Αντίο στο Γιάννη Μπανιά

του Στάθη Κουβελάκη  

Είναι πάρα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, όταν η απώλεια είναι τόσο πρόσφατη να μαζέψει κανείς τις σκέψεις του, με την ηρεμία και το καταστάλλαγμα που απαιτείται για κάτι τέτοιο. Ούτως ή άλλως η ιστορία της οποίας ο Γιάννης αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι μένει ακόμη να γραφτεί. Τα όσα ακολουθούν είναι απλά κάποιες πρώτες, και αναπόφευκτα πρόχειρες επισημάνσεις, που γράφτηκαν με βασικό κίνητρο την πεποίθηση ότι ο πιο αναγκαίος, και δύσκολος ίσως, φόρος τιμής σε έναν αγωνιστή είναι αυτός που γίνεται με πολιτικούς όρους. Αυτός που, με άλλα λόγια, προσπαθεί να τοποθετηθεί πέρα από την απόλυτα αναγκαία έκφραση της συγκίνησης και της οδύνης, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για κάποιον με την βαθειά ανθρωπιά και την ευγένεια του Γιάννη, που αφήνει πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Και όμως, η πολιτική είναι το στοιχείο που νοηματοδοτεί την όλη ζωή κάθε αγωνιστή, και τέτοια ακριβώς ήταν κατ’εξοχήν η ζωή του Γιάννη Μπανιά, η ζωή ενός ηγετικού στελέχους του αριστερού και του κομμουνιστικού μας κινήματος.

 

Το μακρόχρονο της θητείας και ο πλούτος της προσφοράς του στο κίνημα σημαίνουν ότι μια τέτοια διαδρομή δεν μπορεί εύκολα να συνοψιστεί. Επιπλέον πολλές κρίσιμες πτυχές της (π.χ. η προ- και αντι-δικτατορική του δράση ή η συμμετοχή του σε ευρύτερες ενδοαριστερές ζυμώσεις στη μεταπολίτευση) είναι ελάχιστα γνωστές στον γράφοντα.

 

Δε νομίζω όμως ότι αποτελεί υπερβολή να πούμε ότι η πιο κρίσιμη περίοδο αυτής της συνολικής πορείας, αυτή για την οποία θα κριθεί και θα συζητηθεί ιστορικά είναι εκείνη της θητείας του ως γραμματέας του ΚΚΕ εσωτερικού. Η εκλογή του ως γραμματέα, μετά την ασυνήθιστα ομαλή για τα δεδομένα ενός κομμουνιστικού κόμματος διαδοχή του «ιστορικού» ηγέτη Μπάμπη Δρακόπουλου, σηματοδότησε κάτι πολύ βαθύτερο από μια απλή «αλλαγή γενιάς». Για το ήδη βαρύτατα τραυματισμένο από διαδοχικές ήττες εγχείρημα της κομμουνιστικής ανανέωσης (με βασικούς σταθμούς την αποτυχία της Συμμαχίας, τη διάσπαση του Ρήγα και το οριακό αποτέλεσμα του 1981), η ανάδειξη του Γιάννη στη θέση του γραμματέα σήμαινε ότι οι ανακατατάξεις σε επίπεδο ηγεσίας άνοιγαν μια καινούργια δυνατότητα, που πολλοί είχαν θεωρήσει αδιανόητη: τη δυνατότητα ρήξης με την δεξιόστροφη πορεία που ακολούθησε το ανανεωτικό εγχείρημα που ξεκίνησε με τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, ειδικότερα μετά τις διαβόητες «διαδικασίες του 1972-73» που κατέληξαν στη διαμόρφωση του προηγούμενου ηγετικού πυρήνα (γύρω από τους Δρακόπουλο, Κύρκο και Φιλίνη). Μια δεξιόστροφη πορεία, που αναδείχθηκε με τη στάση της κομματικής ηγεσίας έναντι της φιλελευθεροποίησης Μαρκεζίνη, που σφραγίστηκε, μετά την πτώση της δικτατορίας, με την στρατηγική επιλογή της ΕΑΔΕ, και που αποτελεί την βασική αιτία των αποτυχιών που αναφέραμε προηγουμένως. Μια δεξιόστροφη πορεία που εξηγεί βέβαια την άνετη επικράτηση του ΚΚΕ εντός του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και που ταυτόχρονα αποτελεί αποφασιστικής σημασίας παράγοντα για την μετακύλιση του κύριου όγκου της μεταπολιτευτικής ριζοσπαστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας σε όφελος του ΠΑΣΟΚ.

Το ότι η γραμματεία Μπανιά αποτελούσε τομή σε αυτήν την πορεία δεν άργισε να γίνει ευρύτερα αντιληπτό. Οι πιο σαφείς ενδείξεις είναι, από τη μια, οι φυγόκεντρες τάσεις που απελευθέρωσε σε εσωκομματικό επίπεδο, από την άλλη η δυναμική που άρχισε να προκαλεί σε κομμάτια της αριστεράς που αναζητούσαν μια άλλη διέξοδο, σε εκείνη τη φάση της εμπέδωσης του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία και της μετατροπής του σε έλληνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης του συστήματος. Ετσι, από τη μια, η γραμματεία Μπανιά μετατρέπεται σε στόχο εντός του κόμματος όλων των δυνάμεων που είχαν κυριαρχίσει στην προηγούμενη φάση, και, έχοντας χρεοκοπήσει πολιτικά, αναζητούσαν μια ρεβάνς, ενώ από την άλλη βρίσκει στηρίγματα στα πιο δυναμικά του κομμάτια (στη νεολαία, στους συνδικαλιστές, σε μεγάλο κομμάτι του επιστημονικού δυναμικού). Με φόντο εντεινόμενες εσωτερικές αναταράξεις, η τροχιά που ξεκινάει το 1982 καταφέρνει να ανανεώσει το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου αριστερού ακροατήριου για φορέα της κομμουνιστικής ανανέωσης ως εστία αριστερής κριτικής και αντιπολίτευσης στην ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ, δίνοντας τα πρώτα πρακτικά δείγματα μιας άλλης πορείας. Η εκλογή τριμελούς γραμματείας (Κύρκος, Κουναλάκης, Μπανιας) και η επιτυχία του ΚΚΕ εσωτερικού στις ευρωεκλογές του 1984 απεικονίζουν τις δύο πτυχές αυτής της αντιφατικής και συγκρουσιακής διαδικασίας που καταλήγει, τρία χρόνια αργότερα, στη διάσπαση του κόμματος και, κατά τη γνώμη μου, στο κλείσιμο του ιστορικού κύκλου που άνοιξε η διάσπαση του 1968.

 

Η σύγκρουση που έγινε τότε, γύρω από το θέμα της «αποκομμουνιστικοποίησης» του ΚΚΕ εσωτερικού, στο όνομα της «ευρύτητας», αποτελούσε, όπως είναι πια σήμερα ολοφάνερο, προανάκρουσμα αλλά και εργαστήρι των διαδικασιών που θα διαπερνούσαν σε μια πολλαπλάσια διεθνώς κλίμακα δυνάμεις της κομμουνιστικής αριστεράς μόλις λίγα χρόνια αργότερο, με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Αυτό που παιζόταν, για να το πούμε με λίγα λόγια, γύρω από τη διατήρηση ή όχι του «Κ», την κομμουνιστική φυσιογωμία, δεν ήταν μια απλή ιστορική αναφορά, η διεκδίκιση μιας συνέχειας και, πολύ περισσότερο δεν ήταν, για να θυμηθούμε λίγο τη γλώσσα της εποχής, η υπόθεση της «αναβάθμισης» ενός κομματικού φορέα. Ηταν, όπως το είχαν καταλάβει με έναν βαθύτερο τρόπο, χωρίς ίσως πάντα να το εκφράζουν με τους πιο δόκιμους και συνειδητούς όρους, η ίδια η δυνατότητα μιας οργανωμένης αριστερής πολιτικής θεμελιακά ανταγωνιστικής προς το σύστημα και δεμένης με την προοπτική ενός σοσιαλισμού που είχε διδαχθεί από τις τραγωδίες του 20ου αιώνα. Ηταν η ίδια η σκέψη μιας νικηφόρας για τις υποτελείς τάξεις έκβασης της ταξικής πάλης, άρα η δυνατότητα της επανάστασης στις συνθήκες μιας οικονομικά και πολιτικά ανεπτυγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας.

Και εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, η βασική, η ανεκτίμητη συνεισφορά του Γιάννη, που αποτελεί την κορυφαία στιγμή της αγωνιστικής του διαδρομής: σίγουρα με αντιφάσεις, καθυστερήσεις και ελλείψεις, που έχουν εξ’άλλου και συλλογικό χαρακτήρα, αλλά ταυτόχρονα με μεγάλο σθένος, αποφασιστικότητα και υποδειγματική εντιμότητα, ο Γιάννης ηγήθηκε μιας σκληρής μάχης ενάντια στην “αποκομμουνιστικοποίηση”, ενάντια στις δυνάμεις που συμπαρέσυραν κατόπιν την ελληνική Αριστερά σε έναν από τις μεγαλύτερους κατήφορους της ιστορίας της και που συνέβαλαν αποφασιστικά στον αφοπλισμό της τη στιγμή της κατάρρευσης του “υπαρκτού”. Τη στιγμή ακριβώς που θα μπορούσε να τεθεί με εντελώς διαφορετικούς όρους το εγχείρημα μιας επαναστατικής ανανέωσης του κομμουνιστικού κινήματος.

 

Σήμερα, σε μια συγκυρία όπου οι δονήσεις που προκαλεί η κρίση του συστήματος, η επιστροφή των μαζών στο προσκήνιο των ιστορικών εξελίξεων και οι ζυμώσεις στο χώρο της ριζοσπαστικής σκέψης ξαναθέτουν, με νέους βέβαια όρους, το θέμα της επικαιρότητας του κομμουνισμού, είναι πιστεύω απόλυτα κρίσιμο να τονίσουμε την σημασία της παρακαταθήκης που αφήνει πίσω του ο Γιάννης. Να εξηγήσουμε και να μεταδώσουμε σε όσους δεν την πρόλαβαν ή δεν την γνώρισαν τον πρωτοπόρο χαρακτήρα αυτής της ιδεολογικής και πολιτικής μάχης, που χάθηκε τότε, αλλά που διατηρεί αμείωτο τη βαθύτερο νόημα της. Αυτόν τον αγώνα, τον αγώνα για τη νίκη της κομμουνιστικής προοπτικής που έχει διδαχθεί, και επιμένει να θέλει να διδαχθεί, από τις ήττες του παρελθόντος αποφασίζουμε εκ νέου να συνεχίσουμε!

 

Στάθης Κουβελάκης, Λονδίνο 29 Μάρτη 2012

Απάντηση