Η γερασμένη και συντηρητική ήπειρος

Ποσοστό 40% κατέγραψε στον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών στο Μπρινιόλ της Γαλλίας το ακροδεξιό κόμμα της Μαρί Λεπέν. Το ποσοστό αυτό δεν συνιστά μια τοπική ιδιαιτερότητα. Ακόμα και σε εθνικό επίπεδο, το κόμμα της Λεπέν έρχεται πρώτο στις δημοσκοπήσεις για τις επερχόμενες ευρωεκλογές με 24%, δύο μονάδες μπροστά από το δεξιό κόμμα, και τέσσερις από εκείνο που κυβερνά σήμερα, το ”σοσιαλδημοκρατικό” του Ολάντ. Η Αριστερά, αθροιστικά, μετά βίας φτάνει το 12%.

Αλλά και στην Γερμανία. Ο κυβερνητικός συνασπισμός που θα προκύψει από τις πρόσφατες εκλογές, με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες μαζί, θα επιχειρήσει να κρατήσει για μερικά χρόνια ακόμα ζωντανό το ιδεολόγημα της εθνικής ενότητας των γερμανών (που έχει επιτευχθεί μέσα από μια πρωτοφανή ”ταξική συμφιλίωση”, δώδεκα ετών δίχως αύξηση στους μισθούς των εργαζομένων). Μια εθνική ενότητα, ασφαλώς, εις βάρος, και εναντίον, των υπολοίπων λαών της οικονομικοπολιτικής ολοκλήρωσης που λέγεται ΕΕ και Ευρωζώνη.

Τι γίνεται επίσης στην Μ.Βρετανία; Εκεί κυβερνάει το κόμμα των Συντηρητικών, πιστό στις πιο αυταρχικές παραδόσεις της ιδεολογικού του προκατόχου, της Θάτσερ, με το κόμμα της αντιπολίτευσης, τους Εργατικούς, να έχουν διολισθήσει κι αυτοί με την σειρά τους στις πλέον αυταρχικές, και αντικοινωνικές πολιτικές θέσεις της ιστορίας τους. Και από δίπλα, όλο και μεγενθύνονται τα ποσοστά του βρετανικού νεοφασιστικού μορφώματος, το οποίο αποκτά σιγά σιγά και θεσμική εκπροσώπηση.

Στην Ιταλία, κυβερνάει ένα σάπιο, ακραία συντηρητικό πολιτικό σύστημα της μιντιοκρατίας, της απόλυτης διαφθοράς και του ”μπερλουσκονισμού”, χέρι χέρι με τους νεοφασίστες της Λίγκας του Βορά;

Στην Αυστρία, το ακροδεξιό ”Κόμμα της Ελευθερίας” του Χανς Κρίστιαν Στράχε αναδείχτηκε τρίτη δύναμη στις εκλογές της 29ης Σεπτεμβρίου με 22,4%, υπολειπόμενο μόλις 1,5% από το δεξιό Λαϊκό Κόμμα. Στην Νορβηγία, το ακροδεξιό κόμμα ”της προόδου”, το κόμμα του δολοφόνου 77 ανθρώπων Αντρές Μπρέιβικ, καλείται να συγκυβερνήσει σε κυβέρνηση μειοψηφίας με το δεξιό κόμμα της χώρας έπειτα από τις πρόσφατες εκλογές.

Παρόμοια, αν όχι και χειρότερη, είναι η κατάσταση σε όλες τις χώρες της σκανδιναβικής χερσονήσου, που αποτελούσαν άλλοτε υπόδειγμα εφαρμογής των σοσιαλδημοκρατικών μορφών διαχείρησης. Στη Φινλανδία στις τελευταίες εκλογές του 2011 το ακροδεξιό κόμμα των ”Αληθινών Φινλανδών” πήρε 19%. Στη Δανία το ποσοστό του ακροδεξιού ”Κόμματος του Δανικού Λαού” είναι 12,3%. Στη Σουηδία, στις τελευταίες εκλογές του 2010, για πρώτη φορά στην ιστορία μπήκε στο Κοινοβούλιο κόμμα της ακροδεξιάς, οι ”Δημοκράτες της Σουηδίας”, παίρνοντας 5,7%.

Παραπέρα, στις τελευταίες εκλογές στην Ολλανδία το ακροδεξιό ”κόμμα της Ελευθερίας” πήρε το 15,5%, στην Ελβετία το ακροδεξιό κόμμα απέσπασε το 28,9% το 2011, στην Πορτογαλία το κόμμα του Πάουλο Πόρτας έχει το 11,8%, στο Βέλγιο το Βλάαμς Μπέλανγκ το 8,2%, στην Ουγγαρία το Γιόβικ 16,7%, στη Βουλγαρία η ΑΤΑΚΑ το 9,4%, στη Σλοβακία 5,1%, στη Σλοβενία 5,4%.

Στους κοινωνικούς σχηματισμούς που προέκυψαν από την κατάρρευση του λεγόμενου ”σοσιαλιστικού μπλοκ”, ο φασισμός, ο εθνικισμός, κυβερνάει με την μορφή των κλεπτοκρατικών, παράκεντρων δυνάμεων που νέμονται τις αποδιαρθρωμένες, αποχαυνωμένες κοινωνίες που συγκροτήθηκαν από την κατάρρευση αυτή, και που αποτελούν εξάλλου και την ίδια την αιτία της κατάρρευσης. Με οδηγό και πάλι την νεοτσαρική Ρωσία, στην χώρα όπου δρουν σήμερα αθροιστικά περισσότεροι νεοφασίστες από όσους δρουν σε ολόκληρη την Γηραιά Ήπειρο! Ασφαλώς, ο φασισμός εκεί είναι και θεσμικά κατοχυρωμένος μέσα από την εξουσία που εκφράζει η κοινωνική συμμαχία της ολιγαρχίας που ανέδειξε και συντηρεί ολόκληρο το πολιτικό σύστημα κοντά εδώ και τρεις δεκαετίες

Με ποια εργαλεία θα μπορούσε κανείς (συνοπτικά) να ερμηνεύσει αυτήν την πραγματικότητα;

Ασφαλώς, καταρχήν, δεν είναι όλες οι οικονομικοκοινωνικές καταστάσεις ίδιες. Και ο δρόμος της υπεραπλούστευσης είναι πάντα ολισθηρός και επικίνδυνος. Αξίζει, όμως να σκεφτούμε πάνω στην πραγματικότητα των χωρών της Ευρώπης με έναν τρόπο σχετικά συγκεντρωτικό όλα αυτά τα χρόνια που προηγήθηκαν της σημερινής κρίσης (που τις χτυπάει όλες, αν και όχι με την ίδια ένταση).

Οι βασικές κοινωνικές/πολιτικες συνθήκες που διέπουν, ως τώρα, το ευρωπαϊκό εποικοδόμημα είναι: Η σχετική διεθνοποίηση της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας. Η απόλυτη ήττα της εργατικής τάξης μέσα από την πλήρη υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, όπως και η απαξίωση της εργασίας, η περιθωριοποίηση των φορέων της και της συμμετοχής των στον καταμερισμό του πλούτου. Η κοινωνική αλλοτρίωση γίνεται φανερή σε κάθε όψη, σε κάθε έκφανση της αναπαραγωγής. Η υγεία, η παιδεία, η εργασία, ο ελεύθερος χρόνος, ο πολιτισμός, όλα υπάγονται στην άμεση κηδεμονία της απόλυτης εξουσίας του κεφαλαίου.

Μεσά σε αυτά τα πλαίσια, μέσα σε αυτή την συνθήκη, διαμορφώθηκαν οι ευρωπαϊκοί κοινωνικοί σχηματισμοί (και όχι αυτοί μόνον), μέσα σε αυτές ”γαλουχήθηκαν” οι λαοί αυτοί. Δεν είναι να απορεί κανείς που μέσα σε συνθήκες κοινωνικού αυτοματισμού, σε κοινωνικές συνθήκες εξόντωσης του ενός από τον άλλον και απόλυτης αποστροφής προς κάθε τι συλλογικό, ο κοινωνικός εκφασισμός συναντάει την επικρότηση, την υποστήριξη από μεγάλες κοινωνικές πλειονότητες. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε ότι για κοντά δύο δεκαετίες, οι κοινωνίες αυτές (όπως, άλλωστε και η δική μας) μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν κοινωνίες των 2/3: Η ντόπια εργατική τάξη (κυρίως οι ανασφάλιστοι, ανειδίκευτοι νέοι) μαζί με τους μετανάστες, αποτελούσαν το 1/3 που πάνω του, και εις βάρος του, έχτιζαν οι άρχουσες τάξεις, σε συνεργασία ασφαλώς με τις μικρομεσαίες τάξεις, την κοινωνική τους ηγεμονία.

Σε αυτές τις συνθήκες, το μεταναστευτικό ζήτημα (σε κοινωνικό επίπεδο, γιατί η οικονομική εκμετάλλλευση του είναι προφανής), μετατράπηκε εξ ολοκλήρου σε ζήτημα καταστολής και εκμετάλλευσης πανταχόθεν. Αλλά και σε άλλοθι για την άρχουσα τάξη, προπέτασμα καπνού, που πίσω του κατάφερε (για την ώρα, και στον βαθμό που τα κατάφερε) να αποκρύψει τον ταξικό πόλεμο, ντύνοντας τον με τον μανδύα της μισαλλοδοξίας και του ρατσισμού, όπως και άλλοθι επίσης για να εκληφθεί η αλλοίωση των πολιτιστικών χαρακτηριστικών των λαών από τον πολιτιστικό φασισμό του κεφαλαίου, όχι σαν τέτοια, αλλά σαν μια σύγκρουση ”πολιτισμών”.

Η πορεία προς την αφαίμαξη της μεσαίας τάξης, γύρω από την οποία στήριζαν την πολιτική τους ηγεμονία πρόσκαιρα οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης, σημαίνει ταυτόχρονα και την διάλυση της πολιτικής του ”μεσαίου χώρου”, του ιδεολογήματος που πάνω του βασίστηκε η ταξική εκμετάλλευση και το περίφημο ”τέλος των ιδεολογιών και των επαναστάσεων”. Ή αλλιώς, του ιδεολογήματος που νομιμοποιεί με κομψό τρόπο τον κοινωνικό κανιβαλισμό.

Ο ”σύγχρονος” φασισμός αποτελεί τον μόνο δρόμο διαχείρισης της κεφαλαιοκρατικής κρίσης. Τον δρόμο δείχνει η ”κομμουνιστική” δικτατορία της Κίνας, όπου ο εθνικισμός και η υποταγή είναι ο απόλυτος κανόνας. Όπως και οι ΗΠΑ, όπου πολιτική δράση και αμφισβήτηση του συστήματος είναι στην ουσία τους παράνομες. Αλλά και τα νεοσυντηρητικά μορφώματα-πειράματα άσκησης της εξουσίας του Κεφαλαίου, τα ισλαμικά κράτη, όπου οι μισοί πολίτες (οι γυναίκες), βρίσκονται εκτός πολιτικής εκπροσώπησης.

Σε αυτόν τον δρόμο, ασφαλώς με τις ευρωπαϊκές ιδιαιτερότητες να παίζουν ρόλο, βαδίζουν οι χώρες του ευρώ, και της ΕΕ. Δεν πρέπει να περιμένουμε τον φασισμό να βαδίζει πάντα με το βήμα της χήνας, ή να χαιρετάει ναζιστικά. Βρίσκεται ήδη εδώ, ελοχεύει πάντα μέσα στην απαξίωση των ανθρώπινων ζωών και την υποτίμηση της κοινωνίας εν γένει. Ο σύγχρονος φασισμός δεν επιβάλλεται με τανκς, ακριβώς επειδή μπορεί να έχει την συναίνεση στην άσκηση της εξουσίας του όπως την ονειρευότανε ο κάθε δικτάτορας του 20ου αιώνα. Δείτε για παράδειγμα την Μέρκελ, η οποία βαδίζει απρόσκπτη προς την τρίτη τετραετίαή ότι υπάρχουνε παραδείγματα χωρών που αντέχουν ακόμα και κοντά έναν χρόνο χωρίς κυβέρνηση (π.χ. Ολλανδία). Τα ανοιχτά φασιστικά κομματα της Ευρώπης δεν είναι κυρίαρχα, ούτε πρωτεύουσας σημασίας, αλλά διεκδικούν, και θα διεκδικήσουν ακόμα περισσότερο μερίδιο εξουσίας, πλάι στις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις και σαν μαξιλάρι τους, ακριβώς επειδή θα κληθούν να διαχειριστούν με την απόλυτη ιδεολογική/πολιτική καταστολή που χρειάζεται, τις χρεοκοπημένες και αποδιαρθρωμένες κοινωνίες καθώς αυτές θα θυσιάζονται στο βωμό της προσπάθειας του Κεφαλαίου να αναπροσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.

Η εποχή που ζούμε, δεν μοιάζει με καμία άλλη. Όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση λέγαμε ότι είναι τέτοια η ένταση της, και τέτοιος ο διεθνής χαρακτήρας της, ώστε μπορεί να οδηγήσει μόνον είτε σε σοσιαλιστικές επαναστάσεις σε μια σειρά από χώρες, είτε σε μια στροφή προς τον εθνικισμό και τον πόλεμο. Είναι ολοφάνερο πως και η Ευρωζώνη, αλλά και ολόκληρος ο κόσμος του Κεφαλαίου απαντάει στην, ήδη από το 2007, κρίση του με τον εθνικισμό, τον πόλεμο, και τον φασισμό, και πως σε αυτήν του την απάντηση αποσπάει συγκατάβαση από μια σημαντική μερίδα των κοινωνιών.

Σήμερα είναι φανερό ότι πηγαίνουμε ολοταχώς προς μια ακόμα πιο βαθιά όξυνση της ύφεσης, πηγαίνουμε προς μια ακόμα πιο βαθιά κρίση, που αυτήν την φορά, οι συνέπειες της θα είναι ολότελα ανεξέλεγκτες.

Απέναντι σε αυτά τα ενδεχόμενα προετοιμάζονται τα διεθνή εξουσιαστικά συστήματα, απέναντι σε αυτήν την αναπόφευκτη ”τελευταία στάση” στον φασισμό και στον κοινωνικό ντετερμινισμό του καπιταλισμού πριν από τον όλεθρο προσαρμόζουν τις κοινωνίες.

Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση, δυστυχώς, το παγκόσμιο απελευθερωτικό κίνημα δεν δείχνει ικανό να προδιαγράψει μια αντίθετη πορεία, έτσι ταξικά και ιδεολογικά κατακερματισμένο που είναι. Μιλώντας ειδικότερα για την Ευρώπη, οι ταξικές αναφορές της Αριστεράς, που εξαντλούνται στην εκπροσώπηση της μεσαίας τάξης, αποτελούν σαφώς μέρος του ίδιου του προβλήματος, και όχι κομμάτι της λύσης του. Είναι χαρακτηριστικό για αυτό ότι οι εξεγέρσεις των ”γκέτο” (όπως ονομάστηκαν, προκειμένου να αποκρύψουν ότι επρόκειτο για εξεγέρσεις της εργατικής τάξης), τόσο στην Γαλλία το 2006, όσο κα το περυσινό καλοκαίρι στην Στοκχόλμη, έμειναν δίχως καμιά απολύτως κάλυψη από τα αριστερά/ κομμουνιστικά κόμματα των χωρών τους, πόσω μάλλον από την Ευρωπαϊκή αριστερά. Ακόμα και οι σκόρπιες ”διεθνιστικές” κινήσεις των λαών, σπάνια ξέφυγαν από την νοοτροπία του ”δεν θέλω να γίνω σαν και αυτούς΄΄ (τους έλληνες π.χ.), ώστε να μετατραπούν σε αληθινή πράξη αλληλεγγύης.

Ο σύγχρονος επαναστατικός δρόμος περνάει μέσα από την συμμαχία της παγκόσμιας εργατικής τάξης, πάνω στην πλατφόρμα της υπεράσπισης της ανθρωπότητας απέναντι στον κίνδυνο του πολέμου, της καταστροφής του περιβάλλοντος και του ανθρώπινου είδους όπως το ξέρουμε. Σημαίνει αυτό, την συγκρότηση από τις προοδευτικές πρωτοπορίες σε κάθε χώρα, στέρεων συμμαχιών με την εργατική τάξη και την υπεράσπιση πρώτιστα των δικών της συμφερόντων. Ανεξάρτητα, αν χρειαστεί, ακόμα και από αυτούς ή τους άλλους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς όπου έχει υπάγει την κάθε χώρα η εκάστοτε άρχουσα τάξη.

Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική τομή, όπου για να σπάσουν τα δεσμά του εκμεταλλευτικού συστήματος, πρέπει να σπάσουν πρώτα τα δεσμά της αλλοτρίωσης που αυτό γεννά, και από τα οποία είναι δηλητηριασμένες οι τάξεις που ιστορικά κάποτε χρεώθηκαν την αλλαγή. Ειδάλλως, θα θριαμβεύσει η άποψη ότι ”η λογική της πτώσης είναι ο πάτος”.

Γιατί σήμερα, πριν από όλα, βρίσκει την εμπειρική της απόδειξη ακόμη μία ιδεολογική θέση του Λένιν, διατυπωμένη κοντά 90 χρόνια τώρα, για τον πλήρη αλλοτριωμένο και αντιδραστικό χαρακτήρα της μικρομεσαίας τάξης, αλλά και των εργατών, στις πιο ανεπτυγμένες χώρες, μέσα στο καθεστώς της αναγκαστικά ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού.

Εξάλλου, όπως λακωνικά, αλλά περιεκτικά, σημείωνε και ο Μαρξ, «Ένας λαός που καταπιέζει τους άλλους δεν μπορεί να χειραφετηθεί».

του Ανδρέα Μπεντεβή από την ιστοσελίδα του ΕΑΜ

Απάντηση