Λήψη φωτογραφιών σε δημόσιες συναθροίσεις παρουσία αστυνομίας
Με αφορμή τις απειλές για προσαγωγές και μηνύσεις σε επαγγελματίες φωτορεπόρτερ σήμερα στα Προπύλαια αλλά και σε οποιονδήποτε έχει κινητό είναι χρήσιμο να δούμε λίγο το ασαφές νομικό πλαίσιο για τη λήψη φωτογραφιών σε δημόσιες συναθροίσεις πίσω από το οποίο οι αστυνομικοί τρομοκρατούν τους πολίτες. Από το e-lawyer
Ένα ερώτημα που τίθεται αρκετά συχνά τις περιόδους που συμβαίνουν διαδηλώσεις και συναθροίσεις παρουσία αστυνομικών δυνάμεων είναι το κατά πόσον επιτρέπεται στους παρευρισκόμενους η λήψη φωτογραφιών και κατά πόσον οι αστυνομικοί έχουν αρμοδιότητα να απαγορεύουν λήψη εικόνων ή και να προβαίνουν σε έρευνες ή κατάσχεση μηχανών λήψης εικόνας ή και ήχου.
Λήψη φωτογραφιών δημόσιων χώρων
Η λήψη φωτογραφιών σε δημόσιου χώρους, ακόμα και όταν το θέμα είναι εγκαταστάσεις κτιρίων της αστυνομίας, επιτρέπεται. Mε το θέμα αυτό ασχολήθηκε ο Συνήγορος του Πολίτη, σε σχετικό Πόρισμα για δημοσιογράφο που συνελήφθη επειδή φωτογράφιζε κτίριο της αστυνομίας. Στη συνέχεια ο δημοσιογράφος κρατήθηκε επειδή βρέθηκε ότι δεν είχε εκτίσει κάποια ποινή (για άσχετο θέμα). Η αστυνομία προσπάθησε να δικαιολογήσει τη στάση της αναφέροντας ότι η προσέγγιση του πολίτη στο κτίριο δημιούργησε «υπόνοιες» για πιθανή τέλεση αδικήματος, ενώ «στοιχειώδης δεοντολογία» θα επέβαλε να γνωστοποιήσει ότι σκοπός του ήταν μόνο η φωτογράφηση. Σε αυτό το σημείο ο Συνήγορος διαπιστώνει ότι η αναφορά σε «στοιχειώδη δεοντολογία» είναι τελείως αόριστη και ότι παραπέμπει σε όρους κοινωνικής ηθικής που δεν έχουν καμία σχέση με νόμιμη υποχρέωση (να για ποιο λόγο είναι επικίνδυνη και παραπλανητική η απαξίωση της κουβέντας «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό»: εδώ η αστυνομία συνέλαβε κάποιον επειδή θεώρησε ότι η ασυνήθης – «αντιδεοντολογική» συμπεριφορά του ήταν … παράνομη!). Άρα η ίδια η φωτογράφηση κτιρίου δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο λόγο σύλληψης.
Έπειτα υπάρχει και ένα άλλο Πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη, με το οποίο αναλύθηκε η απαγόρευση φωτογράφησης σιδηροδρομικών εγκαταστάσεων και αποδείχθηκε ότι ήταν χωρίς νομικό έρεισμα, επειδή βασιζόταν σε μια απαγόρευση φυσικής πρόσβασης στις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις. Άλλο όμως η απαγόρευση φυσικής πρόσβασης κι άλλο η απαγόρευση καταγραφής εικόνων, πράγμα το οποίο τελικά αποδέχθηκε και ο ΟΣΕ.
Λήψη φωτογραφιών σε δημόσιες συναθροίσεις
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε στο κάδρο και ανθρώπους, τότε θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η λήψη εικόνων είναι σύμφωνη με την νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων. Πρωτ’ απ’ όλα, για να εφαρμοστεί η νομοθεσία αυτή, θα πρέπει οι εν λόγω εικόνες να καταγράφουν πρόσωπα, δηλαδή ανθρώπους που μπορεί να διαπιστωθεί η ταυτότητά τους. Εάν δεν καταγράφονται πρόσωπα, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.
Εάν όμως καταγράφονται πρόσωπα ή άλλα διακριτικά γνωρίσματα από τα οποία είναι ταυτοποιήσιμο ένα φυσικό πρόσωπο, εφαρμόζεται ο ν. 2472/1997 («Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα») και θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα παρακάτω.
(α) Διαδηλωτές
Το γεγονός ότι κάποιος βρίσκεται σε δημόσιο χώρο δεν σημαίνει ότι χάνει όλα τα δικαιώματα ιδιωτικότητάς του. Αντιθέτως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι ακόμα και σε δημόσιο χώρο υπάρχει ένα προσδόκιμο ιδιωτικότητας (Peck κατά Ηνωμένου Βασιλείου). Βέβαια η προσδοκία αυτή είναι εξαιρετικά μειωμένη σε περιπτώσεις διαδηλώσεων, περίπτωση εντελώς διαφορετική σε σχέση με την υπόθεση Peck, όπου το άτομο βρισκόταν μόνο του αργά τη νύχτα σε ένα πάρκο και δεν γνώριζε την παρουσία της κάμερας.
Η παρουσία ενός προσώπου σε μια πολιτική διαδήλωση αποτελεί μια πληροφορία από την οποία ενδεχομένως να αποκαλύπτονται οι πολιτικές του πεποιθήσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση, η λήψη φωτογραφιών κανονικά απαγορεύεται, γιατί οι πολιτικές πεποιθήσεις δεν είναι «απλά» προσωπικά δεδομένα, αλλά «ευαίσθητα δεδομένα» (άρθρο 2 (β) Ν.2472/1997) και η συλλογή και επεξεργασία τους επιτρέπεται μόνον ύστερα από σχετική άδεια της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (άρθρο 7 Ν.2472/1997). Aυτά υποστήριξε και η εν λόγω Αρχή στην Γνωμοδότηση 1/2009 (για τις κάμερες δημόσιων αρχών και το σχετικό νομοσχέδιο), αλλά και στην Προσωρινή Διαταγή 3/2009 για την απομάκρυνση κάμερας διαδικτυακού μέσου ενημέρωσης από τις εισόδους δύο πολιτικών κομμάτων.
Ταυτόχρονα όμως, μια πολιτική διαδήλωση δεν μπορεί παρά να είναι ένα γεγονός της επικαιρότητας, για το οποίο υπάρχει εύλογο δημόσιο ενδιαφέρον να καλυφθεί φωτογραφικά και εύλογο ενδιαφέρον των χρηστών των social media να αναρτήσουν και να βρουν αναρτημένο σχετικό υλικό. Θα πρέπει άραγε να λάβουν άδεια από μια ανεξάρτητη Αρχή για να συλλέξουν και να αναρτήσουν αυτό το υλικό;
Εδώ έχουμε δυο διαφορετικά δικαιώματα, τα οποία θα πρέπει να βρεθούν σε μια δίκαιη στάθμιση: αφενός η ενημέρωση του κοινού, αφετέρου τα προσωπικά δεδομένα των συμμετεχόντων σε μια συνάθροιση. Πρώτ’ απ’ όλα η κάθετη απαγόρευση λήψης προσωπικών δεδομένων – ακόμη κι ευαίσθητων- χωρίς άδεια της Αρχής αποτελεί έναν σαφέστατο περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ), πράγμα που προβλέπει και το άρθρο 9 της Οδηγίας 95/46, το οποίο δεν έχουμε ενσωματώσει στο εσωτερικό δίκαιο. Η δημοσιογραφική κάλυψη γεγονότων δεν είναι δυνατόν να προϋποθέτει οποιαδήποτε άδεια κρατικής Αρχής, ακόμη κι αν αυτή είναι «ανεξάρτητη». Επομένως ειδικά για την λήψη των εικόνων, το ίδιο το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο παραβιάζει το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και γι’ αυτό δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.
Η ανάρτηση όμως εικόνων των διαδηλωτών στο Διαδίκτυο μπορεί να οδηγήσει σε εντελώς απρόβλεπτες συνέπειες για τα προσωπικά τους δεδομένα και κατ’ επέκταση για τους ίδιους. Η ανάρτηση προσωπικών δεδομένων σε δημόσια προσβάσιμες ιστοσελίδες αποτελεί «επεξεργασία» αυτών, όπως έχει νομολογήσει το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (C-101/01). Ο κίνδυνος αυτός ειδικά στην Ελλάδα πρέπει να θεωρείται ακόμη πιο σοβαρός, δεδομένου ότι η Κυβέρνηση, απροκάλυπτα πια, καμαρώνει ότι ψάχνει στο facebook για να βρίσκει δεδομένα τα οποία επιλέγει να χρησιμοποιεί κατά βούληση, ακόμη κι αν το αποτέλεσμα είναι να διασυρθεί ένα πρόσωπο (βλ. περίπτωση κ. Κουτούπη). Οπότε η ενδεδειγμένη λύση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι οι φωτογραφίες διαδηλωτών, εφόσον δεν υπάρχει και συγκατάθεσή τους, να αναρτώνται με επεξεργασία ώστε να μην ειναι ταυτοποιήσιμα τα πρόσωπα.
(β) Αστυνομικοί
Το ερώτημα για το κατά πόσον επιτρέπεται η λήψη εικόνων αστυνομικών επί τω έργω είναι ακόμη πιο σύνθετο. Διότι, από την μία πλευρά πρόκειται για όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, άρα η απάντηση θα έπρεπε να είναι αντίστοιχη με τα παραπάνω πορίσματα για τα κτίρια της Αστυνομίας και του ΟΣΕ, από την άλλη όμως είναι και εργαζόμενοι, οπότε ισχύουν οι διατάξεις αυξημένης προστασίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων (Οδηγία 115/2001). Βέβαια οι διατάξεις αυτές ισχύουν έναντι των εργοδοτών (που δεν μπορούν λ.χ. να τους βάλουν κάμερες στα γραφεία) κι όχι έναντι των πολιτών, οι οποίοι έχουν καθε δικαίωμα για κοινωνικό έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας.
Το βέβαιο είναι ότι η παρουσία αστυνομικών σε συναθροίσεις δεν συνδέονται με πολιτικές πεποιθήσεις κι επομένως οι σχετικές εικόνες δεν είναι «ευαίσθητα δεδομένα», αλλά απλά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
Είναι επίσης βέβαιο ότι το δημόσιο ενδιαφέρον για την καλή ενάσκηση των καθηκόντων εκ μέρους της αστυνομίας είναι αυξημένο σε σχέση με το ενδιαφέρον για το ποιοι ή πόσοι διαδηλωτές πήραν μέρος σε μια δημόσια συνάθροιση (περίπτωση α’). Εξάλλου, οι φωτογραφίες ενδέχεται να αποτελέσουν αποδεικτικό υλικό για την περιπτωση κακής εκπλήρωσης των καθηκόντων εκ μέρους της αστυνομίας κι επομένως υπάρχει κι άλλος ένα δικαιολογητικός λόγος για την ελεύθερη λήψη φωτογραφιών.
Ωστόσο, αν καταγραφεί ένας αστυνομικός να βιαιοπραγεί, τότε η δίκαιη μεταχείριση του συγκεκριμένου υλικού δεν θα επέτρεπε την αυτούσια ανάρτηση της φωτογραφίας στο Διαδίκτυο, αφού ο ενημερωτικός σκοπός δεν αφορά την ταυτότητα του εν λόγω αστυνομικού, αλλά του περιστατικού κατάχρησης εξουσίας. Συνεπώς και σε αυτή την περίπτωση οι φωτογραφίες πρέπει να αναρτώνται με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά προσώπου και μόνο εάν το υλικό προσκομιστεί στις αρμόδιες υπηρεσίες (λ.χ. πειθαρχικές ή δικαστικές) μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτούσιο, αφού ο κοινωνικός έλεγχος μπορεί να ασκηθεί και χωρίς την ταυτοποίηση του φυσικού προσώπου.