«Αλήτες – Ρουφιάνοι…»: Ενός συνθήματος, μύρια έπονται
Πότε ακριβώς πρωτακούστηκε το «αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι»;
Οι μαρτυρίες αποκλίνουν. «Το πρωτάκουσα το Νοέμβρη του 1995, λίγες μέρες πριν την επέτειο του Πολυτεχνείου, σε φοιτητική πορεία», επιμένει συνάδελφος με μνήμη ελέφαντα. «Κάποιοι είχαν επιτεθεί σε έναν φωτορεπόρτερ, ένα μπλοκ φοιτητών τον προστάτευσε, αμέσως μετά oι ίδιοι φοιτητές φώναξαν «Αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι»». Ο Νοέμβριος του 1995, ο μήνας της ομαδικής σύλληψης των «πεντακοσίων» (για την ακρίβεια των 504) καταληψιών του Πολυτεχνείου, μπορεί να μην ήταν απαραίτητα η πρώτη φορά που καταγράφηκε δημοσίως το συγκεκριμένο σύνθημα. Ομως εκείνη τη χρονιά αυτό καθιερώθηκε ευρύτερα, και διεκδίκησε μια σχεδόν ισότιμη θέση με το ήδη κατοχυρωμένο «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι».
Πηγαίνοντας το ρολόι του χρόνου πιο πίσω, θα έπαιρνα όρκο ότι το ίδιο σύνθημα είχε ήδη ακουστεί στις μαθητικές καταλήψεις του ’90-
Οι «κάμερες- ρουφιάνοι» βρίσκονται στο στόχαστρο, ενώ εξω από τα γραφεία του «Ελεύθερου Τύπου», στο Σύνταγμα, φωνάζονται συνθήματα κατά του τότε διευθυντή του, του Δημήτρη Ρίζου. Η εφημερίδα αυτή πρωταγωνιστεί στη σπίλωση του κινήματος των καταλήψεων, με κίτρινα πρωτοσέλιδα του τύπου «Βια, Τάβλι, Αναρχία» που απεικονίζουν τα κατηλειμμένα σχολεία ως άντρα ακολασίας.
Μετά τη δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα από παρακρατικούς στην Πάτρα τον Ιανουάριο του 1991, φουντώνει η οργή μαθητών και φοιτητών ενάντια «και» στα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ που υποδαύλιζαν τις βίαιες «ανα-καταλήψεις» σχολείων από στελέχη της ΟΝΝΕΔ και «αγανακτισμένους πολίτες». Η φωτογραφία νεαρού διαδηλωτή, που καίει δημοσίως ένα φύλλο του «Ελεύθερου Τύπου» στη μεγάλη πανεκεπαιδευτική πορεία της 10ης Ιανουαρίου του 1991, θυμίζει εποχές που η έντυπη δημοσιογραφία πρωταγωνιστούσε, τουλάχιστον όσο η τηλεοπτική, στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Είχαν προηγηθεί συνθήματα όπως «Το κράτος σκοτώνει και ο Τύπος το βουλώνει», και «Μην πιστεύεις τις εφημερίδες, λένε ψέματα», σύνθημα που αποτυπώθηκε και σε πανό, στην κατάληψη του Πολυτεχνείου μετά τη δολοφονία του 15άχρονου Μιχάλη Καλτεζά το Νοέμβριο του 1985.
Το γεγονός παραμένει ότι στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90, παρατηρήθηκαν εμπρησμοί τηλεοπτικών βαν, φραστικές και φυσικές επιθέσεις σε καμεραμέν, φωνάζονταν όλο και πιο συχνά συνθήματα ενάντια σε δημοσιογράφους και κανάλια. Ταυτόχρονα δυνάμωσε και άρχισε να αρθρώνεται με πιο εμπεριστατωμένο λόγο η κριτική στους μηχανισμούς χειραγώγησης των ΜΜΕ. Οσο μεταφέρεται στην Ελλάδα το τηλεοπτικό μοντέλο του «Μπερλουσκονισμού», όσο οι κυριακάτικες εφημερίδες μετατρέπονται σε σακούλες προσφορών και διανομείς κουπονιών, όσο κρατική και ιδιωτική διαφήμιση, χρηματιστήριο και τραπεζικά δάνεια, δημιουργούν μια φαινομενική επίφαση ευμάρειας, τόσο γιγαντώνεται η βιομηχανία των ΜΜΕ και αυξάνεται ο αριθμός των απασχολούμενων σε αυτή. Με ανάλογους ρυθμούς, αλλά λιγότερο φανερά, διογκώνεται η επισφάλεια, ο ανταγωνισμός και η εξατομίκευση ως κυρίαρχο μοντέλο απασχόλησης για τους νεοσεισερχόμενους. Με την «καριέρα» και το «μισθολόγιο» να είναι το ζητούμενο, και τη «μαθητεία» ή το αιώνιο «μπλοκάκι» να αποτελεί την πραγματικότητα χιλιάδων νεων δημοσιογράφων, που δεν έχουν ούτε συνδικαλιστική ούτε ασφαλιστική κάλυψη.
«Μπάτσοι, tv, νεοναζί, όλα τα καθάρματα δουλεύουνε μαζί», και «έγχρωμη tv, ασπρόμαυρη ζωή», ήταν μερικά από τα συνθήματα που χαρακτήρισαν το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90.
Καπως έτσι, αρκετές αθώες και λιγότερο αθώες δημοσιογραφικές γκάφες και «ρουφιανέματα» αργότερα, που καταπίνουν τις όποιες ευγενείς σελίδες της ελληνικής δημοσιογραφίας, φτάνουμε στο δίσεκτο 2012. Το «αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι» δεν ακούγεται τόσο συχνά στο δρόμο, καθώς οι επώνυμοι δημοσιογράφοι που προσελκύουν τη μήνη του κοινού δεν τολμάνε να κυκλοφορήσουν δημόσια, χωρίς συνοδεία φουσκωτών.
Σήμερα, που τα εκδοτικά κανόνια, η απλήρωτη εργασία και οι απολύσεις ανεβάζουν την ανεργία στα ΜΜΕ σχεδόν στα επίπεδα ναυπηγο-επισκευαστικής ζώνης, είναι λίγο δύσκολο οι «αλήτες ρουφιάνοι» του χτες, να μετατραπούν στα ώριμα τέκνα της οργής του σήμερα.
Οι αγώνες και τα πειράματα αυτοδιαχείρισης, σε Μ.Μ.Ε, που κλείνουν ή απολύουν, με χαρακτηριστικά παραδείγματα κινητοποιήσεις σε Αλτερ, Ελευθεροτυπία, Κόσμο του Επενδυτή και στη δημόσια ραδιο-τηλεόραση, δείχνουν ότι δεν είναι όλοι οι δημοσιογραφοι ρουφιάνοι – ή μήπως το αντίθετο;
Ταυτόχρονα η αλλοτριωμένη νοοτροπία εργαζομένων στον Τύπο ως ένα είδος διαμεσολαβητή μεταξύ εξουσίας και κοινής γνώμης, κυρίως η ψευδαίσθηση ότι οι δημοσιογράφοι αποτελούν κάποια προνομιούχα κάστα που θα μείνει αλώβητη από την κρίση, αφού πρώτα κάνουν τις αναγκαίες υποχωρήσεις –στο περιεχόμενο της δουλειάς αλλά και στα εργασιακά τους δικαιωματα, όλα αυτά εξακολουθούν να δίνουν τον τόνο σε ένα επάγγελμα, στο ποίο απασχολούνται δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι (περίπου 25.000 εργαζόμενοι υπολογίζεται ότι απασχολούνται σε έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ), αλλά μόλις ένας στους πέντε έχει συνδικαλιστική εκπροσώπηση.
.Ισως αυτό εξηγεί τη μετατροπή του συνθήματος «αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι» στο παραλλαγμένο «αλήτες, ρουφιάνοι, εργοδοτικοί». Το σύνθημα ακούστηκε φέτος το καλοκαίρι, σε μεγάλο εκδοτικό συγκρότημα των βορείων προαστίων, στη διάρκεια παρέμβασης ενάντια στις εκδικητικές απολύσεις συνδικαλιστών και υποψηφίων αριστερών παρατάξεων.
Εκτοτε έχουν έρθει όχι μία αλλά πολλές σφαλιάρες, δυστυχώς όχι κινηματικές αλλά εργοδοτικές. Ξεκίνησαν από το ξήλωμα των ενοχλητικών φωνών στα ΜΜΕ, αλλά παίρνουν σβάρνα αδιακρίτως ανήσυχους και φιλήσυχους, κινηματικούς και εργοδοτικούς εργαζόμενους στον Τύπο. Με τους τελευταίους να ευελπιστούν ματαίως ότι θα τη γλυτώσουν, εις βάρος των άλλων.
της Αφροδίτης Πολίτη από το απεργιακό φύλλο της Ελευθεροτυπίας