«Τα Νέα», ο Ηλίας Κανέλλης και ο «Ντόναλντ ο απατεώνας»: χέρι-χέρι η άγνοια και η εμπάθεια
Στη σημερινή επιφυλλίδα του στα Νέα, με τίτλο Ντόναλντ ο απατεώνας!, (έντυπη έκδοση) ο Ηλίας Κανέλλης αναφέρεται στο κλείσιμο του περιοδικού Μίκυ Μάους. Όπως εξηγεί ο δημοσιογράφος, το γεγονός αυτό «έδωσε την αφορμή να κυκλοφορήσουν ακόμα μια φορά διάφορες γενικεύσεις». Γενικεύσεις που ο ίδιος τις χαρακτηρίζει «αφόρητες» και οι οποίες έχουν σχέση με την «ιδεολογική ανάγνωση» αυτού του καλλιτεχνικού προϊόντος. (Καταρχάς, οι γενικεύσεις δεν «κυκλοφορούν», αλλά διατυπώνονται, επαναλαμβάνονται, επικρατούν κ.λπ.)
Ο Ηλ. Κανέλλης γράφει ότι «για πολλά χρόνια τον τόνο της κριτικής τον έδινε ένα βιβλίο δύο Χιλιανών που όμως πρωτοκυκλοφόρησε στο Παρίσι, το βιβλίο Ντόναλντ ο απατεώνας των Ματλάρ και Ντορφμάν, κατά το οποίο τα κόμικς Ντίσνεϊ ήταν “η διήγηση του ιμπεριαλισμού στα παιδιά”. Η γενικευτική εκείνη προσέγγιση ισοπέδωνε δεκαετίες ολόκληρες καλλιτεχνικών εκφράσεων σε μια ιδεολογική ηθικοπλαστική κοινοτοπία».
Πρώτον, το βιβλίο δεν «πρωτοκυκλοφόρησε» στο Παρίσι, αλλά στη Χιλή, το 1971, με τίτλο Para Leer al Pato Donald. (Στην Ελλάδα η πρώτη έκδοση έγινε το 1979.)
Δεύτερον, ο ένας εκ των δύο συγγραφέων, ο Αριέλ Ντορφμάν είναι Χιλιανός, όχι όμως ο δεύτερος, ο Αρμάν Ματλάρ που γεννήθηκε στο Βέλγιο, σπούδασε και στη Γαλλία, έζησε στη Χιλή στα χρόνια της κυβέρνησης του Αλιέντε. Μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ, σε ηλικία 37 ετών, επέστρεψε στη Γαλλία, όπου έκανε μια λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα στον τομέα της επικοινωνίας και των πολιτιστικών σπουδών.
Τα χονδροειδή αυτά λάθη του Ηλ. Κανέλλη δείχνουν ότι η άγνοιά του συναγωνίζεται την εμπάθειά του. Έχει γνώμη για ένα βιβλίο, το οποίο αγνοεί, που δεν το έπιασε ούτε καν στα χέρια του για να το κεραυνοβολήσει. Γιατί αν το έπιανε, ίσως να διάβαζε στον πρόλογο, τον οποίο έγραψε για τη γαλλική έκδοση η Μισέλ Ματλάρ, σύζυγος του Αρμάν, ότι ο Ντόναλντ ο απατεώνας γράφτηκε στη Χιλή το 1971, ένα χρόνο μετά την εκλογή του Αλιέντε, όταν «η επαναστατική διαδικασία αντηχούσε σε όλες τις χορδές της χιλιανής κοινωνίας. Οι στρατιωτικοί δεν έριξαν αυτό το βιβλίο στην πυρά, την επομένη του πραξικοπήματος, που προχθές είχαμε την επέτειό του, αλλά «του εξασφάλισαν έναν υγρό θάνατο στα ανοιχτά του Βαλπαρέζο, ένα θάνατο που ταίριαζε περισσότερο σε παπιά: πέντε χιλιάδες αντίτυπα ρίχτηκαν στη θάλασσα. Οι στιγμές ήταν πολύ τραγικές για να αστειευτούμε στη σκέψη ότι πολύ θα είχε ικανοποιηθεί ο Ροβινσώνας Κρούσος στο νησί του Χουαν Φερναντέζ, μερικά μίλια πιο πέρα».
Όπως εξηγεί η Μισέλ Ματλάρ, το βιβλίο αυτό γράφτηκε «για να καταγγείλει τους μηχανισμούς των εικονογραφημένων ιστοριών της Αυτοκρατορίας, την ταξική τους λογική και για να προετοιμαστεί καλύτερα η γέννηση ενός άλλου εντύπου για παιδιά», δηλ. γράφτηκε σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, σε μια συγκεκριμένη χώρα, για έναν συγκεκριμένο σκοπό -χωρίς αυτό να είναι σε βάρος της οικουμενικότητάς του. Και είναι διαφωτιστικό το γεγονός ότι ο χρόνος και ο τόπος της έκδοσή του αφενός αποσιωπούνται και αφετέρου διαστρεβλώνονται από τον επιφυλλιδογράφο.
Να πώς τελειώνει το κείμενό του ο Ηλ. Κανέλλης: «Από τις τέχνες ώς την πολιτική, οι πιο πλούσιες προσεγγίσεις των φαινομένων είναι εκείνες που ξεκινούν όχι από μια γενικόλογη εντύπωση ούτε από μια συνολική προκατάληψη, αλλά από τη βαθιά γνώση. Έτσι έχει αξία η κριτική. Κατά τα άλλα, για την απήχηση προϊόντων, εκφράσεων, πολιτικών, αποφασίζει η ζωή. Εκεί όπου η επιτυχία είναι η καλύτερη εκδίκηση».
Πάντως, η επιφυλλίδα του Ηλ. Κανέλλη δεν ξεκινά από τη «βαθιά γνώση», αλλά από τη βαθιά άγνοια και την ακόμα βαθύτερη εμπάθεια. Το βιβλίο των Ματλάρ και Ντορφμάν ΔΕΝ είναι μια «ιδεολογική ηθικοπλαστική κοινοτοπία», αλλά μια μελέτη που άνοιξε νέους δρόμους στον τομέα της κριτικής της λεγόμενης ιμπεριαλιστικής κουλτούρας. Ο χαρακτηρισμός «ιδεολογική νεοσυντηρητική κοινοτοπία» μάλλον θα ταίριαζε στα περισσότερα κείμενα του κ. Κανέλλη και αρκετών συναδέλφων του του ιδίου συγκροτήματος.
Δεν είναι απαραίτητο για έναν δημοσιογράφο το να ξέρει τα πάντα. Αρκεί κάπως να ξέρει για τι πράγμα μιλάει. Κι εδώ ο Ηλ. Κανέλλης δείχνει ότι δεν ξέρει, αλλά επιμένει να μιλάει για ό,τι δεν ξέρει -και να το διαστρεβλώνει.