πώς η Αριστερά αν και έχει στους κόλπους της αξιόλογους σκηνοθέτες δεν αξιοποίησε κάποιον να επιμεληθεί την προεκλογική της προβολή».
«Η εικόνα τους είναι αντίστοιχη του λόγου τους» υποστηρίζει ο σκηνοθέτης της σειράς «Με λένε Βαγγέλη» Στέφανος Μπλάτσος. «Λυπάμαι, αλλά δεν λένε τίποτα. Οι ίδιοι άνθρωποι που προκάλεσαν αυτή την κατάσταση και που έκαναν λάθη περιορίζονται στο να αγχώσουν τον κόσμο που παρακολουθεί».
Επικοινωνιακό «τυράκι»
Ποιο είναι το στοιχείο που ενδεχομένως να τους έκανε κλικ; Η Δήμητρα Παπαδοπούλου λέει πως την εντυπωσίασε «η συγγνώμη του Ευάγγελου Βενιζέλου ίσως, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως πρόκειται για επικοινωνιακό τυράκι. Δεν με άγγιξε συναισθηματικά. Δεν ήταν έξυπνο. Αν μιλάμε για έξυπνη διαφήμιση τότε ας πούμε για τον Κίτσο και την Τασούλα, όχι για τους πολιτικούς».
Ιδανικά, οι καλλιτέχνες θα επιθυμούσαν από τα προεκλογικά σποτ «να ακουστούν απόψεις και να διευκρινιστούν οι στόχοι». Ο Μ. Ρέππας εκφράζει την άποψη πως «θα ήταν προτιμότερο να γίνει πολιτικός διάλογος», ενώ η Δήμητρα Παπαδοπούλου ιδανικά θα ήθελε «να δω στην οθόνη έναν οραματιστή ο οποίος θέλω να έχει καταλάβει τι γίνεται. Οι πολιτικοί δεν βλέπουν το όλον αυτή τη στιγμή. Θέλουν όλοι απλώς τον ρόλο. Και λυπάμαι αλλά η ματιά τους δεν είναι καθαρή».
Ο Ν. Σούλης θα προτιμούσε «μία ανακοίνωση του προγράμματος. Τίποτε περισσότερο».
Γιώργος Φλέσσας
Διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας επικοινωνίας CIVITAS
«Στην πολιτική επικοινωνία αυτό που μετράει είναι να έχεις σωστή στόχευση. Αν η στόχευση είναι λάθος, ακόμη και τον Σπίλμπεργκ να έχεις σκηνοθέτη δεν θα πετύχεις. Το πρόβλημα του σποτ της ΝΔ είναι ότι επέλεξαν μία στρατηγική να απευθυνθούν σε συντηρητικό ακροατήριο για να περικυκλώσουν τους ψηφοφόρους που θα τους φύγουν δεξιότερα με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συντηρητικά σποτ. Οταν η στόχευση περιορίζεται στον πυρήνα, τότε καταλήγει συντηρητική. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει και το σποτ του ΠαΣοΚ. Η στρατηγική και των δύο κομμάτων αφορά τον δικό τους κόσμο. Από τη μία αυτό βοηθά στη συσπείρωση των οπαδών, αλλά λειτουργεί απωθητικά στο ευρύτερο κοινό. Η επιλογή επίσης του πρώτου προσώπου και η εμφάνιση του ίδιου του προέδρου πρέπει να γίνονται σε περιπτώσεις αδιαφιλονίκητης προσωπικότητας. Τα υπόλοιπα κόμματα κινούνται στην ίδια λογική που υιοθετούν εδώ και χρόνια, business as usual. Δεν είδα κάτι να με εντυπωσιάσει. Η συνταγή δυστυχώς για όλα τα κόμματα είναι η ίδια.
Ενα τηλεοπτικό σποτ είναι συμπυκνωμένη πολιτική πληροφορία. Τα δύο μεγάλα κόμματα ευνοούνται. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει θετικά γι’ αυτούς. Είναι το γνωστό hammering, δηλαδή βαράς τον άλλο μέχρι να τον πείσεις. Πάντως για να ακριβολογούμε, μέσα από μία τηλεοπτική καμπάνια ένα κόμμα μπορεί να κερδίσει μία με δύο μονάδες το πολύ».
Πηγή: Το Βήμα