Η ανατροπή δε θα έρθει ποτέ με… περίπατο
του Μάκη Γεωργιάδη
Με βομβαρδισμό διλημμάτων και εκβιασμών φτάσαμε μερικές ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες. Στην πραγματικότητα όλα αυτά τα διλήμματα, το καθένα με τον τρόπο του, απεικονίζουν τους τελευταίους σπασμούς ενός πολιτικού συστήματος σε βαθιά κρίση. Όποιο και να είναι το αποτέλεσμα το βράδυ της 25ης Μαΐου καμία απειλή την οποία επισείουν οι βασικοί, αλλά όχι μόνο αυτοί, μονάχοι δεν πρόκειται να υλοποιηθεί. Είναι αστείο και μόνο να σκεφτεί κανείς ότι αν χάσει ο Σαμαράς θα ξημερώσει το χάος και αν κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ θα πάρει πόδι η τρόικα και η μαντάμ Μέρκελ. Είναι επίσης προφανές πως ακόμη και το εσχάτως εμφανισθέν δίλημμα περί χειραφέτησης ή υποταγής ως πραγματικού ζητούμενου των εκλογών το οποίο έθεσε το ΚΚΕ, δεν μπορεί και σίγουρα να επιβεβαιωθεί μονοσήμαντα από μια εκλογική διαδικασία. Το γεγονός ότι τη Δευτέρα ο κόσμος δεν θα έχει αλλάξει, δε σημαίνει πως δεν θα υπάρξουν και πολιτικές εξελίξεις. Πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε δίλημμα ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας και ειδικά των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που πραγματικά αναμένουν είναι η όσο το δυνατόν συντομότερη αποχώρηση της άθλιας συγκυβέρνησης από την κυβερνητική εξουσία. Η προσδοκία αυτή συνοδεύεται από το μύχιο πόθο ψηφοφόρων, μελών και στελεχών του κόμματος για μια σαρωτική διαφορά η οποία, σύμφωνα με την εκτίμηση τους, θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα των εξελίξεων σε αυτή την κατεύθυνση. Το ερώτημα που γεννιέται λοιπόν είναι ποιου βάθους, έκτασης και ποιότητας θα είναι οι μεταβολές στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό εάν επιβεβαιωθούν αισιόδοξες ή υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις περί της διαφοράς.
Ο παράγοντας ο οποίος συστηματικά υποτιμάται και έχει καθοριστική σημασία ακούει στο όνομα κίνημα. Η τεράστια κινηματική καθίζηση ειδικά τον τελευταίο χρόνο, λάθη και παραλείψεις στην ανάπτυξη των αγώνων και η συστηματική υπονόμευση από τις γραφειοκρατικές συνδικαλιστικές ηγεσίες όλων σχεδόν των απεργιακών σκιρτημάτων με την επίκληση της αλλαγής μέσω της κάλπης, έχουν προκαλέσει αφενός απογοήτευση και ηττοπάθεια στις γραμμές του εργατικού κινήματος και αφετέρου έχει δώσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και έχει αποθρασύνει τους δύο κυβερνητικούς εταίρους. Δεύτερο πολύ σημαντικό στοιχείο είναι πως η αστική τάξη κινείται με επεξεργασμένη στρατηγική και χωρίς αυταπάτες και ενδοιασμούς. Αν κάποιος πιστεύει στην απονομιμοποίηση της κυβέρνησης μέσω των εκλογικών αποτελεσμάτων και ενδεχόμενων πολύ χαμηλών ποσοστών ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αυτό δεν σημαίνει αυτόματα και άνευ όρων παράδοση των όπλων από δύο κόμματα τα οποία έχουν καταδυναστεύσει τη χώρα εδώ και σαράντα χρόνια. Όπως σωστά έχει επισημανθεί ακόμη και από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ οι Σαμαράς και Βενιζέλος όχι μόνο δε διαθέτουν ίχνος ντροπής, αλλά αντιθέτως εμφορούνται από απύθμενο θράσος και κυνισμό που δεν θα εγκαταλείψουν, μόνοι τους, στο όνομα καμίας δημοκρατίας. Ειδικά αν ισχύει το σκέλος της ανάλυσης που λέει πως η κυβέρνηση είναι ουσιαστικά ντίλερ συμφερόντων ντόπιων και ξένων και δεν έχει ολοκληρώσει ακόμη τη δουλειά. Ένα τρίτο σημαντικό στοιχείο είναι πως ήδη οι αστική τάξη έχει χάσει ολόκληρο τον ένα πυλώνα της πολιτικής της που ακούει στο όνομα ΠΑΣΟΚ – Ελιά και ο δεύτερος στυλοβάτης της πολιτικής της, δηλαδή η ΝΔ, κινδυνεύει και αυτή με εκλογική συντριβή και απίσχναση. Όλα αυτά τα φαινόμενα ασφαλώς προκαλούν ανησυχία στην αστική τάξη η οποία δεν έχει 100% έτοιμες εφεδρείες στο πολιτικό σκηνικό. Αναζητά το συμβιβασμό με το ΣΥΡΙΖΑ και δείχνει να αποδέχεται το ενδεχόμενο να είναι η επόμενη κυβέρνηση αλλά παράλληλα δεν είναι έτοιμη να παραδώσει τα ηνία της κυβερνητικής εξουσίας. Αντιθέτως κάνει ότι μπορεί για να υπονομεύσει και να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο το οποίο εφόσον αποδειχτεί πραγματικότητα είναι βέβαιο πως θα έχει βαθύ το αποτύπωμα των αστικών μηχανισμών ώστε να μην επιτραπεί η δημιουργία κοινωνικής δυναμικής και η απόπειρα αυτή να αποδειχτεί θνησιγενής.
Στην ουσία η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ περισσότερο ελπίζει και στηρίζει τις επιδιώξεις κατάληψης της κυβέρνησης στις εσωτερικές αντιδράσεις που θα προκληθούν στα άλλοτε κραταιά κόμματα του δικομματισμού μετά από την εκλογική τους συντριβή και την πιθανότατη ισχυρή αμφισβήτηση ως και ανατροπή των Σαμαρά και Βενιζέλου με την έμφαση να δίνεται στον ασθενή κρίκο ο οποίος ασφαλώς και είναι το ΠΑΣΟΚ. Η ιστορία των Καννών πάντως αποδεικνύει πως η εγχώρια αστική τάξη και η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία διαθέτουν πολύ περισσότερες δυνατότητες και διαύλους συντήρησης της πραγματικής εξουσίας που κατέχουν και προχωρούν χωρίς παλινωδίες και δισταγμούς με τους πάντοτε πρόθυμους πολιτικούς τους εκπροσώπους. Αν δεν πείθει η διπλή επιβολή Παπαδήμου και Μόντι στην πρωθυπουργία Ελλάδας και Ιταλίας αντίστοιχα, ας δούμε και την «αντικατάσταση» Λέττα από τον Ρέντζι στη γειτονική Ιταλία σε μια άλλου τύπου επιχείρηση σταθεροποίησης της πολιτικής της τρόικας, δηλαδή της ΕΕ και του σκληρού νεοφιλελεύθερου πυρήνα της.
Συνεπώς ο δρόμος προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα ακόμη και σε περίπτωση συντριπτικής επικράτησης στις ευρωεκλογές, αλλά αντιθέτως γεμάτος αγκάθια. Για να μη μιλήσουμε για τις αυταπάτες. Η τακτική αυτή κινδυνεύει να μετατρέψει την ψήφο στο ΣΥΡΙΖΑ σε ψήφο μειωμένων προσδοκιών οι οποίες ήδη έχουν διαφανεί όταν μια Αριστερά μιλάει για αποπληρωμή του χρέους, επαναφέρει τις αυταπάτες περί διαπραγμάτευσης με τους «εταίρους» και εν τέλει αποδέχεται όλο το πλαίσιο ως και τη φρασεολογία των κυρίαρχων αστικών δυνάμεων. Όταν για να θολώσει τα νερά επικαλείται την ηθική υπεροχή έναντι της πολιτικής. Από την άλλη πλευρά και η ψήφος στο ΚΚΕ θα είναι η επιβράβευση ακόμη μιας ψήφου μειωμένων προσδοκιών και επιβράβευσης της στρατηγικής της ηττοπάθειας και του απομονωτισμού. Σε αυτό το πλαίσιο μόνο η ψήφος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να αποδειχτεί ψήφος με θετικό πρόσημο και πολλαπλά χρήσιμη. Για να δοθεί το μήνυμα πως η λύση και η διέξοδος από τη σημερινή κατάσταση είναι να αμφισβητηθεί και να σπάσει το πλαίσιο. Να σπάσει το πλαίσιο της υποταγής σε ΕΕ, κυβέρνηση, κεφάλαιο και τρόικα. Χωρίς πολλά λόγια για να ανοίξει ο δρόμος για την ενεργοποίηση των ζωντανών κοινωνικών και εργατικών δυνάμεων. Για την ανάπτυξη νικηφόρων, σαρωτικών και ελπιδοφόρων αγώνων που θα θέσουν επί τάπητος και με επαναστατικούς όρους το ζήτημα όχι απλώς της κυβέρνησης αλλά της εργατικής εξουσίας και της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.
XXIV- V – 2014