«Δεν θα φύγω μόνος μου!»
Αυτή την υπόσχεση δίνει την Κυριακή των Βαΐων μπροστά στην κάμερα της εκπομπής «Mega Σαββατοκύριακο» ένας σεβάσμιος κύριος με κοστούμι και γραβάτα. Eίναι ένας από τους κατόχους ομολόγων του ελληνικού δημοσίου που είδε τις αποταμιεύσεις μιας ζωής να χάνονται λόγω του PSI. Πριν από τρεις μέρες είχε πάρει σε μια συγκέντρωση μικρο-ομολογιούχων έξω από το υπουργείο Οικονομικών και ήταν ένας από αυτούς που συναντήθηκαν όχι με τον ίδιο τον υπουργό, αλλά με δύο στελέχη του υπουργείου. «Eδώ έχω τα ονόματά τους, τα ’χω γραμμένα», λέει ταραγμένος και ψάχνει στη μέσα τσέπη του σακακιού του. Ξέρει ότι ο τηλεοπτικός χρόνος είναι πολύτιμος και λιγοστός, ότι η συζήτηση μπορεί να λήξει πριν προλάβει να βγάλει το χαρτάκι με τα ονόματα και αυτό τον κάνει ακόμα πιο νευρικό.
«Ο ένας από τους δύο ήταν ευγενικός, έδειξε κατανόηση, όπως δείχνετε κι εσείς, κύριε Χασαπόπουλε. Ο άλλος ήταν θρασύτατος». Στην τελευταία λέξη υψώνει τη φωνή του, τόσο πολύ που οι παρουσιαστές φαίνεται να ανησυχούν μήπως ο άνθρωπος πάθει κάτι οn camera.
«Είμαι 80 χρονών κι έπαιρνα επικουρική σύνταξη 510 ευρώ και μου την έκαναν 215», συνεχίζει. «Με αυτά τα χρήματα έδινα χαρτζιλίκι στα εγγόνια μου, είναι φοιτητές στην Κομοτηνή, 300 ευρώ το νοίκι. Τώρα δεν μπορώ να τους στέλνω».
«Mη σας πάρει η κάτω βόλτα», τον παρηγορούν και αναφέρονται στον αυτόχειρα της πλατείας Συντάγματος.
Εκείνος απαντά ότι ήδη τον έχει πάρει η κάτω βόλτα, όμως δεν θα κάνει ό,τι έκανε ο συνταξιούχος στο Σύνταγμα. «Δεν θα φύγω μόνος μου!» κραυγάζει με τρεμάμενη φωνή. «Δεν θα φύγω μόνος μου!»
«Σας ευχαριστούμε πολύ που μιλήσατε μαζί μας».
Ο «οργισμένος ομολογιούχος» ΔΕΝ είναι ο εξεγερμένος της εποχής, αλλά πολύ εύκολα μπορεί να γίνει. Εκεί που πιστεύαμε ότι οι συνταξιούχοι αντιπροσωπεύουν το πιο συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας, τους βλέπουμε να οργίζονται σαν έφηβοι. Πράγματι, ο κύριος που βγήκε στην τηλεόραση «δεν θα φύγει μόνος του», όχι όμως επειδή θα πάρει κι άλλους ανθρώπους στο λαιμό του, αλλά γιατί η οικονομική εξαθλίωση, το κουρέλιασμα του ΕΣΥ και οι περικοπές των συντάξεων φέρνει όλο και πιο πολλούς, όλο και πιο σύντομα στο κατώφλι του θανάτου.