Οι «‘Αθικτοι» που κατάπιαν τον Artist
Μια γαλλική κωμωδία, οι «Άθικτοι», έρχεται δεύτερη στο ελληνικό box office μετά την «Οργή των Τιτάνων» -κι αυτό, στην εποχή της βαθιάς κρίσης και των multiplex, είναι είδηση, έστω και ελάσσονα
Η ταινία περιγράφει μια σχέση φιλίας που χτίζεται βαθμιαία ανάμεσα σε ένα τετραπληγικό εκατομμυριούχο, που ζει σε ένα μέγαρο στο κέντρο του Παρισιού, κι έναν μαύρο νέο με ποινικό μητρώο από τα banlieux, τα υποβαθμισμένα προάστια που είχαν εξεγερθεί το 2007. Ο πρώτος, ο Φιλίπ, είναι καλλιεργημένος, εκλεπτυσμένος, κομψότατος ακόμα και στο αναπηρικό αμαξίδιο, αφού έχει πολλούς ανθρώπους να τον υπηρετούν. Ο δεύτερος, ο Ντρις, είναι ψηλός, ρωμαλέος, χωρίς μόρφωση, αλλά και ευφυής, αυθόρμητος και με χιούμορ, «μάγκας με φλέβα αριστοκράτη», όπως θα έλεγε ο Βαμβακάρης.
Η πρώτη ύλη είναι αβανταδόρικη, ενώ η συνταγή είναι αθάνατη: δύο διαφορετικοί χαρακτήρες με διαφορετική κοινωνική προέλευση και ταξική θέση. Το μυστικό της επιτυχίας της ταινίας είναι ότι μια τραγική κατάσταση, η αναπηρία, έγινε κωμωδία. Από τη μια η «σοφία του δρόμου», από την άλλη η αστική φινέτσα αλλά και η πλήξη. (Πλήττουν οι αστοί; Oι προλετάριοι να δεις!)
Το περίεργο είναι ότι η συνταγή πιάνει. Ο Ντρις θυμίζει τον «ευγενή άγριο» του Ρουσό, χωρίς όμως να γίνεται καρικατούρα. Ο μάγκας δεν γοητεύει «όλα» τα παρισινά σαλόνια, αλλά γίνεται αποδεκτός από το στενό περιβάλλον του Φιλίπ του οποίου κερδίζει τον σεβασμό και την εκτίμηση.
Δυό κόσμοι χωριστά. Τους ενώνει όμως, έστω προσωρινά, το αμοιβαίο συμφέρον. Υλικό στην περίπτωση του Ντρις. Ο Φιλίπ αντλεί από τον Ντρις ό,τι η αναπηρία τού έχει στερήσει, τη χαρά της ζωής, τον ενθουσιασμό. Γιατί ο Ντρις έχει γράψει στα παπούτσια του την «πολιτική ορθότητα», είναι άμεσος, ωμός αλλά διαθέτει κάτι σπάνιο: βλέπει τον Φιλίπ χωρίς οίκτο, του φέρεται σαν ίσος προς ίσο. Από μια άποψη, είναι σαν μια «Αμελί» με 47 νούμερο αθλητικό παπούτσι.
Στη ζωή δεν συμβαίνουν αυτά, το ξέρουμε, παρόλο που η ταινία βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία. Όμως η ταινία σε πείθει, πολύ συχνά σε κάνει να γελάς, κάτι που σπανίζει στις μέρες μας. Εννοείται ότι οι ηθοποιοί είναι έξοχοι, οι διάλογοι έξυπνοι, το στόρι καθηλωτικό, με την έννοια ότι ο θεατής έχει διαρκώς αγωνία για το τι θα γίνει μετά, ποια θα είναι η εξέλιξη της ιστορίας.
Η ταινία δεν είναι πολιτική με τη στενή έννοια, όμως δεν αγνοεί το κοινωνικό, το πολιτικό υπόβαθρο. Δεν είναι ρεαλιστική και σκληρή όπως το εξαιρετικό «Μίσος» του Κασοβίτς, όμως δεν εξωραΐζει τη ζωή στα banlieux. Αντίθετα, δείχνει το αδιέξοδο, το γκρίζο, αλλά χωρίς γραφικότητες. H φλόγα της εξέγερσης έχει σβήσει, το τσιμέντο, η ανεργία, η φτώχεια σε πλακώνουν και οι συμμορίες είναι πανταχού παρούσες.
Με λίγα λόγια, μια ταινία που επιβεβαιώνει τη δύναμη του σινεμά ή μάλλον του κινηματογραφικού παραμυθιού.
«Ένα γέλιο θα σας θάψει»; Xλωμό το βλέπουμε. Όμως ένα γέλιο μπορεί, έστω προσωρινά, να θάψει τη μαυρίλα της κρίσης. Αν τη δείτε, δεν θα το μετανιώσετε και μην ξεχνάτε ότι την Πέμπτη, σε πολλούς κινηματογράφους, τα δύο εισιτήρια στοιχίζουν όσο το ένα, δηλ. 8,5 ευρώ.