Η «Δουνκέρκη» και η σύγχρονη εποχή
της Μαριάννας Τζιαντζή*
Η ταινία Δουνκέρκη, σε σενάριο και σκηνοθεσία του βρετανοαμερικανού Κρίστοφερ Νόλαν, είναι καμωμένη για την κινηματογραφική αίθουσα και όχι για την οθόνη της τηλεόρασης ή του λάπτοπ. Η εισπρακτική της επιτυχία δεν οφείλεται μόνο στο ενδιαφέρον του κοινού για ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός. Οφείλεται και στην τεχνική και αισθητική αρτιότητα της ταινίας, στη λαϊκότητα και την αμεσότητα των διαλόγων, οφείλεται και στο ότι είναι απαλλαγμένη από τα στερεότυπα του είδους. Οι χαρακτήρες είναι εντελώς σχηματικοί: δεν ξέρουμε αν οι φαντάροι είναι εργάτες ή αγροτόπαιδα, επαρχιώτες ή πρωτευουσιάνοι, μορφωμένοι ή αγράμματοι. Όλοι είναι ίσοι κάτω από τα γερμανικά πυρά που τους απειλούν σε στεριά, αέρα και θάλασσα.
Αναμφίβολα, η Δουνκέρκη είναι μια ευτυχισμένη στιγμή του κινηματογράφου. Χαρακτηρίστηκε «ταινία της χρονιάς», «μια από τις καλύτερες πολεμικές ταινίες όλων των εποχών». Η ποιότητά της και η ακρίβεια της αναπαράστασης δεν αμφισβητήθηκαν, όμως δεν ισχύει το ίδιο για την ερμηνεία που δίνει στην απήχηση που είχε το φιάσκο της Δουνκέρκης στον βρετανικό λαό.
Τον Μάιο του 1940, στην πόλη Δουνκέρκη, στη γαλλική ακτή της Μάγχης, είχαν αποκλειστεί περίπου 400.000 στρατιώτες του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, περικυκλωμένοι από Γερμανούς. Στόχος του Τσόρτσιλ ήταν να διασωθούν τουλάχιστον 30.000 άνδρες. Τελικά, πέρασαν απέναντι γύρω στους 330.000. Μια στρατιωτική πανωλεθρία μετατράπηκε, σύμφωνα με την επίσημη αφήγηση, σε θρίαμβο του συλλογικού πατριωτικού πνεύματος, αφού η διάσωση των πολλών έγινε δυνατή χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία: στα εκατοντάδες ψαροκάικα και σκάφη αναψυχής που, αψηφώντας τα γερμανικά βομβαρδιστικά, διέσχισαν τη Μάγχη κι έφεραν τα «παιδιά» πίσω στην πατρίδα. Και όλα αυτά μέσα σε ελάχιστες μέρες.
Η Δουνκέρκη «δεν» είναι μια αντιφασιστική ταινία, ούτε καν μια αντιπολεμική. Είναι το ισοδύναμο μιας κλασικής χολιγουντιανής «ταινίας καταστροφής» επί το ποιοτικότερο και το ιστορικότερο. Ένας ύμνος στην ατομική και συλλογική πολεμική αρετή, μια ταινία που ευχαρίστως θα την έβλεπε ένας Χρυσαυγίτης ή ένας φανατικός μιλιταριστής. Εδώ η λέξη «πατρίδα» (home, δηλ. σπίτι) ακούγεται πολλές φορές, όμως ελάχιστες φορές ακούγεται η λέξη «Γερμανός» και ούτε μια φορά οι λέξεις «Χίτλερ», «Ναζί», «φασίστες». Βλέπουμε σε γκροπλάν τα πρόσωπα των βρετανών στρατιωτών και αξιωματικών, όμως κανένα πρόσωπο Γερμανού δεν εμφανίζεται. Στη θέση του «εχθρού» ο σύγχρονος θεατής θα μπορούσε να το τοποθετήσει τους τρομοκράτες του Ισλαμικού Στρατού ή τον «παρανοϊκό» ηγέτη της Βόρειας Κορέας.
Να φέρουμε τα παιδιά πίσω στην πατρίδα. Με αυτό το σύνθημα έδρασαν ηρωικά οι «αφανείς», ο απλός λαός. Ο νους μας όμως τρέχει στο λιμάνι της Σμύρνης, 95 χρόνια πριν, όταν τα βρετανικά πλοία δεν έκαναν τίποτα για να σώσουν τους χιλιάδες εγκλωβισμένους αμάχους. Αυτοί δεν ήταν «τα δικά τους παιδιά». Όπως έχει γραφτεί: «Κι αν πρόκανε κανένας και κρεμάστηκε από μια κουπαστή ή από καμιά σκάλα καραβιού, του λύνουνε τα χέρια με το ζόρι.[…] Θηριωδίες θα πεις ανήκουστες. Φοβήθηκαν τάχα οι ξένοι καπεταναίοι να μη βουλιάξουν τα καράβια τους από το παραφόρτωμα».
Η ταινία κλείνει με ένα απόσπασμα της ιστορικής ομιλίας του Τσόρτσιλ στο βρετανικό Κοινοβούλιο μετά την εκκένωση: «Θα πολεμήσουμε μέχρι το τέλος σε ακτές […] σε θάλασσες και ωκεανούς». Ακόμα και αν το νησί μας καταληφθεί, συνεχίζει ο Τσόρτσιλ, «η υπερπόντια Αυτοκρατορίας μας, με φρουρό τον Βρετανικό Στόλο, θα συνεχίσει τον αγώνα μέχρις ότου, όταν ορίσει ο Θεός, ο πανίσχυρος Νέος Κόσμος, βγει μπροστά για τη διάσωση και την απελευθέρωση του Παλιού [δηλ. της Ευρώπης]».
Αλήθεια είναι αυτά τα λόγια. Όμως η αποσιωπημένη αλήθεια είναι ότι η απελευθέρωση του Παλιού Κόσμου δεν οφείλεται μόνο στον «αμερικανό φίλο».
Συχνά λέμε ότι η Ιστορία γράφεται από τους νικητές. Μπορούμε όμως να προσθέσουμε ότι η κινηματογραφική ή η τηλεοπτική Ιστορία γράφεται για το σημερινό κοινό. Τον σύγχρονο θεατή πρέπει να αγγίξει, να συγκινήσει όχι κατ’ ανάγκη για να τον χειραγωγήσει ιδεολογικά αλλά και για να κόψει εισιτήρια. Ο ίδιος ο Νόλαν έχει παραδεχτεί ότι η Δουνκέρκη είναι μια ταινία αποστειρωμένη από το μικρόβιο της πολιτικής και επικεντρωμένη στο σκληρό παιχνίδι της επιβίωσης.
Όπως στα ριάλιτι σόου, έτσι κι εδώ δεν μπορούν να μπούνε όλοι «μες στη βάρκα». Ένας τραυματίας σε φορείο, πάνω στο πολεμικό σκάφος της διάσωσης, καταλαμβάνει τόσο χώρο όσο εφτά όρθιοι στρατιώτες, λέει ένας αξιωματικός. Θα σωθεί ο πιο ανθεκτικός, ο πιο επινοητικός, ο πιο τυχερός, συμπεραίνουμε. Έτσι δεν συμβαίνει και στην πραγματική εργασιακή και κοινωνική ζωή;
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν 03.09.2017