Εκλογικό τοπίο στην ομίχλη

Εκλογές στα όρια όλων των αντιφάσεων 

του Ανδρέα Μπεντεβή

Αυτές εδώ οι εκλογές δεν μοιάζουν με καμία άλλη εκλογική αναμέτρηση. Αντικειμενικά εμπεριέχουν και αναδεικνύουν αρκετές από τις αντιφάσεις και τα όρια όχι μόνο του ελληνικού, αλλά και ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικονομικού και πολιτικού εποικοδομήματος. Το βασικό επίδικο (μνημόνιο- αντιμνημόνιο) αναμφίβολα βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της περιόδου εγκλωβίζοντας μέσα στα όρια του, συχνά και υποκαθιστώντας, τον ίδιο τον χαρακτήρα των ταξικών ανταγωνισμών που συνωθούνται πίσω από από κάθε συζήτηση για την αλυσίδα χρέος-επιτήρηση-παραμονή στο ευρώ. Για αυτόν τον λόγο, ακριβώς επειδή η κουρτίνα της περί μνημονίου αντιπαράθεσης σκέπασε κάθε σχεδόν πτυχή τόσο τις επιβολής της άρχουσας τάξης όσο και των από τα κάτω αντιστάσεων, αναμένουμε μια προεκλογική περίοδος ιδεολογικής και οικονομικής τρομοκράτησης του λαού ακριβώς γύρω από αυτόν τον άξονα. Το εξουσιαστικό πολιτικό σύστημα θα παίξει το χαρτί που μπορεί (και που η αξιωματική αντιπολίτευση της επέτρεψε) να παίξει και που με αυτό κουβάλησε την κυριαρχία του ίσαμε εδώ.

Ένα κόμμα της Αριστεράς διεκδικεί την κυβερνητική πλειοψηφία. Όχι την εξουσία. Η εξουσία είναι ένα αρκετά πιο περίπλοκο ζήτημα. Ο κρατικός μηχανισμός, η άρχουσα τάξη, οι κατασταλτικοί σχηματισμοί (θεσμικοί και παρακρατικοί) δεν θα παραιτηθούν από τα κεκτημένα τους σε μια τέτοια περίπτωση, αλλά αναμένεται να αναδιαμορφώσουν την στρατηγική τους, πολύ περισσότερο μιας και τα παραδοσιακά πολιτικά τους υποκείμενα βρίσκονται σε ένα στάδιο απαξίωσης, αναδιάρθρωσης ή/και αποσύνθεσης.

Τα βασικά συμπεράσματα από αυτόν τον κοινωνικό Αρμαγεδδώνα των τελευταίων 5 ετών βαίνουν εξαιρετικά αντιφατικά, καθώς παρ’ όλη την διαφαινόμενη εκλογική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και των υπόλοιπων αριστερών δυνάμεων:
Ποτέ άλλοτε μεταπολιτευτικά το λαϊκό κίνημα και οι οργανωμένες του δυνάμεις δεν βρίσκονταν σε τέτοιο σημείο υποχώρησης και διαλυτικότητας.
  Ποτέ άλλοτε η άρχουσα τάξη δεν βρίσκονταν σε τόσο πλεονεκτική θέση ώστε να έχει την δυνατότητα να παρουσιάζει τους αγώνες της εργατικής τάξης ως αντίθετους με το γενικό κοινωνικό συμφέρον- να τους ταυτοποιείι, δηλαδή, ως απόλυτο εχθρό της κοινωνίας

Είναι αλήθεια ότι η κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά που εγγράφονται στο σώμα της κοινωνίας και καθορίζουν κάθε πτυχή της κοινωνικής αναπαραγωγής, ακόμα και την άρνηση αυτής ως τέτοιας. Για αυτό και κάθε εποχή, κάθε κοινωνικός σχηματισμός, έχει και την Αριστερά και τις κοινωνικές αντιστάσεις που της αντιστοιχεί (ειδάλλως θα έπρεπε να θεωρούμε πως άλλες, εξωγήινες, υπερφυσικές δυνάμεις επεμβαίνουν στο μεγάλο σχέδιο της κοινωνικής εξέλιξης).
Αλλά το δύσκολο κομμάτι δεν είναι καν αυτό. Είναι, βασικά, ότι δεν διεξάγεται καμία σοβαρή κουβέντα για όλα αυτά στους κόλπους της ίδιας της Αριστεράς. Αντί για αυτό, ηγεμονικές τάσεις, πρόσκαιρες συμμαχίες, διαλυτικές ενώσεις και διασπάσεις, πολιτικά συμπεράσματα κτλ-όλα αυτά καθορίζονται από τις εκλογές και τα αποτελέσματα τους με μια σχεδόν απόλυτη υποταγή στους εκλογικού όρους του παιχνιδιού.

Το δύσκολο κομμάτι είναι, ακόμα παραπέρα, ότι εφόσον οι αριστερές συλλογικότητες αδυνατούν (για αντικειμενικούς, περισσότερο, λόγους) να συμβάλλουν ώστε να συγκροτηθούν πλατιές κοινωνικές/ταξικές συμμαχίες υλικών συμφερόντων, μοιάζει να ανάγουν τις εκλογές σε υπέρτατη εκδήλωση της ταξικής πάλης. Οι ρεφορμιστές, οι υπερεπαναστάτες, οι πουλημένοι κτλ είναι όροι που εξακοντίζονται εκατέρωθεν (και εναλλάξ!), κι όσο και αν αυτό είναι απαράδεκτο για την κομμουνιστική θεώρηση, είναι ακόμα πιο απογοητευτικό και ανέυθυνο εφόσον δεν βασίζεται σε υπαρκτούς πολιτικούς συσχετισμούς μέσα στην κοινωνία των εργαζομένων!
Εντούτοις, φαίνεται πως ο κόσμος της εργασίας, σε ένα μεγάλο ποσοστό του, πρόκειται να αγνοήσει τις απειλές και τους εκβιασμούς του εξουσιαστικού συστήματος και να διεκδικεί, έστω και εκλογικά, μια διέξοδο από τον ολοκληρωτισμό που συνιστά η απόλυτη επιβολή της οικονομικής εξουσίας εις βάρος της κοινωνίας. Αυτά, μοιάζει, να είναι και τα τωρινά όρια της.
Έστω και μέσα από ένα πολιτικό μόρφωμα που παραπέμπει περισσότερο στην παλιά σοσιαλδημοκρατία, σε μια ιστορική περίοδο, ωστόσο, όπου αυθεντικά σοσιαλδημοκρατικές λύσεις διαχείρησης για το σύστημα μοιάζουν ανέφικτες και απαγορευτικές, πλέον- εκτός και εάν εκφράζουν όψεις της παγκόσμιας νομισμαστικής αντιπαράθεσης, που είναι αντιπαράθεση για την κυριαρχία ανάμεσα στον αμερικάνικο και στον ευρωγερμανικό ιμπεριαλισμό στην περίπτωση μας, με σχηματισμένα, καθώς φάινεται, και τα δύο, πλέον, αντίστοιχα πολιτικά στρατόπεδα στην χώρα μας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η Αριστερά. Οι αριστερές, οι κομμουνιστικές ιδέες δεν είναι κτήμα κανενός- ούτε και οι αγώνες των καταπιεσμένων: Αποτελούν απόκτημα της ανθρωπότητας στην πορεία της μέσα στον χωροχρόνο.
Και δεν εξοφλούνται στο πρόσωπο μιας ενδεχόμενης αριστερής κυβέρνησης. Εν μέσω, ωστόσο, αυτής της κοινωνικής/κινηματικής αποσύνθεσης μια τέτοια κυβέρνηση θα αποτελέσει μια δοκιμασία για όλη την Αριστερά, αν όχι και για όλο το κίνημα.
Για αυτό και μια τέτοια εξέλιξη δεν θα πρεπε να αντιμετωπίζεται με όρους άσπρου/μαύρου. Όλα είναι ανοιχτά, και αλίμονο αν οι δυνάμεις που έχουνε ματώσει και θυσιαστεί για την κινηματική αφύπνιση πέσουν σε μια τέτοια παγίδα.
Αρκεί οι ρεφορμιστικές δυνάμεις να μην προσπαθήσουν να εγκολπώσουν αυτή την κληρονομιά εμφαινόμενοι σαν οι μόνοι κληρονόμοι της, δια μέσου της εκλογικής τους ηγεμονίας.

Αλλά αρκεί, επίσης, και οι πιο επαναστατικές δυνάμεις να μην εκλάβουν το ενδεχόμενο μια αριστερής κυβέρνησης σαν τον απόλυτο εχθρό και όχι σαν μια ευκαιρία να ανοίξουν για τους καταπιεσμένους με καλύτερους όρους οι δρόμοι του ταξικού ανταγωνισμού. 
Η πολιτική αυτοτέλεια και η αυτόνομη κάθοδος στις εκλογές του κάθε σχηματισμού της Αριστεράς δεν μπορεί να γίνεται αντικείμενο αποδοκιμασίας σε σχέση με την αποσυσπείρωση που θα μπορούσαν να προκαλέσουν εις βάρος μιας αριστερής κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Όπως επίσης, και το τι θα ψηφίσει ο καθένας ξεχωριστά, δεν μπορεί να εκλαμβάνεται σαν διαβατήριο για τον επαναστατικό παράδεισο εν μέσω της καθολικής κόλασης και του εκφασισμού. Μπορεί να δείχνει τα όρια της κοινωνίας, και οπωσδήποτε την επιλογή της ανάθεσης, όμως αλλού παίζεται, και όχι στις εκλογές, το ταξικό παιχνίδι.

Απάντηση