Γιατί το δυτικό πολιτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο μισούσε τον Τσάβες
Πριν ένα μήνα, δημοσιεύτηκε στο New Statesman, ένα άρθρο για τον Τσάβες, γραμμένο από τον Ρίτσαρντ Γκοτ, ένα ιστορικό και δημοσιογράφο, βαθύ γνώστη της Λατινικής Αμερικής, ο οποίος είχε γνωρίσει προσωπικά αυτόν τον ηγέτη και έχει γράψει ένα βιβλίο γι’ αυτόν. (Hugo Chavez and the Bolivarian Revolution, Verso, 2005). Ο Ρίτσαρντ Γκοτ δεν είναι τυχαίος δημοσιογράφος. Στο τέλος του κειμένου, σας παρουσιάζουμε μερικά ενδιαφέροντα βιογραφικά στοιχεία του.
Ένα πέπλο θλίψης και επικείμενης τραγωδίας έχει τυλίξει τις πόλεις και τα χωριά της Βενεζουέλας καθώς ο Ούγο Τσάβες βαδίζει προς το θάνατο. Αυτή η εξαιρετικά σημαντική προσωπικότητα, που επί χρόνια αντιμετωπιζόταν από τη Δύση σαν παλιάτσος ή σαν σοσιαλιστικό πυροτέχνημα, ξαφνικά άρχισε να αντιμετωπίζεται με σεβασμό.
Αυτό που δεν έχουμε ακόμα καταλάβει είναι ότι ο Τσάβες ήταν ο πιο σημαντικός ηγέτης που εμφανίστηκε στη Λατινική Αμερική μετά την κατάκτηση της εξουσίας από τον Φιντέλ Κάστρο τον Ιανουάριο του 1959.Τέτοιοι επιφανείς και χαρισματικοί άνθρωποι δεν εμφανίζονται συχνά στην ιστορία και το αποτύπωμά τους διαρκεί δεκαετίες.
Γράφω και μιλώ για τον Τσάβεζ, τον οποίο θαυμάζω, από τότε που πρωτοεμφανίστηκε ως επαναστάτης πολιτικός στα μέσα της δεκαετίας του ΄90. Ο άνθρωπος αυτός ήταν φορέας δύο ισχυρών λατινοαμερικανικών παραδόσεων της δεκαετίας του ’60: της μνήμης των αριστερών αντάρτικων κινημάτων εκείνης της περιόδου, που εμπνέονταν από τον Τσε Γκεβάρα και την Κουβανική Επανάσταση (και φυσικά, τον Κάστρο) και την εμπειρία της διακυβέρνησης από αριστερούς αξιωματικούς του στρατού, κυρίως του στρατηγού Χουάν Βελάσκο Αλβαράδο στο Περού και του στρατηγού Ομάρ Τορίχος στον Παναμά. Επίσης εξέφραζε το ρεύμα του αριστερού εθνικισμού στα αριστερά λατινοαμερικανικά κόμματα, το οποίο συχνά ήταν καταπιεσμένο στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ποτέ δεν βρέθηκε μακριά από την επιφάνεια.
Στα τέλη του 1999, όταν ο Τσάβεζ βρισκόταν ήδη ένα χρόνο στην εξουσία, πήγα στο Καράκας για να του πάρω συνέντευξη και να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτόν. Ήδη ήταν φανερό ότι επρόκειτο για την πιο ενδιαφέρουσα προσωπικότητα που είχε αναδυθεί στη Λατινική Αμερική μετά την πτώση της κυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή, σχεδόν 30 χρόνια πριν. Συναντήθηκε ένα πρωινό στη βεράντα του σπιτιού του στη Λα Κασόνα. Στην τηλεόραση, όπου αρκετές φορές τον είχα δει, φάνταζε τεράστιος, αλλά τώρα έμοιαζε ένα νούμερο μικρότερος. Είχε ένα μεταδοτικό χαμόγελο, καθώς και την ικανότητα να μιλά ακατάπαυστα, έτσι που ήταν δύσκολο να σταυρώσει ο συνομιλητής του κουβέντα.
Μείναμε πολλές ώρες μαζί κι εκείνος έκανε μια αναδρομή σε όλη την ιστορία της Λατινικής Αμερικής. Τόνισε την ανάγκη να ανακοπεί το ρεύμα της μαζικής αγροτικής εξόδου από την ύπαιθρο στις πόλεις στη Βενεζουέλα. Εντυπωσιάστηκε από το γεγονός ότι στη διάρκεια της έρευνάς μου δεν είχα επισκεφθεί μόνο τη γενέτειρά του στη Σαμπανέτα, αλλά τον μακρινό οικισμό Ελόρζα σε έναν παραπότατο του Ορινόκο κοντά στα σύνορα με την Κολομβία όπου είχε εξοριστεί στη δεκαετία του ’80, όταν έγιναν για πρώτη φορά γνωστή η πολιτική του δραστηριότητα.
Εκείνη την εβδομάδα με κάλεσε να τον συνοδέψω με το αεροπλάνο στις επισκέψεις του σε διάφορες αγροτικές περιοχές όπου εφαρμόζονταν νέα προγράμματα και μαζί μας ήταν το μισό υπουργικό συμβούλιο. Όλη την ώρα ο Τσάβες έκανε ερωτήσεις στους υπουργούς του, παροτρύνοντάς τους να ενδιαφερθούν άμεσα για ό,τι έπρεπε να γίνει. Εντυπωσιακή ήταν η ικανότητά του να διαφωτίζει με αποτέλεσμα, στο τέλος της ημέρας, τόσο οι υπουργοί όσο κι εγώ να έχουμε εξουθενωθεί.
Έκτοτε ταξίδεψα πολλές φορές στο Καράκας και μίλησα με τον Τσάβες. Πάντα ήταν ο ίδιος: φιλόξενος και πρόθυμος να μιλήσει, ενώ πάντα με αναγνώριζε ακόμα και ανάμεσα στο πλήθος. Ποιος ήταν αυτός ο παράξενος Βρετανός που μπήκε στον κόπο να γράψει ένα βιβλίο γι’ αυτόν; Όταν βρισκόταν ανάμεσα σε πολίτες, ο Τσάβες πάντα πλησίαζε κάποιες ηλικιωμένες γυναίκες και μικρά παιδιά, ενώ στις στρατιωτικές παρελάσεις πάντα μιλούσε πρώτα στους απλούς φαντάρους κα ύστερα στους αξιωματικούς. Αυτή η ανατροπή της συνήθους πρακτικής των δημόσιων εμφανίσεων ήταν μια από τις αιτίες που τον λάτρεψε ο κόσμος.
Η ρητορική του Τσάβεζ ήταν πιο ισχυρή από τα πραγματικά επιτεύγματά του. Είχε ξαναζωντανέψει το νόημα και τη δυναμική της λέξης «σοσιαλισμός» μετά την αυτοκαταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης του 1991 και έθεσε ένα μεγάλο μέρος της κοινής ωφέλειας υπό κρατικό έλεγχο. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα η Γαλλία έχει μεγαλύτερο δημόσιο τομέα από ό,τι η Βενεζουέλα.
Πολλές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και ΜΜΕ της Δύσης έχουν καταγγείλει τη Βενεζουέλα για διωγμούς κατά του Τύπου, αναφέροντας συνήθως το κλείσιμο ενός καναλιού «μόνο για λευκούς», το οποίο σε άλλα μέρη του κόσμου θα έπρεπε να είχε κλείσει πολλά χρόνια νωρίτερα. Ωστόσο, σπάνια αναφέρεται ότι στη Βενεζουέλα λειτουργούν πάμπολλοι δημοτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί και εναλλακτικά τηλεοπτικά κανάλια…
Επίσης λίγο ασχολούνται οι Δυτικοί δημοσιογράφοι για την αλλαγή στην καθημερινή ζωή στις παραγκουπόλεις, όπου εφαρμόζονται μαζικά προγράμματα δημόσιας υγείας και παρέχονται πολλές εκπαιδευτικές ευκαιρίες.
Γιατί ο δυτικός Τύπος παρουσιάζει τον Τσάβες με τόσο μελανά χρώματα; Ως ένα βαθμό, αυτό οφείλεται στη νωθρότητα, την άγνοια και την κακοπιστία κάποιων δημοσιογράφων. Καθώς αυτοί είναι κολλητοί με τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα που ζουν στις ακριβές συνοικίες του Καράκας, είναι φυσικό να συμμερίζονται τις απόψεις των ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφονται. Εντούτοις, αυτό δεν εξηγεί τα αρνητικά δημοσιεύματα για τον Τσάβες που αφθονούν στον δυτικό κόσμο και δεν περιορίζονται μόνο στις συντηρητικές εφημερίδες. Η Le Mond και η El Pais, η Liberation και η Εl Mundo ήταν το ίδιο επικριτικές με πολλούς φαρμακόγλωσσους συντάκτες του Guardian και των Νew York Times.
Aυτό το πρόβλημα της εικόνας του Τσάβες έχει σχέση και με κάποια στερεότυπα περί Λατινικής Αμερικής τα οποία έχουν ριζώσει στη λαϊκή μνήμη παρ’ όλο που δεν εκφράζουν τη σημερινή πραγματικότητα σ’ αυτή την ήπειρο. Υπάρχει μια μακρά ιστορία στρατιωτικών δικτατόρων, με ή χωρίς μαύρα γυαλιά, η οποία ανάγεται στην πρώτη 50ετία του 20ού αιώνα και που έφτασε στο αποκορύφωμά της στην εποχή του Αουγκούστο Πινοτσέτ στη Χιλή και του Λεοπόλδο Γκαλτιέρι στην Αργεντινή.
Η μιλιταριστική παράδοση συνδέθηκε με φυλακίσεις πολιτικών αντιπάλων και βασανιστήρια, με τη ρίψη κρατουμένων από αεροπλάνα στη θάλασσα. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, πώς να δεχτεί κανείς ότι ο συνταγματάρχης Τσάβες, ένας λοκατζής με κόκκινο μπερέ, έγινε προοδευτικός;
Ένα άλλο πρόβλημα έχει σχέση με την επανίδρυση του σοσιαλισμού από τον Τσάβες, ενώ αρκετοί θεώρησαν παλιομοδίτικη την αγάπη του για τον Φιντέλ Κάστρο. Οι Δυτικοί αναλυτές, που, μετά την πτώση των δικτατόρων ονειρεύονταν μια ομαλή μετάβαση της Λατινικής Αμερικής στο δυτικό δημοκρατικό μοντέλο, επίσης απογοητεύτηκαν από την πορεία της Βενεζουέλας. Ο Τσάβες διέψευσε τους περισσότερους κεντροαριστερούς πολιτικούς και διανοούμενους της Ευρώπης που περίμεναν μια σοσιαλδημοκρατική λύση που θα εξέφραζε την ιδεολογία του ’90.
Σε έναν κόσμο όπου πολλοί λαοί ζουν υπό τη βαριά σκιά της αμερικανικής αυτοκρατορίας, είναι πολύ εύκολο ο αντιαμερικανισμός να θεωρηθεί γραφικός, ηλίθιος ή αυταρχικός. Ο Τσάβεζ είχε βάσιμους λόγους να αντιτίθεται στις ΗΠΑ, καθώς οι Αμερικανοί είχαν επιχειρήσει να τον ανατρέψουν. Όμως αυτό που τον έκανε μαύρο πρόβατο δεν ήταν η απόρριψή του των πολέμων των ΗΠΑ στο εξωτερικό -εξάλλου πολλοί στην Ευρώπη ήταν ενάντια στους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Αυτό που θεωρήθηκε αναχρονιστικό ήταν η ανοιχτή εχθρότητα του Τσάβες στην οικονομική πολιτική των ΗΠΑ. Μια πολιτική που περνά μέσα από οργανισμούς όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα και των οποίων οι συνταγές εφαρμόζονται δουλικά στη Δυτική Ευρώπη.
Η αναζήτηση από τον Τσάβες μιας άλλης οικονομικής πολιτικής, με ενισχυμένο το ρόλο του κράτους θεωρείται από τους κυρίαρχους κύκλους της Δύσης βλακώδης, ουτοπική και καταδικασμένη να αποτύχει. Όμως, καθώς πολλές ευρωπαϊκές χώρες καταρρέουν οικονομικά (εξαιτίας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που εδώ και χρόνια εφαρμόζουν) το όραμα του Τσάβες για τη Λατινική Αμερική πιθανόν σύντομα να αποκτήσει πλατιά απήχηση.
Σήμερα το μέλλον της Λατινικής Αμερικής και του ευρύτερου κόσμου διαγράφεται χωρίς τη φυσική παρουσία του Τσάβες. Ωστόσο, χάρη σ’ αυτόν τον ηγέτη η Βενεζουέλα για πρώτη φορά ξεπρόβαλε ως ενδιαφέρουσα και σημαντική χώρα, συμφιλιωμένη με τον εαυτό της και την ιστορική της κληρονομικά. Ο Τσάβες έδωσε μια νέα προοπτική του πιθανού. Πολλοί πρόεδροι των ΗΠΑ θα ξεχαστούν, όμως η μνήμη του Ούγκο Τσάβες θα παραμείνει ζωντανή στη Λατινική Αμερική, όπως έμεινε του Σιμόν Μπολίβαρ και του Τσε Γκεβάρα. Θα τον θυμούνται σαν έναν σπουδαίο ηγέτη που υποσχόταν πολλά, αλλά ο θάνατος τον πήρε στα μισά του δρόμου.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΓΚΟΤ
Ο Γκοτ, που γεννήθηκε το 1938, σπούδασε Ιστορία στην Οξφόρδη. Το 1963, όταν ήταν απεσταλμένος του Guardian στην Αβάνα, συναντήθηκε με τον Τσε Γκεβάρα. Το 1967 ταξίδεψε στη Βολιβία και ήταν αυτός που, λίγες ώρες μετά τη δολοφονία του Τσε, πιστοποίησε ότι το πτώμα του ανήκε πραγματικά σ’ αυτόν καθώς ήταν ο μόνος Δυτικός δημοσιογράφος που τον είχε γνωρίσει ζωντανό. Το 1994 αναγκάστηκε να παραιτηθεί από συντάκτηςGuardian, μετά τις κατηγορίες ενός ακροδεξιού εντύπου, του Spectaror, ότι ήταν πράκτορας των Σοβιετικών. Σήμερα ο Γκοτ είναι επίτιμος ερευνητής στο Ινστιτούτο Λατινομερικανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (και αρθρογραφεί στον Guardian και αλλού). Έχει γράψει εφτά βιβλία για τη Λατινική Αμερική και για διεθνή θέματα.