Colour Day: Πολύχρωμοι χορηγοί, ασπρόμαυρη ζωή
Eνα φάντασμα πλανιέται πάνω από τα trends του ελληνικού διαδικτύου – όπου trends οι τάσεις με τα δημοφιλέστερα βίντεο και τραγούδια στο youtube και τo spotify, την ψηφιακή πλατφόρμα αναπαραγωγής μουσικής. Είναι το φάντασμα της ελληνόφωνης τραπ, υβρίδιο της ραπ, με ηλεκτρονική-xoρευτική μουσική υπόκρουση, συχνή χρήση των εφέ αλλοίωσης της φωνής και συγκεκριμένη θεματολογία: Το πέρασμα από τη φτώχεια στην ευμάρεια, μέσω της παραοικονομίας των ναρκωτικών, η εξύμνηση του εγκλήματος ως τρόπου ζωής, με βάση ένα κακέκτυπο μεταξύ «Αμέρικαν Γκάνγκστερ» και «Σημαδεμένου» και οι αναφορές στις γυναίκες αποκλειστικά με σεξιστικούς χαρακτηρισμούς «πουτάνα», «καριόλα» ή στην καλύτερη «η κωλάρα» – αυτό το τελευταίο θεωρείται κοπλιμέντο.
Η μουσική αυτή δεν είναι χτεσινή, αλλά ανθεί στην Ελλάδα τουλάχιστον εδώ και μια εξαετία, και στο εξωτερικό από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90, ως ήχος της Ατλάντα και του αμερικάνικου Νότου (Dirty South). Στο μαζικό ενήλικο κοινό, αυτό που παρακολουθεί τα μεσημεριανάδικα της Μενεγάκη, ενημερώνεται από το Πρώτο Θέμα, και βλέπει βραδινές εκπομπές με τους Αμάν και τον Αρναούτογλου, το είδος απέκτησε ορατότητα κυρίως μέσω της επιτυχίας του τραγουδιού «Mama?» του 25άχρονου Sin Boy, ή αλλιώς Augustin Geka, παιδί μεταναστών δεύτερης γενιάς με καταγωγή από την Αλβανία. Βέβαια, με καθαρά μουσικούς όρους, το τραγούδι που ακούστηκε όσο κανένα άλλο στα φετινά παιδικά πάρτι και στις σχολικές εκδρομές, δεν είναι τραπ, αλλά regggaeton, ένα εξίσου δημοφιλές μουσικό υπο-είδος, μίξη χιπ-χοπ με λάτιν, επίσης με σεξουαλικό και βίαιο περιεχόμενο.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν, που ο ανερχόμενος αστέρας Sin Boy ήταν ο headliner, o επικεφαλής της βραδιάς, στο διήμερο Color Day Festival, στο ΟΑΚΑ, μια διοργάνωση που συνεχίστηκε φέτος για 5η χρονιά, με δεκάδες χιλιάδες αυστηρά ανήλικους συμμετέχοντες, με μέσο όρο ηλικίας τα 14-15 χρόνια. Οι μικρότερες ηλικίες συνοδεύονται από γονείς, όμως στην πλειονότητά τους είναι παρέες μαθητών, μετά τη λήξη της σχολικής χρονιάς. Πρόκειται για μια εκδήλωση με τσουχτερό σχετικά αντίτιμο εισόδου, τουλάχιστον για το εφηβικό χαρτζιλίκι, από 15 ως 35 ευρώ, εξίσου τσουχτερές τιμές προϊόντων από τη στιγμή που θα μπεις μέσα, αυστηρά μέτρα σεκιούριτι και προφύλαξης (ώστε να νιώθουν οι γονείς ήσυχοι ότι τα παιδιά τους δεν κινδυνεύουν) και σκληρό εταιρικό μάρκετινγκ προώθησης προϊόντων με τάργκετ-γκρουπ τους τινέιτζερ: Aσύρματα ηχεία bluetooth, που συνδέονται με τα κινητά και βρίσκονται φέτος παντού σε κάθε πλατεία και παραλία, καλλυντικά και αποσμητικά για νεανικό κοινό, αναψυκτικά, τσίχλες, γλειφιτζούρια, φαστ-φουντ, τατουάζ.
Το κλου του φεστιβάλ είναι ότι τα πιτσιρίκια ραντίζουν συνεχώς το ένα το άλλο με χρωματιστές πούδρες (2 ευρώ το σακουλάκι) σε έντονες φλουό αποχρώσεις (ροζ, μοβ, κίτρινο), αμβλύνοντας έτσι τις μεταξύ τους διαφορές σε ένα ελεγχόμενα πανηγυρτζίδικο κλίμα, σε οριοθετημένα πλαίσια. Το Color Festival, αντιγραφή ανάλογων εκδηλώσεων στην Ευρώπη, είναι μια αποστειρωμένη παραλλαγή τoυ αρχαίου ινδουιστικού εθίμου Χόλι, που πραγματοποιείται κυρίως στην Ινδία και το Νεπάλ, γιορτάζοντας τον ερχομό της άνοιξης, με ελεύθερο παιχνίδι στις πλατείες και τους δρόμους και τελετουργικές – θρησκευτικές ρίζες.
Οι γυμνασιόπαιδες που συρρέουν κατά χιλιάδες στην εμπορική φιέστα, υπακούουν πειθήνια στα κελεύσματα των dj και των διασκεδαστών, που τους λένε συνεχώς «περνάμε καλά» και τους ζητάνε να κουνήσουν τα χεράκια ψηλά, όπως το κοινό των τηλεπαιχνιδιών κανοναρχείται από τους «φλορ μάνατζερ» που τους ζητάνε να χτυπήσουν παλαμάκια με ενθουσιασμό. Όμως μέσα σε αυτή την παρέλαση ενορχηστρωμένης κανονικότητας, όπου το αυθόρμητο λάμπει διά της απουσίας του, αυτό που οι έφηβοι θεωρούν τη δική τους επιτρεπόμενη επανάσταση, είναι να φωνάξουν όσο γίνεται πιο δυνατά, και με την έγκριση γονέων και εταιρικού μάνατζμεντ, τις απαγορευμένες λέξεις: «Πουτάνα, κοκαϊνη, μπάφος, κωλάρα, καυλώνει, στήνεται σαν πόρνη, καριόληδες, τώρα παλιοπούστη ποιος σε γαμάει» κ.ο.κ. «Στον πούτσο σας αν κάποιος σας πει ότι δεν μπορείτε να πετύχετε τα όνειρά σας», λέει ο Sin Boy, ντυμένος από την κορυφή ως τα νύχια με ρούχα μεγάλης αθλητικής εταιρείας-χορηγού, και από κάτω το πλήθος παραληρεί, κρατώντας όλοι τα κινητά τους, για να κάνουν «στόρι» στο ίνσταγκραμ.
Σε μία αψίδα από φελιζόλ, που έχει το σχήμα του M των Μακ-Ντόναλντς, τα παιδιά ενθαρρύνονται να εκφραστούν με μαρκαδόρο. Όλοι αφήνουν αντί υπογραφής το λογαριασμό τους στο ίνσταγκραμ, κάποιοι γράφουν στίχους από τα παραπάνω τραγούδια, ελάχιστοι αφιερώσεις σε κάποιον-α που τους αρέσει όπως «Κώστα είσαι καύλα». Χρωματιστά αυτοκόλλητα με λέξεις-κλειδιά του συρμού κολλιούνται πάνω στα ρούχα, πάλι επιλεγμένες από τους διοργανωτές: «Φασάρα, Όλα Γκούτσι, Κομπλέ, Εν Κουλί/ (φράση που λάνσαρε κύπριος παίκτης του Masterchef), «Taken, Single, Complicated» – για να δηλώσεις αν είσαι «πιασμένος/η, ελεύθερος/η ή κάτι τρίτο, περίπλοκο.
Πάλι με ενθάρρυνση των διοργανωτών, περίπου ένα στα δέκα αγόρια και κορίτσια κρατάει χαρτόνια που διαφημίζουν «free hugs» και οι πιο τολμηροί-ές «free kiss» – δωρεάν αγκαλίτσες και φιλάκια. Τα χαρτόνια δεν τα γράφουν οι ίδιοι, αλλά τους τα μοιράζει συνεργείο που διαφημίζει τατουάζ. Όσοι αισθάνονται αυτοπεποίθηση για το σώμα τους, κυκλοφορούν χωρίς μπλούζα και προσφέρουν «free kiss» – με κυμαινόμενη επιτυχία. Εννοείται ότι ο πρωταγωνιστής της βραδιάς, πέρα από τους διάττοντες αστέρες που τραγουδάνε όλοι playback, με άθλιο τεχνικά ήχο, είναι το εφηβικό νυφοπάζαρο. Ένας περιρρέων ερωτισμός, που εκφράζεται με όποιο τρόπο μπορεί, ενώ όσο πιο εκκωφαντική είναι η χρήση σεξουαλικών αναφορών στα τραγούδια, τόσο πιο βαθύ συντηρητικό είναι το πλαίσιο ένταξής τους: «Η οικογένεια, παιδιά, είναι πάνω από όλα. Αυτό είναι το πιο σημαντικό», συμβουλεύει τα ανήλικα ο Μente Fuerte, που μαζί με τον Hawk βρίσκονται πίσω από το μεγαλύτερο καλοκαιρινό χιτ που ειναι το τραγούδι Caliente, με βασικό ρεφρέν «αυτή η κωλάρα είναι σαν καρδιά», όπως ουρλιάζουν όλα τα παιδιά εν χορώ – με τα κορίτσια να πριμοδοτούν σε τσιρίδα.
Ο ηθικός πανικός και ο πουριτανισμός δεν είναι η απάντηση σε αυτό το, ομολογουμένως χαμηλού επιπέδου, είδος ψυχαγωγίας. Κυρίως αν δείχνει κάτι η πέραση αυτής της αμπαλαρισμένης πλαστικής βωμολοχίας είναι η βαθιά καταπίεση μιας γενιάς εφήβων, που μεγαλώνουν με όλο και λιγότερες διεξόδους, με το νεοφιλελεύθερο ΤΙΝΑ (There is No Alternative) εμπεδωμένο με το ζόρι από τους γονείς τους, με «τα φράγκα» ως βασική αξία, και τους αλγόριθμους του ίντερνετ ως βασικό ρυθμιστή όχι μόνο των τάσεων αλλά και των κοινωνικών σχέσεων. Μόνο που όπως για κάθε γενιά, έτσι και γι’αυτή, τίποτε δεν είναι προεξοφλημένο, και καμιά εταιρική φιέστα δεν μπορεί να χωρέσει τα όνειρα και τις επιθυμίες τους.
Αφροδίτη Τζιαντζή
Μια συντμημένη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (06.07)