Η πρόταση μομφής δεν πέρασε, η δυσπιστία μένει…
Μερικές σκέψεις τρία εικοσιτετράωρα μετά την απόρριψη της πρότασης δυσπιστίας στη Βουλή. Το κείμενο μένει στον αφρό της σαμπάνιας, μεταφέροντας ορισμένες εκτιμήσεις για τις αλλαγές σε επίπεδο συσχετισμών.
Κέρδη και ζημιές:
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τα έπαιξε όλα και έμεινε στον άσο. Έκαψε ένα χαρτί που δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει για άλλους έξι μήνες και έφαγε τα μούτρα του σε αρκετά σημεία, σε άλλα ωστόσο πέτυχε το στόχο του έστω και με καραμπόλα. Δεν κρίνονται όλα με αυστηρά κοινοβουλευτικά κριτήρια.
Σε πρώτο επίπεδο δεν κατάφερε να αποδυναμώσει την κυβέρνηση.
Όταν καταθέτεις πρόταση μομφής υποτίθεται ότι στόχος είναι να ρίξεις την κυβέρνηση ή έστω να την κλονίσεις συθέμελα. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας φάνηκαν απροετοίμαστοι για το «λασποπόλεμο» και την ένταση των προσωπικών επιθέσεων του Σαμαρά. Ο διάλογος μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικό πολιτιστικό επίπεδο γίνεται μόνο στο κατώτερο στάδιο, έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν επιχείρησε καν να πολιτικοποιήσει και να επικεντρώσει τη συζήτηση γύρω από την οικονομία αλλά αναλώθηκε σε επικοινωνιακές ατάκες, επένδυσε στη σκανδαλολογία και την προσωπική αντιπαράθεση. Στόχος αυτής της τακτικής ήταν η προσωποποίηση του διλήμματος «ΣΥΡΙΖΑ ή Μνημόνιο» στο «Τσίπρας ή Σαμαράς» κάτι που φάνηκε και μέσα από τις ατάκες τύπου «κύριε Σαμαρά, να με κοιτάτε όταν σας μιλάω».
Η Νέα Δημοκρατία φάνηκε καλύτερα προετοιμασμένη γι’ αυτό το χαμηλό επίπεδο αντιπαράθεσης. Είναι γεγονός πως η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη με την έκβαση της συζήτησης, ειδικά στο σημείο που η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τον Βενιζέλο σαν ασπίδα ώστε να απαντήσει στον Τσίπρα. Επιθυμία του επιτελείου Τσίπρα ήταν η αντιπαράθεση να επικεντρωθεί μεταξύ των δύο αρχηγών. Αυτό δεν απέτυχε εντελώς. Ακόμα και αν σε πρώτο επικοινωνιακό επίπεδο ο Σαμαράς εμφανίστηκε πιο αποφασισμένος και «αλήτης» κερδίζοντας σε ένα συντηρητικό κοινό, το μίσος του κόσμου για την πολιτική της κυβέρνησης είναι τόσο ισχυρό που ο Τσίπρας κέρδισε πόντους συμπάθειας. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, Σαμαράς και Τσίπρας είχαν κέρδη σε διαφορετικές κατηγορίες ψηφοφόρων. Η ακροδεξιά εμφυλιοπολεμική ρητορική Σαμαρά τού έδωσε πόντους ανάμεσα στους ψηφοφόρους που είχαν επιλέξει Χρυσή Αυγή ή σε άλλες μερίδες συντηρητικών ψηφοφόρων.
Ο Τσίπρας, παρά την απογοητευτική εμφάνιση και την πολύ χλιαρή συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από τη Βουλή, κατάφερε να αναδειχτεί στα μάτια αρκετών ως η μοναδική αντιπολίτευση στην πιο αντιλαϊκή κυβέρνηση της μεταπολίτευσης. Η Νέα Δημοκρατία δεν ασχολήθηκε σχεδόν καθόλου με το ΚΚΕ και πίστωσε το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών σκιρτημάτων των τελευταίων μηνών στο ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως είπε ο Σαμαράς:
«Το Σεπτέμβριο επιδίωξατε «λαϊκή εξέγερση»! Προαναγγείλατε και πάλι στη Θεσσαλονίκη ότι η κυβέρνηση θα πέσει από το λαό, από το πεζοδρόμιο. […]. Γι’ αυτό και ύστερα απευθυνθήκατε, κ. Τσίπρα, στα σχολεία και καλέσατε τους εκπαιδευτικούς να ρίξουν την κυβέρνηση. Ούτε αυτό σας βγήκε… Και φθάσατε στο κατάντημα να καλέσετε τους μαθητές να ρίξουν την κυβέρνηση, κάνοντας μάλιστα στον αγιασμό το φετινό, έκκληση και στα παιδιά του Δημοτικού! Ούτε κι αυτή η έκκλησή σας βρήκε ανταπόκριση… Κι έτσι, τι κάνατε; Εγκαταλείψατε τους «δρόμους» και επιστρέψατε στους… «διαδρόμους» της Βουλής.»
Μια Τζάκρη δεν φέρνει την άνοιξη…
Πολλοί αναρωτήθηκαν μήπως ο Τσίπρας ήξερε κάτι παραπάνω όταν κατέθετε την πρόταση μομφής. Αρκετοί έφτασαν στο σημείο να αναφέρουν σενάρια για διαπραγματευτικές συζητήσεις μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και ορισμένων αμφιταλαντευόμενων βουλευτών του ΠΑΣΟΚ που δεν βλέπουν καρέκλα ούτε με τα κιάλια στις προσεχείς εκλογές όποτε και αν αυτές γίνουν. Γεγονός είναι ότι όταν η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Θεοδώρα Τζάκρη είπε «ναι» στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, όλοι οι κοινοβουλευτικοί συντάκτες αλλά ακόμα και βουλευτές σκουντάγανε ο ένας τον άλλον. Κανείς δεν γνώριζε ή είχε πληροφορίες για κάτι τέτοιο. Ο μόνος που ενδεχομένως να περίμενε αυτή την κίνηση ήταν ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας (και ένα πολύ στενό επιτελείο). Η διαφοροποίηση της βουλευτού του ΠΑΣΟΚ αποδεικνύει ότι ακόμα και σήμερα κάτι μπορεί να κρατηθεί κρυφό μέχρι την τελευταία στιγμή, αν αυτό διασφαλιστεί και από τις δύο πλευρές. Σε κάθε περίπτωση η διαφοροποίηση μιας βουλευτού μπορεί να βοήθησε την αξιωματική αντιπολίτευση να διατηρήσει ορισμένα προσχήματα αλλά δεν έσωσε την παρτίδα.
Η πολιτική αντιπαράθεση πήρε χαρακτήρα όξυνσης της πόλωσης γύρω από το νέο δικομματισμό. Σε αυτό το βαθμό και πολύ χοντρικά, Σαμαράς και Τσίπρας ήταν οι μόνοι κερδισμένοι από αυτή τη μονομαχία στο κοινοβουλευτικό «Ελ Πάσο» και χαμένοι όλοι οι υπόλοιποι. Πρώτα από όλα οι πολίτες. Σε επίπεδο κινήματος η κατάσταση είναι η χειρότερη από τις αρχές του μνημονίου. Η 24ωρη γενική απεργία πνίγηκε όχι στα ορμητικά ποτάμια της νεροποντής αλλά στην έλλειψη διάθεσης και σύγκρουσης. Ο αγώνας στην ΕΡΤ βρίσκεται στη δύση του και ορισμένες μαχητικές εστίες αντίστασης (διοικητικοί των πανεπιστημίων, τοπικά κινήματα) δεν έχουν κοινωνικές συμμαχίες και συμπαράσταση ώστε να μπορέσουν να ανάψουν και άλλα φιτίλια.
Τα υπόλοιπα κόμματα, πλην ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, εμφανίζονται και αυτά αποδυναμωμένα και καμία πολιτική δύναμη δεν δείχνει να έχει κάποια άμεση πειστική εναλλακτική λύση που να δίνει διέξοδο στα προβλήματα.
Και τώρα;
Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ επενδύει μεσοπρόθεσμα στη λογική του ώριμου φρούτου, με βουλευτές του να παραδέχονται ότι «ο κόσμος είναι αποκαμωμένος μετά από τρία χρόνια μνημονίου», μέλη του ΚΚΕ επιμένουν ότι κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου είναι ότι το κίνημα και όχι μόνο η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, όταν ταυτόχρονα έχουμε μια πρωτοφανή όξυνση της ταξικής πάλης και των ανισοτήτων.
Στην ένσταση ότι αυτό δεν προσφέρει μια άμεση απάντηση στα σημερινά προβλήματα και δεν εμπνέει τον λαό να ξεσηκωθεί επισημαίνουν ότι δεν μπορούμε να καλλιεργούμε αυταπάτες για ριζοσπαστικές τομές και ουσιαστικές κατακτήσεις για τον κόσμο της εργασίας στο πλαίσιο του καπιταλισμού της ΕΕ και να λέμε ευχολόγια στον ελληνικό λαό και επιμένουν στην ανάγκη οικοδόμηση της λαϊκής συμμαχίας όσο χρόνο και αν αυτή χρειαστεί.
Μικρομεσαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που επιμένουν κινηματικά μιλάνε για ανάγκη ενίσχυσης των δικτύων αλληλοβοήθειας και υποστήριξης στις γειτονιές ώστε τουλάχιστον να δοθούν ορισμένες –έστω προσωρινές- ανάσες σε αυτούς που το έχουν περισσότερο ανάγκη.
Στον ευρύτερο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής και ανένταχτης αριστεράς κυριαρχεί μια ιδεολογική σύγχυση, με θέσεις όπως η έξοδος από το ευρώ ή ακόμα και από την ΕΕ να συνεχίζουν να κερδίζουν έδαφος στην κοινωνία αλλά αυτό να μη «μεταφράζεται» με εκλογικούς όρους. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρίσκεται και αυτή αντιμέτωπη με τις αδυναμίες και τις αντιθέσεις της ρίχνοντας το βάρος στο μαζικό κίνημα και ταυτόχρονα στην προσπάθεια συσπείρωσης όλων των αντικαπιταλιστικών τάσεων και οικοδόμησης ευρύτερων συμμαχιών σε κεντρικό επίπεδο.