Απογοήτευσαν οι RHCP
Οι Red Hot Chili Peppers (RHCP) που κατάφεραν να πείσουν δεκάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας να πληρώσουν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για να τους απολαύσουν από κοντά στο –σχεδόν γεμάτο– Ολυμπιακό Στάδιο, δεν είναι ούτε τυχαίοι, ούτε ατάλαντοι. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 που δημιουργήθηκαν, υπήρξαν πρωτοπόροι και «φαινόμενο» για τα δεδομένα της αμερικανικής ανεξάρτητης μουσικής σκηνής, καταφέρνοντας να παντρέψουν με ιδιαίτερα εύπεπτο και δροσιστικό τρόπο τη ροκ μουσική, με τη φανκ και τη ραπ. Το «πάρτι» συγκρότημα ωστόσο που δεν έπαιρνε τον εαυτό του εντελώς στα σοβαρά μεταμορφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μετά την έλευση του ιδιαίτερα ταλαντούχου κιθαρίστα Τζον Φρουσιάντε, διαμορφώνοντας τον ήχο με τον οποίο είναι διάσημοι σήμερα. Ακόμα και όσοι τους προσπερνούν ως υπερεκτιμημένους, ηδονιστές, εμπορικούς και επιφανειακούς, παραδέχονται ότι οι μελωδίες τους είναι εθιστικές και πιασάρικες. Είναι χαρακτηριστικό πάντως ότι ενώ η καριέρα του συγκροτήματος μετρά τρεις δεκαετίες, η «ανεξάρτητη» περίοδός τους έχει αποκλειστεί από το ζωντανό τους πρόγραμμα. Οι μάζες έμαθαν τους RHCP μέσα από το «άσμα» Under the Bridge με τους σπαραχτικούς στίχους και τη μελαγχολική μελωδία. Ακολούθησε σχεδόν μια δεκαετία αναζήτησης μουσικής ταυτότητας, μετά την αποχώρηση του Φρουσιάντε και τους αποτυχημένους πειραματισμούς με τον κιθαρίστα Ντέιβ Ναβάρο των «θρυλικών» Jane’s Addiction. Το συγκρότημα επανήλθε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 με τον πρώτο σε πωλήσεις δίσκο της καριέρας τους, το Californication (μετά την επιστροφή του Φρουσιάντε), τον οποίο ακολούθησαν δύο ακόμα εξαιρετικά καλοπουλημένοι δίσκοι. Το 2012 βρίσκει τους 50άρηδες πλέον RHCP σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη καμπή. Από τη μια μπήκαν στο πολυθρύλητο Rock Hall of Fame, μια μεγάλη αναγνώριση η οποία δεν έχει γίνει ακόμα σε πολύ πιο επιδραστικές και σημαντικές μπάντες (Smiths, Joy Division και Roxy Music μεταξύ άλλων). Από την άλλη ο τελευταίος δίσκος των Peppers, I’m with you, με το νέο τους κιθαρίστα Τζος Κλινγκχόφερ, δεν κατάφερε να συγκινήσει στο ελάχιστο το κοινό και αποτελεί τη μεγαλύτερη δισκογραφική αποτυχία των τελευταίων δύο δεκαετιών για τους Peppers, καλλιτεχνικά και εμπορικά. Τα τραγούδια στο άλμπουμ θυμίζουν ένα κάπως πιο αργόσυρτο και ξενέρωτο αναμάσημα των πιο γνωστών μουσικών στιγμών του παρελθόντος, με την παραγωγή να επισκιάζει τις συνθέσεις και το τελικό προϊόν να μοιάζει να έχει βγει από τον αυτόματο πιλότο.
Η Αθήνα δεν αντέδρασε καθόλου θερμά στα πέντε νέα τραγούδια που το συγκρότημα έπαιξε από το νέο τους άλμπουμ. Στο youtube οι Έλληνες χρήστες του διαδικτύου κατάφεραν να πλημμυρίσουν τα σχόλια σε όλα τα βίντεο του συγκροτήματος. Στην αρένα όμως, το φημισμένο για την εκδηλωτικότητά του αθηναϊκό κοινό στη μεγάλη πλειονότητα δεν έδειξε ανάλογο ενθουσιασμό για τα περισσότερα τραγούδια που το συγκρότημα παρουσίασε, με εξαίρεση τις μεγάλες τους επιτυχίες. Γι’ αυτό η ευθύνη δεν βαραίνει τον νέο τους κιθαρίστα, ο οποίος είναι και βιρτουόζος και επαγγελματίας. Το κύριο ζήτημα δεν ήταν ούτε τα υπαρκτά –και πολύ έντονα σε κάποια σημεία– προβλήματα με τον ήχο και γενικότερα με τη διοργάνωση της συναυλίας. Το κύριο μειονέκτημα ήταν ότι το κοινό έμοιαζε να περιμένει κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που το συγκρότημα ήταν σε θέση να παραδώσει, με τους περισσότερους θεατές να μη δείχνουν να αναγνωρίζουν τα περισσότερα τραγούδια, ενώ ο τραγουδιστής του συγκροτήματος, Άντονι Κίντις, ήταν στον κόσμο του και δεν είχε καμία επαφή με το κοινό στο οποίο απευθύνθηκε μόνο στο τέλος της βραδιάς. O εύκολος χαρακτηρισμός «αρπαχτή» που ακούστηκε από τα χείλη αρκετών για τη συναυλία αποτελεί απλώς τη μια όψη του νομίσματος, καθώς οι RHCP παρουσίασαν το πρόγραμμά τους με τον ίδιο επαγγελματισμό που θα έκαναν σε κάθε άλλη πόλη, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να ξεφύγουν από την αίσθηση ότι ο χαρακτήρας του σόου ήταν τελικά διεκπεραιωτικός.