Π.Φραντζής για την αισθητική και τη δημοσιογραφία του μέλλοντός μας

Τα μπλογκ δεν λένε πάντα την αλήθεια

… αλλά από κάπου το έμαθαν αυτό. Γιατί υπήρξε μια εποχή που δεν μπορούσε ο καθένας να ιδρύσει ένα μέσο ενημέρωσης, να εκβιάσει, να σπιλώσει, να κάνει την πλάκα του, να πεθάνει πριν την ώρα του έναν συγγραφέα, να ταΐσει το συλλογικό φαντασιακό ματαίωση και μίσος.

«Πώς τα blogs “αυτοκτόνησαν” τον Χωμενίδη», αυτός ήταν ο τίτλος που έδωσε η εφημερίδα «Έθνος» σε δημοσίευμα σχετικό με την υποτιθέμενη αυτοχειρία του συγγραφέα που διαδόθηκε σε αμφιβόλου εγκυρότητας ιστοσελίδες λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Μάθαμε λοιπόν από το ολοζώντανο θύμα της απάτης πως ήταν πράγματι στενοχωρημένος «γιατί δεχόταν απειλές μέσα από τις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης που χρησιμοποιούσε» και πως στοχοποιήθηκε από κάποιους για τις απόψεις που είχε εκφράσει σχετικά με τις εκδηλώσεις στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.

Αντί την επόμενη μέρα να διαβάσουμε ότι το θέμα αντιμετωπίζεται από τη Δικαιοσύνη βάσει της κοινής νομοθεσίας για τα ΜΜΕ ή από την Υπηρεσία δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος και πως αποδίδονται ευθύνες τόσο για την αρχική ανάρτηση της ψευδούς είδησης όσο και για την αναπαραγωγή της, η συζήτηση γινόταν για την ασυδοσία των μπλογκ και το δαίμονα της ανωνυμίας. Ξέρουμε ότι η Γκουγκλ αξιοποιεί στο έπακρο τις νέες τεχνολογίες για να καταγράψει τη δραστηριότητα των χρηστών που επισκέπτονται συγκεκριμένες ιστοσελίδες και να τοποθετήσει στο διάβα τους έξυπνες διαφημίσεις. Δεν βρέθηκε όμως ούτε ένας έξυπνος συντάκτης να διασταυρώσει την είδηση πριν πατήσει το κουμπί της δημοσίευσης στο «Πρώτο Θέμα», που είναι μια συμβατική μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα και όχι ένα ανώνυμο μπλογκ;

Επιπλέον κανείς στον Τύπο δεν είδαμε να εξετάσει το θέμα από μια σκοπιά αυτοκριτικής και επανεξέτασης του ρόλου της δημοσιογραφίας και της δεοντολογίας του επαγγέλματος στην εποχή της ταχύτητας και της ευκολίας μετάδοσης γεγονότων ή ψεμάτων. Αντίθετα λειτούργησε ως αφορμή για να τεθεί από συγκεκριμένους θύλακες των καθεστωτικών μέσων ξανά το «πρόβλημα» των μπλογκ. Αλήθεια πρέπει να περιμένουμε κάποιου είδους παρέμβαση από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή που είχε συσταθεί το περασμένο καλοκαίρι για το θέμα της ταυτοποίησης των διαχειριστών ιστολογίων και της διεύρυνσης του καταλόγου των εγκλημάτων για τα οποία θα επιτρέπεται η άρση του απορρήτου;

«Η παραπληροφόρηση σε συνδυασμό με οχετό ύβρεων, απειλών και συκοφαντιών δημιουργεί ένα θανατηφόρο μείγμα, το οποίο ως μόνο στόχο έχει το ξέσπασμα μιας θεότυφλης βίας. Κάποια στιγμή πρέπει να μπει μια τάξη στη ζούγκλα του ελληνικού Internet», τόνισε σε σημείωμά του στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (23/12) ο συγγραφέας Θανάσης Χειμωνάς, κάνοντας ένα τεράστιο φάουλ. Όχι στην παραπάνω φράση αλλά στην αμέσως επόμενη παράγραφο, όπου, για να ενισχύσει το επιχείρημα περί αναξιοπιστίας των διαδικτυακών μέσων, γράφει πως οι αναφορές για παιδιά που λιποθυμούν στα σχολεία από ασιτία είναι «μελοδραματικά ψεματάκια». Εδώ από το έγκυρο βήμα και την ισχύ νομιμοποίησης μιας ιστορικής εφημερίδας προβαίνει στην ακύρωση μιας ελεγμένης είδησης. Ο ίδιος λοιπόν διαπράττει το ατόπημα της παραπληροφόρησης από την ανάποδη, πληροφορώντας τους σοβαρούς αναγνώστες ότι δεν λιποθύμησε κανένα παιδάκι από την πείνα και τα μέσα που ασχολήθηκαν ανήκουν στη χορεία των ανυπόληπτων μπλογκ.

Τα αναξιόπιστα μέσα, έντυπα ή ηλεκτρονικά δεν έχει σημασία, αυτά που διαπιστωμένα έχουν δημοσιεύσει ψευδείς ή παραποιημένες ειδήσεις και ρεπορτάζ, είναι αρκετά. Ακόμα περισσότερα είναι βέβαια εκείνα που αποσιωπούν απόψεις της πραγματικότητας. Είναι υπεραπλούστευση και εντελώς λάθος διαπίστωση ότι ένα ιστολόγιο από τη φύση του είναι πιο κοντά στην αλήθεια. Γιατί είναι κατεξοχήν χώρος προσωπικής έκφρασης, χώρος ενός επιθυμητού και αναγκαίου υποκειμενισμού. Αν ήθελε να βρει κανείς στα μπλογκ την αλήθεια, θα έπρεπε να ψάξει προσεκτικά σε μικρής κλίμακας συλλογικές προσπάθειες, ή σε σοβαρά προσωπικά ιστολόγια, με τη διάθεση να διασταυρώσει πληροφορίες, να ελέγξει πηγές για την αξιοπιστία τους. Μια δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία στην οποία όμως όλο και περισσότεροι χρήστες του σκεπτόμενου διαδικτύου εξασκούνται. Το αν θα καταφέρουν να διαμορφώσουν έναν σοβαρό, υπολογίσιμο πόλο, μένει να αποδειχθεί.

Όμως ένας μέσος χρήστης που απλώς κάνει μια βόλτα σε πέντε έξι ιστοσελίδες κάθε μέρα δεν έχει το χρόνο και τη διάθεση να ψάξει εξαντλητικά όλη αυτή την πληροφορία. Για αυτόν τον καταναλωτή επί της ουσίας εικόνων και ειδήσεων γίνεται ο καυγάς και βλέπουμε να στήνονται ολοένα και περισσότερα ενημερωτικά σάιτ και «μπλογκ» – πρωτίστως από τα ίδια τα αφεντικά της πληροφορίας στον εκτός διαδικτύου κόσμου. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει διαμάχη δημοσιογράφων και μπλόγκερ. Υπάρχει όμως ένας ανταγωνισμός για την ιδιοκτησία της επιρροής των πολιτών και της καθοδήγησής τους. Μπορεί όντως να βρίσκουμε στο διαδίκτυο πράγματα που αλλού δεν υπάρχουν, αυτό όμως που επικρατεί και εκεί είναι το ίδιο μιντιακό κατεστημένο. Από εκεί μεταφέρονται τα κίτρινα χρώματα και ήθη στο αγαθό παράλληλο σύμπαν του διαδικτύου, βρίσκοντας εν συνεχεία τους ανάλογους μιμητές.

Οι ζούγκλες αποτελούν έναν εύκολο στόχο κριτικής, καθώς προσφέρονται για αισθητική αποδοκιμασία. Το αισθητικό κριτήριο είναι πολύ διαδεδομένο σε μια νέα γενιά πλήρως μορφωμένη ηλεκτρονικά που θέλει να δοκιμάσει καινούργια πράγματα. Για αυτούς τους ανθρώπους, που είναι πολύ δραστήριοι στα κοινωνικά μέσα, «αντίπαλος» δεν είναι μόνο το MEGA – που κατά καιρούς το έχουν κολλήσει στον τοίχο με την αποδοκιμασία και το χιούμορ τους, ένα χιούμορ που διαμορφώνεται σε πραγματικό χρόνο από κοινού και για αυτό είναι σκάλες ανώτερο από τις ατάκες και του πιο ξεκαρδιστικού μπλογκ.  Μπορούν να διακρίνουν συγγένειες και επιρροές ανάμεσα σε παραδοσιακά και «νέα» μέσα.

Ένας από τους οδηγούς αξιοπιστίας μπορεί να είναι ο διαφημιστικός δείκτης. Ανοίγουμε τυχαία τη σελίδα του zougla.gr και πέφτουμε πάνω σε διαφημίσεις από τράπεζες: «Alpha υγεία για όλους». «Εθνική Τράπεζα». Αλλά και Προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας. Διαφήμιση της Εθνικής Τράπεζας έχει και η ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα». Όπως επίσης και της Τράπεζας Πειραιώς, της Vodafone, της Marfin Egnatia Bank. Πώς επηρεάζει αυτό την ειδησεογραφική εικόνα της σελίδας; Από τα επτά θέματα που εναλλάσσονται στο πρωτοσέλιδο στις 21 Δεκεμβρίου, τα δύο αφορούν εγκλήματα και το ένα φωτογράφηση εσωρούχων γνωστού μοντέλου.

Στο Facebook πριν από μερικούς μήνες φτιάχτηκε μία σελίδα που γρήγορα συγκέντρωσε μερικές δεκάδες χιλιάδες χρήστες. Ο τίτλος της ήταν πιασάρικος και μέσα στο αγωνιστικό κλίμα των ημερών: «Δεν πληρώνω». Η αισθητική της όμως ξένιζε τον προσεκτικό αναγνώστη, καθώς υπήρχε κάτι φτιαχτό στις εικόνες και στα μηνύματα του τοίχου. Ενώ θα περίμενε κανείς πάντως να βρει στον συγκεκριμένο χώρο ανακοινώσεις για την άρνηση πληρωμής των έκτακτων φόρων και των χαρατσιών που επέβαλε η προηγούμενη κυβέρνηση, στην πορεία αποδείχθηκε ότι η σελίδα δεν ήταν παρά ένας καλυμμένος προαγωγός για ηλεκτρονικές αναρτήσεις προερχόμενες από το on-news.gr και άλλα κοσμήματα του διαδικτύου η εμφάνιση των οποίων παραπέμπει στο αλήστου μνήμης troktiko.

Η σύνδεση μιας γκρίζας πολιτικής συνθηματολογίας, που δεν έχει καμία σχέση με τις συλλογικές οργανώσεις του μαζικού κινήματος, με αυτές τις σελίδες μάλλον δεν αποτελεί επιλογή ευκαιρίας. Τι ανακυκλώνουν αυτές οι σελίδες; Θέματα ροζ, κίτρινα, μυστήρια, σκανδαλιστικά, ηδονοθηρικά, και αναπαράγουν την πολιτική σαν σχέση διαμάχης ατόμων εναντίον ατόμων. «Ασιατική αεροπορική εταιρία με τρανσέξουαλ αεροσυνοδούς» από τη μία. «Πόσα έκλεψε ο τάδε βουλευτής», από την άλλη. «Είναι η μορφή του Ιησού αποτυπωμένη στην Ιερά Σινδόνη;» αλλά και «Σκότωσε την αδερφή του γιατί εκδιδόταν». Σεντόνια ανερμάτιστης γραφής, κομματάκια προς άμεση κατανάλωση που παριστάνουν τις ειδήσεις. Αυτή η ενημέρωση που εθίζει, παράγει όντως μίσος, τυφλή βία, σεξισμό, στρεβλή συνείδηση. Η προέκτασή της είναι μια πολιτική ηθική που εκφράζεται με ξυλοδαρμούς και απολιτικές κραυγές όπως «300 κρεμάλες», «λαμόγια πολιτικοί», κλπ.

Στην πραγματικότητα αυτές οι πένες, και όταν «πληροφορούν» και όταν συνθηματολογούν και όταν αστειεύονται, συμπληρώνουν την καθεστωτική αντίληψη για την ενημέρωση, που υποτιμά τη νοημοσύνη των πολιτών, θεωρώντας τους ζώα έτοιμα να χάψουν το πιο χονδροειδές ψέμα. Προσφέρουν τροφή στο ταπεινό και ματαιωμένο λαϊκό φαντασιακό που ζητά εκδίκηση και τιμωρία, αποπομπή και τουφεκισμό, και στο βάθος ένα βαρύ χέρι κυβερνητικό, που θα εξαντλήσει την αυστηρότητά του σε διεφθαρμένους πολιτικούς – αφήνοντας στο απυρόβλητο τις αιτίες που γεννούν τη διαφθορά. Αυτό το σχήμα δούλευε ακατάπαυστα το καλοκαίρι που μας πέρασε, από πολλά κακέκτυπα του τρωκτικού και δεκάδες ιστοσελίδες φθηνών πατριωτικών τόνων.

Ένα περιφραγμένο διαδίκτυο δεν θα είναι διαδίκτυο. Αλλά και η ελευθερία του είναι μάλλον σχηματική, καθώς εξυπηρετεί πρωτίστως τους ισχυρούς παίκτες και τους επιτήδειους. Για να ξεμπερδεύουμε με όλους αυτούς και να επικρατήσει ένα γενικό ήθος αντίστοιχο του εργαζόμενου κοινωνικού ανθρώπου, του μοναδικού φορέα της προόδου στην εποχή μας, χρειαζόμαστε περισσότερα και καλύτερα ιστολόγια, όπως χρειαζόμαστε περισσότερες και καλύτερες εφημερίδες και περιοδικά. Επειδή όμως η ελεύθερη αγορά δεν μπορεί να ρυθμίσει και τη χειραφέτησή μας, απαιτείται εκείνο το άλμα, που έλεγε ο Ελύτης, το πιο γρήγορο από τη φθορά.

του Παναγιώτη Φραντζή

Αναδημοσίευση από το δεύτερο τεύχος του περιοδικού unfollow

Απάντηση