Το Πάσχα μιας ελληνίδας «γιαγιάς Ντακ»
Είναι παραμονές Πάσχα και είμαι οχτώ/ είναι παραμονές Πάσχα και είμαι τριανταοχτώ. Φορτώνεις το αυτοκίνητο για να φύγουμε, είσαι πολύ χαρούμενος που θα πας στο πατρικό σου/ φορτώνεις το αυτοκίνητο για να φύγουμε, είσαι κουρασμένος και τσιτωμένος και πας στο δικό μου πατρικό.
Κατεβαίνεις από τα ναυπηγεία, δεν υπάρχει Αττική Οδός, κάθομαι στο πίσω μέρος του Φίατ, μόνη μου, δεν έχω αδέρφια, δεν υπάρχουν mp3, ακούμε στο κασετόφωνο τη Ζορμπαλά να τραγουδά Αναγνωστάκη, έχεις αναμένο το τσιγάρο και χαϊδεύεις το πόδι της μαμάς/ μπαίνεις απ’τα διόδια της Πεντέλης στην Αττική οδό, κάθομαι στη θέση του συνοδηγού, καπνίζουμε κι οι δυο, λέμε τα νέα της εβδομάδας, έχουμε μέρες να βρεθούμε, τα παιδιά είναι ήδη εκεί κι από τα ηχεία ακούγεται Ορφέας και Ευρυδίκη του Gluck.
Φτάνουμε και ξεφορτώνεις/φτάνουμε και ξεφορτώνουμε/ ανοίγεις το σπίτι κι ετοιμάζεσαι να φύγεις να πας στους παιδικούς σου φίλους, η μαμά δεν ακολουθεί, μού ζεσταίνει το μαξιλάρι στο ηλεκτρικό καλοριφέρ, ξαπλώνω κι αισθάνομαι ασφαλής/ ανοίγω το σπίτι και ξεκινάμε για βόλτα οι δυο μας, τα παιδιά αφημένα στον ύπνο της νυχτιάς, καταφεύγουμε σε μια παραλιακή ταβέρνα, αρχίζουμε να πίνουμε μιλώντας για την αριστερά μας, με το ζόρι κρατάω τα δάκρυά μου όταν σου αφηγούμαι όσα έχω δει και ακούσει τις τελευταίες ημέρες, μου θυμίζεις πόσα χρόνια μου τά’λεγες όλ’αυτά και δε σε πίστευα, έχεις δίκιο.
Γυρνάς σε ένα σπίτι που κοιμάται, γυναίκα και κόρη, και κάθεσαι μόνος σου στην ψύχρα της αυλής με ένα ποτήρι κρασί στο ένα χέρι κι ένα τσιγάρο στο άλλο, δίπλα σου το Άξιον Εστί, φαγωμένο από τα πολλά διαβάσματα, δεν πας για ύπνο, είναι πολύτιμες οι στιγμές για να τις χαραμίσεις, ξυπνάω μες στη νύχτα και βλέπω ανοιχτή την πόρτα, βγάζω έξω το κεφάλι μου, σε βλέπω και φεύγω γρήγορα για να μη σου χαλάσω την ευτυχία, δεν ξέρω ότι εσύ με έχεις δει/ γυρνάμε σε ένα σπίτι οι δυο μας, σου βάζω ένα ουίσκυ και για μένα ένα τζιν, με καθίζεις στο κρεβάτι σου, αφήνεις την πόρτα ανοιχτή για να φαίνονται τα λουλούδια της αυλής κι αρχίζεις να μου παίζεις άγνωστες μπαλάντες του 65, οι Seeds να τραγουδάνε το μόνο τους αργό κι οιFevertree ν’ακολουθούν, σε κοιτάω να κάθεσαι στο ημίφως, χαλαρός κι ευτυχισμένος, χαμένος μέσα στη μουσική σου, τραβάω απ’τη θήκη το κινητό να σε βγάλω φωτογραφία, σπάνια κίνηση, εσύ αντιδράς, χαϊδεύεις τα βινύλια σα νά’ναι ερωμένη και έρχεσαι στο κρεβάτι που είμαι ξαπλωμένη, με φιλάς και μου λες πόσο μ’αγαπάς.
Είναι Μεγάλη Παρασκευή, συννεφιά, και πίνεις μόνο νεσκαφέ σκέτο, ξέρω ότι δεν το κάνεις για νηστεία, παρά μόνο για να τιμάς έτσι τη μάνα σου που τέτοια μέρα ήταν η τελευταία της καλή, μου ζητάς να βοηθήσω στις δουλειές και βαριέμαι/Είναι Μεγάλη Παρασκευή, συννεφιά, και πας κι αγοράζεις λουλούδια, φυτεύεις όλο τον κήπο μαζί με τα παιδιά, τους ζητάς να βοηθήσουν στις δουλειές και βαριούνται/Καθόμαστε στο πράσινο τραπέζι της αυλής, η μαμά δε μαγειρεύει, δεν ξέρει να μαγειρεύει και τρώμε ψωμί , ελιές και ντοματοσαλάτα, την αγαπάς πολύ και δε σε νοιάζει, της το λες/ Καθόμαστε στο πράσινο τραπέζι της αυλής, μαγειρεύω, μ’αρέσει να μαγειρεύω και τρώμε ρύζι με δυόσμο, ψωμί, ελιές και ντοματοσαλάτα, μου λες πόσο νόστιμο είναι το φαγητό/Απόγευμα είναι και πάμε στον Επιτάφιο, φοράω φούστα και τα καινούργια παπούτσια, εσύ ντύνεσαι καλά και προσπαθείς να κρύψεις την ανάμνηση της μάνας/ Απόγευμα είναι και πάμε στον Επιτάφιο, φοράω φούστες στα παιδιά και τα καινούργια παπούτσια, εσύ κι εγώ με μαύρα παντελόνια κι αθλητικά/ Κάθεσαι έξω απ’την εκκλησία μαζί με τους παιδικούς σου φίλους, εγώ με τη μαμά είμαστε μέσα, ακούω το Αι γενεαί πάσαι και μού’ρχονται δάκρυα στα μάτια, σε ξαναβρίσκω όταν βγαίνει ο Επιτάφιος, μου ανάβεις το φαναράκι ξανά και ξανά όσες φορές κι αν σβήσει, ακολουθούμε την πομπή σιωπηλοί, το ξέρεις ότι καταλήγει στο νεκροταφείο, εκεί πού’ναι η μάνα σου και δεν πας ποτέ, μόνο κορνάρεις σαν περνάς απ’έξω/ Μπαίνουμε λίγο στην εκκλησία όλοι μαζί, σε βλέπω να μπερδεύεσαι όταν πας να κάνεις το σταυρό σου, μπερδεύεις καθολικό κι ορθόδοξο κι είσαι γλυκός, ακούω τα τροπάρια και μού’ρχονται δάκρυα στα μάτια, βγαίνω γρήγορα έξω, ξεκινά η πομπή, ανάβεις τα φαναράκια των παιδιών ξανά και ξανά όσες φορές κι αν σβήσουν, παίρνεις αγκαλιά τη μικρή όταν κουράζεται, ακολουθούμε την πομπή σιωπηλοί, το ξέρω ότι καταλήγει στο νεκροταφείο, εκεί πού’ναι ο πατέρας μου και πάω πάντα.
Παραμονές Πάσχα κι είμαι οχτώ/ κι είμαι τριανταοχτώ/ είμαι παιδί/ έχω παιδιά, μα ο Επιτάφιος θα καταλήγει πάντα στο νεκροταφείο του χωριού κι η ζωή θα είναι πάντα ωραία εδώ κάτω.
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο της «γιαγιάς Ντακ»