Η συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και o εργατικός πολιτισμός

Mια άλλη ματιά για τις εργασίες της πρόσφατης συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.  Το κείμενο δεν στέκεται στα παράπονα για την κακή ακουστική της αίθουσας και το βουητό αλλά θίγει το θέμα το εργατικού πολιτισμού, καθώς και το θέμα της συμπεριφοράς η οποία μπορεί να εκφράζει κάθε άλλο παρά επαναστατικές νοοτροπίες.

του Μακη Γεωργιαδη

Η προσπάθεια να καταγραφούν σε λίγες γραμμές  ενός κειμένου το οποίο αποπειράται να προσεγγίσει εναλλακτικά τα γεγονότα  της δεύτερης πανελλαδικής συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το μόνο που διασφαλίζει με σιγουριά είναι η… διαφωνία! Γεγονός  απολύτως φυσιολογικό και ωφέλιμο  αν υποθέσουμε ότι η διαπάλη πολιτικών προτάσεων, σχεδίων  και θεωρητικών προσεγγίσεων που κατατέθηκαν σε δύο ημέρες συζήτησης  βοηθούν σε μια κατεύθυνση υπέρβασης και ποιοτικής αναβάθμισης  της πολιτικής λειτουργίας  ενός αντικαπιταλιστικού φορέα. Η αίσθηση ωστόσο που μου έμεινε έπειτα από ένα διήμερο πυκνών διεργασιών ήταν μια αντιφατική εναλλαγή συναισθημάτων και σκέψεων. Αφενός η διαδικασία απέδειξε ότι είναι εφικτή μια αντιπαράθεση αρχών, ιδεών και προγραμμάτων, από την άλλη ότι παραμένει ζητούμενο. Στον αστερισμό του ευκταίου. Η σύγκρουση του εφικτού και του ευκταίου  ίσως  να είναι  συστατικό στοιχείο, προϋπόθεση  της λειτουργίας ενός μεταβατικού φορέα όπως είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.  Συνεπώς υπό το πρίσμα των μονομερειών, των αγκυλώσεων και  των προκαταλήψεων που κουβαλάει ο καθένας μας και όλοι μαζί συλλογικά, η παραπάνω διαπίστωση πιστεύω ότι εντάσσεται στα θετικά της διαδικασίας τα οποία  ασφαλώς και δεν χρειάζεται να  ποσοτικοποιηθούν. Να μπουν στη ζυγαριά αν ήταν περισσότερα από τα αρνητικά. Το ζήτημα παραμένει πώς αξιοποιούνται και οι δύο πλευρές για την πρόοδο ενός εγχειρήματος το οποίο εξ αρχής έχει γεννήσει ελπίδες  στον κόσμο της Αριστεράς αλλά το κυριότερο σε ευρύτερες μάζες εργαζομένων και καταπιεσμένων από τη σύγχρονη βαρβαρότητα.

Τα ανησυχητικά σημάδια ξεκινούν, κατά την υποκειμενική πάντα εκτίμηση του γράφοντος, από μια σημαντική έλλειψη που αποτυπώνεται αφενός στις θέσεις, την εισήγηση προς το σώμα  και την πολιτική  αππόφαση και επιβεβαιώθηκαν από τη συμπεριφορά  εντός και εκτός  του συνεδριακού χώρου. Η  έλλειψη  αυτή  συνδέεται άμεσα και με την ποιότητα της δημοκρατίας  μας, είναι ο πολιτισμός. Ξεχνάμε  φαίνεται και μάλιστα με εκκωφαντικό τρόπο ότι η θεωρητική επάρκεια, η πρωτοπορία σε πολιτικό και κινηματικό επίπεδο είναι αναγκαίες μεν συνθήκες για την ανατροπή  των υφιστάμενων συσχετισμών αλλά  όχι και αυτοτελώς ικανές εάν δεν συμβαδίζουν με την  απαραίτητη πολιτισμική υπέρβαση. Ψιλά γράμματα; Ίσως. Παρατηρώντας μια πορεία δεκαετιών  σε όλες τις εκφάνσεις της Αριστεράς, η κυρίαρχη εντύπωση που αποκομίζει κανείς είναι ότι ο πολιτισμός αποτέλεσε  ένα απαραίτητο διακοσμητικό συμπλήρωμα της πολιτικής απισπασμένο όμως και όχι οργανικά ενταγμένο στην ουσία της δεύτερης. Καταλήξαμε έτσι όλοι να πιστεύουμε ότι ο πολιτισμός εξαντλείται στα κάθε είδους κομματικά  φεστιβάλ και στις θέσεις  των ψηφοδελτίων επικρατείας  που φυλάσσονται για προβεβλημένους καλλιτέχνες.  Όταν όμως λέμε πολιτισμό και μάλιστα εργατικό, δεν εννοούμε ακριβώς αυτό, έστω κι αν αποδεχτούμε ότι είναι θεμιτό. Πολιτισμός είναι  η καθημερινή συμπεριφορά όπου αναδεικνύονται οι δυνατότητες και τα όρια μας, εκεί, μέσα στην πεζότητα της καθημερινής τριβής μεταξύ ημών και αλλήλων. Από αυτήν την άποψη, ίσως παύει να έχει ουσιαστικό νόημα μια τυπική αναφορά  σε θέσεις και αποφάσεις στο ζήτημα της ανάπτυξης και της προαγωγής ενός επαναστατικού πολιτισμού ως συστατικού στοιχείου  της κάθε καθημερινής και κάθε κομματικής ζωής. Όπως παύει να έχει ουσιαστική αξία η αναφορά ως  απαραίτητο συμπλήρωμα ή καρύκευμα σε ζητήματα όπως  το γυναικείο ή το οικολογικό τα οποία συνδέονται άμεσα και με την πολιτική και με τον πολιτισμό.

Η καθημερινότητα της αλλοτρίωσης  είναι ασφαλώς δύσκολο να κατανικηθεί. Μια πλαστή εικόνα  επιτηδευμένης «επαναστατικής» ευπρέπειας και πειθαρχίας θα ήταν εξίσου προβληματική με την εικόνα του Σαββάτου όταν το πολύβουο ανθρώπινο μελίσσι που γυρόφερνε  ασύστολα κατά μήκος και κατά πλάτος της αίθουσας  καθιστούσε αδύνατη την παρακολούθηση των ομιλητών από όσους πραγματικά ήθελαν να ακούσουν τις τοποθετήσεις.  Η εικόνα που σχημάτιζε κανείς, και πολύ φοβάμαι πως δεν είναι λαθεμένη,  ήταν πως  η διαδικασία του Σαββάτου για πολλούς από τους  συνέδρους δεν ήταν τίποτε περισσότερο από τα προεόρτια και την προετοιμασία μιας ακόμη  μάχης και εκλογικής αναμέτρησης αλλά αυτή τη φορά εντός  των τειχών ενός δυνάμει πολιτικού μετώπου. Έδινε την αίσθηση πως οι περισσότεροι  δεν ήταν εκεί για να συμβάλλουν με την εμπειρία και τις γνώσεις τους σε μια ουσιαστική πολιτική διαδικασία, αλλά  παρευρίσκονταν παρόντες ως δυνάμει χειροκροτητές και «σταυροφόροι»  συνεχών ψηφοφοριών και μαχών για κάποια λίστα. Γνωρίζοντες  εκ των προτέρων θαρρείς το τι θα έλεγε κάθε ομιλητής.  Η θορυβώδης εικόνα του χάους διακόπηκε μόνο κατά την τοποθέτηση του Γιώργου Ρούση.  Αίφνης απόλυτη ησυχία. Τέτοια που έκανε τον ούτως ή άλλως αξιοσέβαστο  σύντροφο να παρατηρήσει πως δεν θέλει «ιδιαίτερη  μεταχείριση! Αν φτάνουμε στο σημείο να θεωρούμε «ιδιαίτερη μεταχείριση» το αυτονόητο δικαίωμα κάθε συντρόφου να αναπτύξει   με στοιχειώδη ηρεμία την  σκέψη του αλλά και το δικαίωμα  κάθε συντρόφου να ακούει χωρίς  παρεμβολές και θορύβους  τις  σκέψεις των άλλων είναι γεγονός που δεν περιποιεί τιμή σε κανέναν. Το γεγονός ότι  αυτοβούλως και άμεσα επικράτησε ησυχία την ώρα της τοποθέτησης   ενός τόσο αξιόλογου και σημαντικού ομιλητή, αποδεικνύει  πως, όταν το θέλουμε, υπάρχει η δυνατότητα και η ικανότητα  της υπέρβασης των ίδιων μας των ελαττωμάτων, όταν όμως  είναι αυτή  η συμπεριφορά ταυτοχρόνως μια παρένθεση,  ξαναγυρνάμε με τρόπο εμφαντικό  σε  διαπιστώσεις που προκαλούν μεγάλο προβληματισμό για ένα μεγαλεπήβολο εγχείρημα το οποίο, τουλάχιστον ως προς αυτό υπάρχει ομοφωνία,  προκύπτει και ως αναγκαιότητα της εποχής μας. Δεν είναι επαναστατικός πολιτισμός οι παράλληλοι μονόλογοι που υποκαθιστούν το διάλογο. Δεν προάγει το εγχείρημα η αντιπαράθεση με όρους τηλεοπτικού πάνελ του χειρίστου είδους  η οποία στο τέλος αφήνει την εντύπωση  διατήρησης και διαχείρισης ενός «γάμου συμφέροντός» υπό τη σκέπη του, εκλογικού κυρίω, brand  name  της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.  Όταν  η διαπίστωση πολλών  συμμετεχόντων ήταν στα πηγαδάκια  πως δεν γίνεται να πάμε μακριά  μόνο με την αντίληψη ότι  «δεν έχουμε κάτι καλύτερο», είναι σίγουρο ότι πρέπει να προβληματιστούμε. Πρέπει να προβληματιστούμε με την ευκολία που χωριζόμαστε σχεδόν αυτόματα και αντανακλαστικά σε στρατόπεδα  τα οποία θύμιζαν πανσπουδαστικά συνέδρια. Όπου  οι μεν χειροκροτούσαν την απόρριψη από το σώμα της  τροποποίησης ή της προσθήκης των δε και το ανάποδο  να επαναλαμβάνεται με ζέση λες κι ο καθένας ήθελε να διατηρήσει ανέπαφη τη δική του ομοούσια και αδιαίρετη αλήθεια εντός κάποιου κομματικού κιβωτίου.  Δεν είναι συμβατό με την  επαναστατική αντίληψη, της όποιας απόχρωσης, να γίνεται συζήτηση επί δύο μέρες όπου να καταγγέλλεται ο κυβερνητισμός, η αλαζονεία  και το όνειδος της αστικής δημοκρατίας, να κατακεραυνώνεται ο κοινοβουλευτισμός, να αποθεώνεται  η εσωτερική δημοκρατία, η συμμετοχή, η ίδια η απλή αναλογική και η αντιπροσωπευτικότητα και όλα αυτά να καταλήγουν σε μια αποστέωση της αστικής κοινοβουλευτικής αντίληψης. Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί  η  μάχη των σταυρών, η μάχη των λιστών και των μηχανισμών όλων ανεξαιρέτως των  πολιτικών φορέων  που επιβεβαιώνουν δυστυχώς ότι ο δρόμος που ακολουθούμε είναι η πεπατημένη; Ότι έχουμε μάθει κι έχουμε αντιγράψει ή μας έχει εμποτίσει  συνειδητά και ασυνείδητα από τα κοινοβουλευτικά κόμματα.  Αν κάτι δείχνουν όλα αυτά δεν είναι απλώς η έλλειψη  της  απαραίτητης πολιτικής και ιδεολογικής προσέγγισης που μπορεί να οδηγήσει σε βαθύτερη ενοποίηση. Αποδεικνύει ότι έχουμε έλλειμμα εμπιστοσύνης. Ο ένας απέναντι στον άλλον. Επιβεβαιώνει  κατά κάποιο τρόπο την εκδοχή  περί «γάμου συμφέροντος».  Επιβεβαιώνει με ανάγλυφο τρόπο τη ρεαλιστική διαπίστωση ενός  συντρόφου ότι «στη Δεξιά σημασία έχει ο αρχηγός, στην Αριστερά σημασία έχουν οι ψηφοφορίες», αν και κατά κάποιο τρόπο  και ο ΣΥΡΙΖΑ  μετασχηματίζεται σε αρχηγικό κόμμα.

Είναι ίσως η μοναδική φορά που μετείχα σε τέτοιου τύπου διαδικασία  και δεν υπήρξε  ούτε ένα περιστατικό χιουμοριστικής διάθεσης.  Μια στιγμή που να γελάσει ο κόσμος είτε  με διάθεση αυτοσαρκασμού είτε  λόγω  κάποιου ευφυολογήματος.  Η ιστορία έχει αποδείξει ότι ακόμη και στις πιο τραγικές στιγμές του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος υπήρξαν στιγμές  χαράς και ευθυμίας. Αυτοσαρκασμού  και κάποιας χαλαρότητας. Αν όλα τα υπόλοιπα  υπάρχει δυνατότητα να διορθωθούν , πρέπει να  γνωρίζουμε ότι  κανένα επαναστατικό εγχείρημα δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς χαμόγελο.  Όλα αυτά δεν τα γράφει κάποιος που διεκδικεί το ρόλο του τιμητή. Πως θα μπορούσε να γίνει αυτό άλλωστε από τη στιγμή που και ο υποφαινόμενος συμμετείχε  σε όλα τα στραβά  και λαθεμένα που αναφέρθηκαν και μάλιστα εκουσίως.  Διότι κανένας απρόσωπος μηχανισμός δεν έχει τη δυνατότητα να σε υποχρεώσει σε πράξεις τις οποίες  εσύ ο ίδιος δεν αποδέχεσαι. Έστω ως αναγκαίο κακό. Αυτό όμως δεν αφαιρεί το δικαίωμα κριτικής και πρωτίστως αυτοκριτικής  αν όντως έχουμε το άγχος και την προσμονή μιας νέας εποχής  στην οποία η απελευθέρωση της εργατικής τάξης και της κοινωνίας από τα δεσμά της εκμετάλλευσης θα είναι πραγματικότητα και όχι ουτοπία.  Ίσως πολλοί να διαφωνήσουν με τα όσα ανέφερα. Μετέφερα όμως την υποκειμενική μου αλήθεια η οποία σε μεγάλο βαθμό πιστεύω ότι αντανακλά την αντικειμενική  πραγματικότητα του διημέρου. Για το λόγο αυτό σκοπίμως δεν αναφέρθηκα στα ζητήματα  της αντιπαράθεσης όπου όντως ο καθένας τα  βλέπει υπό το δικό του πρίσμα το οποίο φιλτράρεται από την πολιτική αντίληψη που αναπτύσσει εντός συγκεκριμένου πολιτικού φορέα. Η πάλη με την καθημερινότητα, η μάχη με την αλλοτρίωση που αντιμετωπίζουμε ήδη από τη γέννησή μας και η υπέρβαση των αδυναμιών σε όλα τα μικρά αλλά ουσιαστικά επίπεδα που μας αφορούν  όπως κι αυτά που αναφέρθηκαν, αποδεικνύεται ότι είναι εξίσου σημαντικά με τα μεγάλα πολιτικά  επίδικα ζητήματα.  Ίσως μάλιστα η υπέρβασή τους είναι απαραίτητο να αρχίσει ήδη από  αυτήν την κοινωνία και όχι να μετατίθεται  στο επαναστατικό μας μέλλον. Δεν ξέρω αν θα πρέπει να αισιοδοξούμε. Ξέρω όμως  ότι αν δεν το επιχειρήσουμε, στο τέλος δεν  θα υπάρχει κανένα περιθώριο αισιοδοξίας. Γι αυτό ας τολμήσουμε μαζί με όλα τα άλλα και τη δική μας υπέρβαση.

 

 

Απάντηση